«Δάσκαλε που δίδασκες και τη συνέχιση της επιστήμης (στα χέρια σου) εκράτεις». Αυτή η πολύ παραφρασμένη, από εμάς, παροιμία πιστεύουμε ότι μπορεί να αποδώσει το μήνυμα του άρθρου τούτου, που ουσιαστικά αφιερώνεται σε έναν νευραλγικό ρόλο των επιστημόνων, ο οποίος, ενώ φωτίζει το μέλλον της επιστήμης, συχνά μένει στο σκοτάδι. Είναι ο ρόλος του πανεπιστημιακού δασκάλου, ο οποίος συνοδεύεται από μια τεράστια ευθύνη που ξεπερνά τα όρια του επιστημονικού και ερευνητικού «εγώ» και μετατρέπεται σε «εσείς» (όπου «εσείς» οι φοιτητές, τα παιδιά εκείνα στα οποία ο δάσκαλος καλείται να εμφυσήσει γνώση, αλλά και αρχές και αξίες, ζήλο και μεράκι, για να φθάσουν όχι μόνο ένα βήμα, αλλά πολλά βήματα πιο πέρα από τον ίδιο). Με έναν τέτοιον εξαίρετο πανεπιστημιακό δάσκαλο συνομιλήσαμε επ’ αφορμή της αναγνώρισης του διδακτικού έργου του με ένα σημαντικό βραβείο, το οποίο έλαβε την περασμένη Δευτέρα, σε ειδική εκδήλωση στο κτίριο της Παλαιάς Βουλής, από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κ. Προκόπη Παυλόπουλο: πρόκειται για τον καθηγητή Πειραματικής Φυσιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ), κ. Μιχάλη Κουτσιλιέρη, στον οποίον απονεμήθηκε το Βραβείο Εξαίρετης Πανεπιστημιακής Διδασκαλίας Βασίλη Ξανθόπουλου – Στέφανου Πνευματικού.
Ο κύριος Κουτσιλιέρης είναι ένας επιστήμονας που έχει μεγαλώσει… γενιές και γενιές φοιτητών –τόσο στον Καναδά, όπου θήτευσε σε σημαντικές πανεπιστημιακές θέσεις επί 16 έτη, όσο και στην Ελλάδα, όπου διδάσκει τα τελευταία 20 χρόνια. Φανταστείτε ότι ο 63χρονος σήμερα καθηγητής διδάσκει κάθε έτος Φυσιολογία σε 1.000 φοιτητές τεσσάρων σχολών του ΕΚΠΑ και συγκεκριμένα της Ιατρικής, της Οδοντιατρικής, της Φαρμακευτικής και της Νοσηλευτικής! Ενας τέτοιος πεπειραμένος πανεπιστημιακός δάσκαλος, λοιπόν, είναι ο πλέον αρμόδιος να μιλήσει για το πώς η σωστή διδασκαλία δημιουργεί γερά μυαλά, αλλά και για το πώς οι σκόπελοι του ελληνικού συστήματος μετατρέπουν κάποιες φορές το ύψιστο διδακτικό έργο σε έργο για γερά νεύρα.
Οπως αναφέρει ο κ. Κουτσιλιέρης στο «Βήμα», «η ακαδημαϊκή ταυτότητα έχει δύο πυλώνες: τη διδασκαλία και την έρευνα. Η ιατρική έρευνα με την οποία ασχολούμαι είναι μια διαρκής ανησυχία, μια διαδικασία για να φθάσουμε στην αλήθεια και τη γνώση γύρω από τα θέματα της ζωής του ανθρώπου, του πώς λειτουργεί ο οργανισμός του στην υγεία αλλά και στην ασθένεια. Στην εξελικτική όμως αυτή πορεία είναι πολύ σημαντικό η γνώση να περνά από επιστημονική γενιά σε γενιά. Και έτσι ο διδακτικός πυλώνας της ακαδημαϊκής ταυτότητας αποκτά πρωτεύοντα ρόλο. Διότι μπορεί ο δάσκαλος να μην πάρει ποτέ το Νομπέλ, ένας από τους μαθητές του όμως μπορεί και να το πάρει».
Αυτή η τόσο σημαντική διδακτική πλευρά της επιστήμης εφαρμόζεται σωστά στα ελληνικά πανεπιστήμια; ρωτήσαμε τον καθηγητή. «Η Ελλάδα εμφανίζει ενδογενή προβλήματα στον τρόπο με τον οποίον εφαρμόζεται η ακαδημαϊκή λειτουργία. Ενα από αυτά είναι ότι στα ελληνικά πανεπιστήμια δεν επιλέγει το ίδιο το πανεπιστήμιο τους φοιτητές του. Οι φοιτητές φθάνουν σε αυτό μέσα από μια αντικειμενική διαδικασία εξετάσεων, αλλά ίσως κάτι τέτοιο δεν είναι αρκετό. Διότι εκείνος που είναι πολύ καλός στα μαθηματικά, στη φυσική ή στη βιολογία δεν είναι απαραίτητα και η κατάλληλη προσωπικότητα για να γίνει γιατρός. Η ταυτότητα του γιατρού είναι πολυσύνθετη σε ό,τι αφορά πτυχές όπως η ηθική, η βιοηθική, η ενσυναίσθηση και έχει μια ιδιαίτερη ταυτότητα προσφοράς και καθήκοντος. Γίνεται πάντως μια προσπάθεια μέσα από προγράμματα για καλύτερη και ταχύτερη προετοιμασία των φοιτητών της Ιατρικής στη χώρα μας και πιστεύω ότι αποδίδουν καρπούς».
Με δεδομένο ότι, όπως υπογραμμίζει ο κ. Κουτσιλιέρης, η ιατρική είναι μια τέχνη που βασίζεται σε πολυεπίπεδη και πολυθεματική γνώση, οι φοιτητές πρέπει να ξεκινήσουν από νωρίς για την κατάκτηση αυτής της ύψιστης γνώσης και τέχνης που έχει ως επίκεντρο τον άνθρωπο και την ίδια τη ζωή του. «Στο πλαίσιο αυτό απαιτείται οι εκκολαπτόμενοι επιστήμονες να έρθουν γρήγορα σε επαφή με την κατάκτηση δεξιοτήτων, όχι επάνω στο ανθρώπινο σώμα βέβαια, αφού δεν έχουν ακόμη τις κατάλληλες γνώσεις, αλλά μέσω προσομοίωσης. Εδώ βάζουμε και εμείς το δικό μας λιθαράκι, καθώς για πρώτη φορά σε ελληνικό πανεπιστήμιο, στο Εργαστήριο Πειραματικής Φυσιολογίας το οποίο διευθύνω, θα δημιουργηθεί μονάδα προσομοιωτών –πρόκειται για κούκλες με υψηλή πιστότητα προσομοίωσης του ανθρώπινου σώματος –για χρήση από τους φοιτητές της Ιατρικής. Το πρόγραμμα έχει εγκριθεί από την πρυτανεία και ελπίζω ότι η μονάδα θα λειτουργήσει μέσα σε έναν χρόνο».
Ενα άλλο μεγάλο ενδογενές πρόβλημα των ελληνικών πανεπιστημίων, κατά τον καθηγητή, είναι «το ότι έχουμε υπέρμετρα μεγάλο αριθμό φοιτητών να εκπαιδεύσουμε. Στο εξωτερικό οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι εκπαιδεύουν πενήντα, εξήντα φοιτητές ετησίως. Εμείς έχουμε πάνω από 1.000 τον χρόνο και μάλιστα από διαφορετικές σχολές. Και αυτό με μόλις οκτώ μέλη ΔΕΠ. Η πίεση λοιπόν είναι τεράστια: διδασκαλία τόσων φοιτητών, μεταπτυχιακά προγράμματα και έρευνα».
Τόση κούραση και πίεση αξίζουν τελικά τον κόπο; Υπάρχουν καλά μυαλά στην Ελλάδα; Ενας δάσκαλος τόσων χιλιάδων φοιτητών είναι ο κατάλληλος άνθρωπος για να απαντήσει. «Εχουμε καλούς φοιτητές, οι οποίοι όμως χάνονται μέσα στο σύστημα. Ιδού τι εννοώ: έχει υπολογιστεί ότι 20% των φοιτητών θα διέπρεπαν οπουδήποτε, ακόμη και αν δεν είχαν καλούς καθηγητές, απλώς επειδή… το έχουν οι ίδιοι, έχουν τη διάθεση να ψάξουν, να βρουν, να μάθουν, να προχωρήσουν. Ενα ποσοστό 60% επηρεάζεται πολύ από το σύστημα μέσα στο οποίο καλείται να λειτουργήσει –αυτοί οι φοιτητές χρειάζονται έναν καλό δάσκαλο να τους καθοδηγήσει και να τους εμπνεύσει. Και υπάρχει και ένα 20% που ακόμη και με την καλύτερη καθοδήγηση δεν θα τα καταφέρει να προχωρήσει στις σπουδές του. Για αυτό το 60% χρειάζεται να πασχίζουμε όσο περισσότερο μπορούμε εμείς οι ακαδημαϊκοί δάσκαλοι, να δημιουργούμε το κατάλληλο περιβάλλον ώστε να κάνουμε τα παιδιά να ανθήσουν».
Και αφού μιλήσαμε για τους φοιτητές, θέσαμε σε αυτόν τον βραβευμένο, πλέον, δάσκαλο το ερώτημα σχετικά με το ποια είναι τα χαρακτηριστικά εκείνα που κάνουν έναν ακαδημαϊκό δάσκαλο καλό δάσκαλο. «Να αγαπά αυτό που κάνει. Η διδασκαλία είναι μιας ζωτικής σημασίας εμπειρία. Πρέπει επίσης να έχει ήθος για να γίνει πρότυπο ήθους για τους μαθητές του. Συγχρόνως πρέπει και ο ίδιος να είναι καλός ερευνητής, να δημιουργεί γνώση και αυτή στη συνέχεια να τη μεταβιβάζει στους φοιτητές του».
Για αυτόν τον λόγο και ο ίδιος ο κ. Κουτσιλιέρης δεν σταματά να δημιουργεί γνώση. Η έρευνά του εδώ και πολλά χρόνια εστιάζεται στον ρόλο των υποδοχέων των στεροειδών ορμονών στη θεραπεία των ορμονοευαίσθητων καρκίνων –συγκεκριμένα του καρκίνου του προστάτη και του καρκίνου του μαστού. Και έχει αποδώσει διαχρονικά σημαντικούς καρπούς. Απέδειξε πρώτος την παρουσία αυξητικών παραγόντων στους ιστούς καρκίνου του προστάτη οι οποίοι διεγείρουν επιλεκτικά τον πολλαπλασιασμό των οστεοβλαστών. Εξήγησε έτσι τη μοναδική ικανότητα του μεταστατικού καρκίνου του προστάτη να προκαλεί οστεοβλαστικού τύπου βλάβες στα οστά –με απλά λόγια, ενώ άλλοι καρκίνοι που δίνουν μεταστάσεις στα οστά προκαλούν οστεολυτικές βλάβες, δηλαδή τα καταστρέφουν, ο καρκίνος του προστάτη δημιουργεί νέο οστό, αλλά πολύ κακής ποιότητας. Οι νεότερες έρευνες του καθηγητή αφορούν τις αλληλεπιδράσεις των καρκινικών κυττάρων με τα φυσιολογικά –οι αλληλεπιδράσεις αυτές στο μικροπεριβάλλον των οστικών μεταστάσεων δημιουργούν ανθεκτικότητα στις αντικαρκινικές θεραπείες και αποτελούν τη βάση για σύγχρονες θεραπείες που έχουν αναπτυχθεί ενάντια στον μεταστατικό καρκίνο του προστάτη και οι οποίες ονομάζονται «θεραπείες που στοχεύουν το οστικό μικροπεριβάλλον».
Εμείς θα κλείσουμε με ένα ρητό του Πλούταρχου, το οποίο πρέπει να είναι «πυξίδα» κάθε δασκάλου και δη του πανεπιστημιακού: «Το μυαλό δεν είναι ένα δοχείο που πρέπει να γεμίσει, αλλά μια φωτιά που πρέπει να ανάψει». Οπως αποδεικνύει και η βράβευσή του, ο κ. Κουτσιλιέρης είναι ένας δάσκαλος που ξέρει να κρατά τη φωτιά του μυαλού των φοιτητών του πάντα αναμμένη!

Μια αιματοβαμμένη ιστορία

Το Βραβείο Εξαίρετης Πανεπιστημιακής Διδασκαλίας εις μνήμην Βασίλη Ξανθόπουλου – Στέφανου Πνευματικού θεσμοθετήθηκε το 1991 από το Ιδρυμα Τεχνολογίας και Ερευνας (ΙΤΕ). Στόχος του ΙΤΕ ήταν με αυτό το ετήσιο βραβείο να αποτίσει φόρο τιμής στους δύο καθηγητές του Πανεπιστημίου Κρήτης και μέλη του οι οποίοι δολοφονήθηκαν το βράδυ της 27ης Νοεμβρίου 1990, στο Ηράκλειο, τη στιγμή που επιτελούσαν από κοινού το διδακτικό λειτούργημα, από έναν διαταραγμένο ψυχικά μεταπτυχιακό φοιτητή τους. Ο δολοφόνος δεν συνελήφθη ποτέ και στις 9 Ιουλίου 1991 το σώμα του βρέθηκε κρεμασμένο από ένα δέντρο στα όρια των νομών Λασιθίου και Ηρακλείου: είχε αυτοκτονήσει. Ο κρητικός φυσικός και γνωστός συγγραφέας Γιώργος Γραμματικάκης ξεκίνησε από τότε εκστρατεία ευαισθητοποίησης για το ζήτημα της οπλοκατοχής στην Κρήτη. Επίσης, ο καθηγητής Γιώργης Γιατρομανωλάκης έγραψε ένα είδος μυθιστορήματος εμπνευσμένο από το γεγονός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ