Ενα σημαντικό ευρωπαϊκό βραβείο απονεμήθηκε την περασμένη Τετάρτη σε έναν έλληνα επιστήμονα, τον Σπύρο Καρακίτσιο, ο οποίος είναι λέκτορας Περιβαλλοντικής Χημείας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) και ερευνητής Υπολογιστικής Βιολογίας στο Ινστιτούτο Προωθημένων Μελετών της Παβία στην Ιταλία. Πρόκειται για το βραβείο επιστημονικής καινοτομίας LRI (Long Range Research Initiative) που χορηγεί το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Χημικής Βιομηχανίας (Cefic) με στόχο να στηρίξει καινοτόμες προσεγγίσεις για τον έλεγχο των πιθανών επιδράσεων των χημικών στην ανθρώπινη υγεία και στο περιβάλλον.

Πολλαπλή έκθεση

Ο κ. Καρακίτσιος απέσπασε τη διάκριση –και τη συνοδευτική χρηματοδότηση των 100.000 ευρώ –ξεχωρίζοντας μεταξύ πολλών υποψηφίων με μια πρόταση για τον έλεγχο της επίδρασης που μπορεί να έχουν δύο πανταχού παρούσες κατηγορίες χημικών, τα βαρέα μέταλλα και οι πλαστικοποιητές, στην ανάπτυξη του εγκεφάλου των παιδιών. Μια πρωτοτυπία του DOREMI (DOse REsponse to MIxtures), όπως ονομάζεται το ερευνητικό πρόγραμμα, έγκειται στο ότι θα εξετάσει την επίδραση αυτών των δύο κατηγοριών νευροτοξικών ουσιών σωρευτικά, εφαρμόζοντας μια καινοτόμο μεθοδολογία αιχμής. «Είναι μια μεθοδολογία για την αποτίμηση του κινδύνου από μείγματα χημικών ουσιών στο περιβάλλον» λέει ο επιστήμονας μιλώντας στο «Βήμα». «Πώς δηλαδή η έκθεση σε πολλαπλές χημικές ενώσεις, και πιο συγκεκριμένα σε βαρέα μέταλλα και πλαστικοποιητές, ενδέχεται να επιδρά στη νευροανάπτυξη των παιδιών».
Το «κλειδί» βρίσκεται ακριβώς στις λέξεις «μείγματα» και «πολλαπλές χημικές ενώσεις», καθώς οι μελέτες που έχουν γίνει ως τώρα έχουν ελέγξει κατά κανόνα τις δύο κατηγορίες ξεχωριστά, χωρίς να εξετάζουν τη σωρευτική επίδρασή τους ή το ενδεχόμενο «συνέργειας» μεταξύ τους. «Παρά το γεγονός ότι έχει πλέον διαπιστωθεί πως υπάρχει συσχέτιση της μειωμένης νευροανάπτυξης των παιδιών με την έκθεση στα βαρέα μέταλλα, μόνο τα τελευταία χρόνια έχουν προκύψει κάποιες ενδείξεις ότι και οι πλαστικοποιητές συμβάλλουν σε αυτό» εξηγεί ο κ. Καρακίτσιος. «Θα είναι λοιπόν ιδιαίτερα ενδιαφέρον να δούμε πόσο περισσότερο επιβαρύνεται η υγεία σε επίπεδο συνέργειας αυτών των δύο κατηγοριών. Δηλαδή εδώ θα αναζητήσουμε επιδράσεις οι οποίες ξεφεύγουν από το ένα συν ένα κάνουν δύο και θα προσπαθήσουμε να δούμε αν υπάρχει κάτι παραπάνω από αυτό».

Πιο ευάλωτα τα παιδιά

Οι περισσότεροι συνδέουν ίσως τα βαρέα μέταλλα κατά κύριο λόγο με τα ψάρια, και τους πλαστικοποιητές με τις διάφορες συσκευασίες, όμως τα συγκεκριμένα χημικά βρίσκονται σχεδόν παντού. Τα βαρέα μέταλλα έχουν πιο έντονη παρουσία στο νερό και στα τρόφιμα επειδή βιοσυσσωρεύονται, όμως υπάρχουν επίσης στο έδαφος και στον αέρα. Οι πλαστικοποιητές βρίσκονται στο μεγαλύτερο μέρος τους σε καταναλωτικά προϊόντα. «Μια ιδιαίτερη κατηγορία είναι τα υλικά συσκευασίας τροφίμων ενώ επίσης χρησιμοποιούνται σε διάφορα πλαστικά ή πολυμερή, όπως το PVC, τα οποία υπάρχουν και σε δομικά υλικά στα σπίτια μας» επισημαίνει ο ειδικός. «Αυτά τα χημικά συνήθως μεταναστεύουν από τις συσκευασίες τροφίμων στα τρόφιμα και μετά εμείς τα καταναλώνουμε, οπότε εκτιθέμεθα σε αυτά. Επίσης εκπέμπονται από τα δομικά υλικά και προσροφώνται από διάφορα μέσα, π.χ. από τα σωματίδια που υπάρχουν στον αέρα ή από τη σκόνη μέσα στο σπίτι. Ετσι, μέσω διαφορετικών οδών έκθεσης, καταλήγουν τελικά στον άνθρωπο, ιδιαίτερα στα μικρά παιδιά που, όπως ξέρετε, έχουν τη συνήθεια να βάζουν συχνά τα χέρια στο στόμα έχοντας προηγουμένως ακουμπήσει διάφορες επιφάνειες».
Τα βαρέα μέταλλα στα οποία θα εστιάσουν οι μελέτες είναι κυρίως ο υδράργυρος, ο μόλυβδος και το αρσενικό –τα δύο πρώτα, μας λέει ο ερευνητής, έχει διαπιστωθεί ότι έχουν πολύ μεγάλη επίδραση στη νευροανάπτυξη σε συνέργεια και με άλλα βαρέα μέταλλα όπως το χρώμιο ή το κάδμιο. Οσον αφορά τους πλαστικοποιητές, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στους φθαλικούς εστέρες και στις φαινόλες. Η πιο γνωστή στο ευρύ κοινό φαινόλη που υπάρχει στα πλαστικά είναι η δισφαινόλη Α, η οποία από το 2011 έχει απαγορευθεί στα μπιμπερό στην Ευρωπαϊκή Ενωση –ο κ. Καρακίτσιος μάλιστα μετείχε σε μια από τις ομάδες που με τις έρευνές τους είχαν συμβάλει σε αυτή την απαγόρευση.
Η «γκάμα» των χημικών στα οποία θα δοθεί έμφαση μπορεί ωστόσο τελικά να διευρυνθεί, λόγω της μεθοδολογίας που θα ακολουθήσει το DOREMI. Προκειμένου να σχεδιάσουν σωστά τα πειράματά τους οι ερευνητές πρέπει να έχουν μια σαφή εικόνα των πραγματικών επιπέδων έκθεσης στις δύο κατηγορίες χημικών. Ετσι σε πρώτη φάση θα ξεκινήσουν με μετρήσεις, οι οποίες θα γίνουν με αναλύσεις δειγμάτων αίματος και ούρων που έχουν συλλεχθεί από μεγάλες ευρωπαϊκές πληθυσμιακές μελέτες σε παιδιά. «Εχουμε πρόσβαση στα δεδομένα από μελέτες που έχουν γίνει στην Κροατία, στη Σλοβενία, στην Ιταλία και στην Πολωνία γιατί το Εργαστήριο Περιβαλλοντικής Μηχανικής του αναπληρωτή καθηγητή Δημοσθένη Σαρηγιάννη στο ΑΠΘ, στο οποίο ανήκω, συνεργάζεται με εργαστήρια αυτών των χωρών» αναφέρει ο κ. Καρακίτσιος. «Επίσης θα χρησιμοποιήσουμε και κάποια αποτελέσματα από την Ελλάδα, από ένα πρόγραμμα που τρέχουμε εμείς».

Από το στάδιο του εμβρύου

Οσον αφορά την ηλικία που εξετάζεται, οι μελέτες ξεκινούν από την ενδομήτριο ζωή –όταν δηλαδή το έμβρυο βρίσκεται ακόμη στην κοιλιά της μητέρας –και φθάνουν ως την ηλικία των δύο-τριών ετών. «Η εποχή που η μητέρα κυοφορεί το μωρό της είναι ένα παράθυρο μεγάλης ευαισθησίας για τη νευροανάπτυξη. Για τον λόγο αυτόν θέλουμε να μελετήσουμε και ποια είναι η επίδραση που μπορεί να έχει στο μωρό μελλοντικά η πρότερη έκθεση που έχει η μητέρα σε αυτά τα χημικά».
Με βάση τα αποτελέσματα των αναλύσεων των βιοδεικτών, οι ερευνητές θα καθορίσουν ποια χημικά και σε ποιες δόσεις θα εξετάσουν στην επόμενη φάση, η οποία αφορά καλλιέργειες στο εργαστήριο. «Θα κάνουμε in vitro αναλύσεις σε μια πολύ συγκεκριμένη κυτταρική γραμμή, τα λεγόμενα mini brains, μια τρισδιάστατη καλλιέργεια στην οποία τα νευρικά κύτταρα αναπτύσσουν μεταξύ τους συνάψεις. Ετσι προσομοιώνουν κατά κάποιον τρόπο τη λειτουργία του ανθρώπινου εγκεφάλου» υπογραμμίζει ο κ. Καρακίτσιος. «Ο σκοπός μας είναι να εκθέσουμε αυτά τα mini brains σε μείγματα από τις χημικές ενώσεις που θέλουμε να εξετάσουμε, σε διαφορετικές αναλογίες μεταξύ τους και σε διαφορετικές δόσεις, ώστε να δούμε από ποιο σημείο και μετά παρατηρούμε στη συμπεριφορά τους αλλαγές οι οποίες θα μπορούσαν να συσχετιστούν με μεταβολές στη νευροανάπτυξη».
Στο επόμενο στάδιο οι επιστήμονες θα γυρίσουν και πάλι στις πληθυσμιακές μελέτες ώστε να συγκρίνουν τις παρατηρήσεις τους με τις μεταβολές στη νευροανάπτυξη που έχουν καταγραφεί στα παιδιά. Τα τελικά αποτελέσματα θα προσφέρουν ένα είδος «δείκτη» για την ασφάλεια πολλών χημικών που βρίσκονται ήδη ή πρόκειται να μπουν στην καθημερινότητά μας. «Μπορούν να αποτελέσουν ένα πολύ σημαντικό εργαλείο για τη χημική βιομηχανία δίνοντάς της τη δυνατότητα να κάνει πρόβλεψη για τη συμπεριφορά που θα έχουν τα διάφορα χημικά μελετώντας τα στο εργαστήριο, προτού βγουν στην αγορά» καταλήγει ο ερευνητής. «Οπως καταλαβαίνετε, προφανώς και η χημική βιομηχανία θέλει να βρίσκεται στην αιχμή της έρευνας της τοξικολογίας, ακριβώς επειδή την ενδιαφέρει να μη βγάλει στην αγορά χημικά τα οποία θα είναι προβληματικά, γιατί αυτό τελικά γυρνάει μπούμερανγκ».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ