Οταν ακούμε «αρχαίο ελληνικό θέατρο», η μηχανή που έρχεται συνήθως αυτόματα στο μυαλό μας είναι μία, ο περίφημος από μηχανής θεός. Ωστόσο η «θεατρική» αρχαία ελληνική τεχνολογία έχει να επιδείξει πολλά θαυμαστά επιτεύγματα: σκηνικά που εναλλάσσονταν, οπτικά και ηχητικά εφέ, καθώς και διάφορες κατασκευές επιστρατεύονταν για να κάνουν την παράσταση πιο ζωντανή και πιο πειστική. Στην έκθεση «ΕΥΡΗΚΑ» στο Πεκίνο παρουσιάζεται σε μικρογραφία ένα αρχαίο θέατρο με τον εξοπλισμό του, βασισμένο σε μελέτες του Γιώργου Καραδέδου, ομότιμου καθηγητή Αρχιτεκτονικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, και κατασκευασμένο από τον αρχιτέκτονα Μιχαήλ Βελένη.
Κοιτάζοντας την ανακατασκευή του κ. Βελένη και διαβάζοντας τις συνοδευτικές πινακίδες οι επισκέπτες μυούνται σε διάφορα τεχνικά μυστικά του αρχαίου ελληνικού θεάτρου. Μαθαίνουν, για παράδειγμα, ότι τα σκηνικά βασίζονταν κατά κάποιον τρόπο στην τέχνη της οφθαλμαπάτης, αξιοποιώντας την προοπτική για να δημιουργήσουν εντυπώσεις. «Η σκηνογραφία αποδίδεται από τον Αριστοτέλη στον Σοφοκλή. Με τη βοήθεια της προοπτικής συνδυάζονταν γραμμές της εικόνας των σκηνικών με πραγματικά στοιχεία του σκηνικού οικοδομήματος για να δημιουργηθεί η ψευδαίσθηση αληθινών κτιρίων» εξηγούν οι διοργανωτές της έκθεσης. Ο διάκοσμος της σκηνής είχε διαφορετικό ύφος ανάλογα με το είδος του δράματος που παρουσιαζόταν: ο Βιτρούβιος, για παράδειγμα, αναφέρει τρία είδη σκηνικών, το «τραγικό», το «κωμικό» και το «σατυρικό», τα οποία αντιστοιχούν στην τραγωδία, στην κωμωδία και στο σατυρικό δράμα. Οταν άρχισαν να διοργανώνονται θεατρικοί αγώνες, κατά τους οποίους παρουσιάζονταν τουλάχιστον τρεις παραστάσεις την ημέρα, οι σκηνογράφοι αντιμετώπισαν νέου είδους προκλήσεις, καθώς έπρεπε να βρουν τρόπους ώστε να αλλάζουν τα σκηνικά γρήγορα και εύκολα μπροστά στους θεατές, οι οποίοι δεν εγκατέλειπαν τις θέσεις τους. Ετσι εμφανίστηκαν τα «καταβλήματα»: «Αυτά ήταν ζωγραφισμένα υφασμάτινα πετάσματα» λένε οι ειδικοί. «Τυλίγονταν πίσω από τα υπέρθυρα των θυρών της σκηνής και έπεφταν το ένα μπροστά από το άλλο».
Πέραν της σκηνογραφίας όμως, ακόμα πιο ουσιαστικό ρόλο στον σχεδιασμό ενός θεάτρου στην αρχαιότητα κατείχε η ακουστική. Σε μια εποχή όπου δεν υπήρχαν μικρόφωνα οι αρχιτέκτονες επεδίωκαν να ενισχύσουν την ένταση των φωνών εκμεταλλευόμενοι με διάφορους τρόπους την ανακλαστικότητα του ήχου. Αρχικά χρησιμοποιήθηκαν δύο βασικοί «ανακλαστήρες»: το δάπεδο της ορχήστρας και η πρόσοψη του κτιρίου της σκηνής. «Σταδιακά οι μεμονωμένοι ηθοποιοί αποχωρίστηκαν από τον χορό και μετέφεραν τη σκηνική τους δράση στο λογείο, δηλαδή στο ξύλινο δάπεδο του προσκηνίου, το οποίο λειτούργησε ως τρίτος ανακλαστήρας» αναφέρουν τα σχετικά κείμενα. Η φωνή, όπως προσθέτουν, ενισχυόταν επίσης με «ηχεία», χάλκινα αντηχούντα αγγεία τα οποία τοποθετούνταν σε συγκεκριμένες θέσεις στον χώρο. «Ο Βιτρούβιος αναλύει την αρμονική θεωρία του Αριστοξένου και περιγράφει ένα μουσικό διάγραμμα, δυστυχώς χαμένο σήμερα, το οποίο ορίζει επακριβώς τη θέση των ηχείων» επισημαίνουν.
Αξίζει να σημειωθεί ότι όχι μόνο τα καταβλήματα αλλά και ο υπόλοιπος θεατρικός μηχανολογικός εξοπλισμός που αναφέρουν ο Βιτρούβιος και άλλοι συγγραφείς (από το θεολογείο όπου εμφανίζονταν οι θεοί ή το κεραυνοσκοπείο και το βροντείο, που «έφτιαχναν» αστραπόβροντα, ως τη χαρώνεια κλίμακα που κατέβαινε στον Αδη ή την αυλαία) έχει όλος τεκμηριωθεί ανασκαφικά στο θέατρο του Δίου, της ιερής πόλης των Μακεδόνων.

Υσπληξ –«καθαρή» εκκίνηση

Η εκκίνηση στους αγώνες δρόμου ήταν πάντοτε προβληματική, αφήνοντας περιθώρια στους αθλητές να «κλέψουν» ξεκινώντας προτού δοθεί το σύνθημα χωρίς να γίνουν απαραίτητα αντιληπτοί. Η αποτροπή τέτοιων περιστατικών υπήρξε, όπως φαίνεται, μέλημα των υπευθύνων των αθλητικών διοργανώσεων από την αρχαιότητα. Αυτό μαρτυρεί η ύσπληξ, ένας μηχανισμός εκκίνησης αγώνων δρόμου ο οποίος χρονολογείται από τον 4ο αιώνα π.Χ. και έχει φθάσει ως τις μέρες μας από παραστάσεις σε αγγεία και περιγραφές της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής εποχής.
Στην ουσία επρόκειτο για έναν μηχανισμό απλό αλλά, όπως φαίνεται, αποτελεσματικό: δύο οριζόντια σκοινιά στο ύψος του στήθους και των γονάτων των αθλητών στηρίζονταν τεντωμένα σε δύο κάθετους ξύλινους πασσάλους οι οποίοι ήταν τοποθετημένοι σε μηχανισμούς μπροστά από τους δρομείς. Δίνοντας το σύνθημα ο αφέτης απελευθέρωνε ένα στρεπτικό ελατήριο κάνοντας τους πασσάλους να πέσουν απότομα και εξασφαλίζοντας την ταυτόχρονη εκκίνηση των δρομέων. Κατάλοιπα των λίθινων βάσεων στις οποίες ήταν τοποθετημένοι οι μηχανισμοί των πασσάλων έχουν βρεθεί μέχρι στιγμής σε τέσσερα αρχαία ελληνικά στάδια.

Τηλεπικοινωνίες

Στον καιρό των οπτικών ινών και των δικτύων 4G τα τηλεπικοινωνιακά επιτεύγματα των αρχαίων Ελλήνων φαίνονται ίσως ξεπερασμένα, αν τα δει ωστόσο κάποιος στο πλαίσιο της εποχής τους είναι εντυπωσιακά. Χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα και καλώδια, μπορούσαν να επικοινωνούν γρήγορα σε μεγάλες αποστάσεις… τηλεγραφικά. «Το παλαιότερο τηλεπικοινωνιακό μέσον ήταν τα περιστέρια – μνημονεύεται περίπτωση ολυμπιονίκη ο οποίος ανήγγειλε τη νίκη του στην πατρίδα του Αίγινα μέσω ενός περιστεριού» μας λέει ο κ. Τάσιος. «Επίσης μεγάλες φωτιές σε κορυφές βουνών χρησιμοποιούνταν ως συμφωνημένα σήματα. Από τις τεχνολογικές λύσεις τηλεπικοινωνιών των Ελλήνων αξίζει πάντως να μνημονευτούν ο υδραυλικός τηλέγραφος και ο οπτικός τηλέγραφος».

Υδραυλικός τηλέγραφος

Ο υδραυλικός τηλέγραφος χρησιμοποιήθηκε τον 4ο αιώνα στην αυτοκρατορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και παρουσιάζεται στο Πεκίνο σε μια ανακατασκευή του Κώστα Κοτσανά. Πρόκειται για ένα σύστημα αποστολής προσυμφωνημένων μηνυμάτων το οποίο βασίζεται στην απόλυτη ομοιότητα των «συσκευών» που χρησιμοποιεί. Σε κατάλληλα επιλεγμένα υψώματα ήταν τοποθετημένα ισομεγέθη πήλινα ή μεταλλικά δοχεία με νερό όπου επέπλεαν πλωτήρες από φελλό. Στη μέση του κάθε πλωτήρα υπήρχε μια ράβδος διαιρεμένη σε ίσα μέρη, σε καθένα εκ των οποίων ήταν γραμμένο ένα συγκεκριμένο μήνυμα (οι ράβδοι και τα μηνύματά τους ήταν ίδιες σε όλα τα δοχεία). Αυτός που ήθελε να στείλει ένα μήνυμα (πομπός) ύψωνε έναν πυρσό δίνοντας σήμα στον χειριστή του άλλου σταθμού (δέκτης), ο οποίος έπρεπε να επιβεβαιώσει υψώνοντας και αυτός έναν πυρσό. Με την επιβεβαίωση ο πομπός κατέβαζε τον πυρσό του. Τότε πομπός και δέκτης άνοιγαν ταυτόχρονα τις βρύσες των δοχείων τους. Καθώς το νερό έτρεχε, ο πλωτήρας με τη ράβδο ανέβαινε. Μόλις το επιθυμητό μήνυμα εμφανιζόταν στο χείλος του δοχείου, ο πομπός ύψωνε ξανά τον πυρσό του και έκλεινε τη βρύση. Ο δέκτης έκλεινε και αυτός τη βρύση του: λόγω της ομοιότητας των συσκευών, έβλεπε το ίδιο μήνυμα στο χείλος και του δικού του δοχείου.

Οπτικά σήματα Μορς

Η χρήση της φωτιάς από πυρσούς (πυρσεία) για την αποστολή μηνυμάτων από σταθμό σε σταθμό (φρυκτωρίες) αναφέρεται από πιο παλιά, όμως τον 3ο αιώνα π.Χ. ο Κλεόξενος και ο Δημόκλειτος από την Αλεξάνδρεια έδωσαν νέα ώθηση στον συγκεκριμένο τρόπο επικοινωνίας επινοώντας ένα σύστημα «οπτικών σημάτων Μορς». Τοποθέτησαν τα γράμματα του αλφαβήτου σε έναν πίνακα αντιστοιχώντας το κάθε γράμμα σε μια σειρά και σε μια στήλη. Οι αναμμένοι πυρσοί στην αριστερή πλευρά υποδείκνυαν τη σειρά στον πίνακα, ενώ οι πυρσοί στη δεξιά πλευρά έδειχναν τη στήλη, δηλώνοντας έτσι ένα συγκεκριμένο γράμμα κάθε φορά. Το ομοίωμα που παρουσιάζεται στο Πεκίνο βασίζεται σε μελέτη του κ. Τάσιου και έχει κατασκευαστεί από το Μουσείο Ηρακλειδών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ