Ο καθαρισμός του Σαρωνικού από το πετρέλαιο που διέρρευσε με τη βύθιση του «Αγία Ζώνη ΙΙ» τα ξημερώματα της περασμένης Κυριακής κοντά στην Ψυτάλλεια συνεχίζεται και θα συνεχίζεται. Τα αναπάντητα ερωτήματα είναι πολλά, με βασικότερο από όλα το ποιο ακριβώς είναι το μέγεθος της καταστροφής.
Ολοι οι επιστήμονες που ρωτήσαμε, on και off the record, συμφωνούν: το μαζούτ είναι μάλλον το χειρότερο είδος πετρελαίου που θα μπορούσε να χυθεί σε μια θάλασσα. Είναι αλήθεια ότι οι μεγαλύτερες και πλέον διαβόητες πετρελαιοκηλίδες σε παγκόσμιο επίπεδο έχουν προκληθεί από αργό πετρέλαιο –αυτό που βγαίνει ακατέργαστο από τις πετρελαιοπηγές και μπορεί να «βάψει» κατάμαυρα τα θαλασσοπούλια σε πετρελαιοκηλίδες σαν εκείνη του «Exxon Valdez» το 1989 στην Αλάσκα ή της Deepwater Horizon το 2010 στον Κόλπο του Μεξικού. Παρ’ όλα αυτά, το καύσιμο πετρέλαιο που αποτελούσε το μεγαλύτερο μέρος του φορτίου του «Αγία Ζώνη II» (2.200 τόνοι, μαζί με 340 τόνους ναυτιλιακού καυσίμου) έχει και αυτό ένα τεράστιο ειδικό βάρος στη ρυπογόνο δράση. Και αυτό όχι μόνο μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά. Το μεγάλο βάρος του είναι αυτό που το κατατάσσει ανάμεσα σε εκείνα που προκαλούν την πιο «επίμονη» ρύπανση, με πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες να μεταφερθεί στον βυθό, από όπου πλέον είναι εξαιρετικά δύσκολο να απομακρυνθεί.
Μαζούτ, το επίμονο
Το μαζούτ είναι το πιο βαρύ κλάσμα του αργού πετρελαίου, αυτό που παραμένει στο κάτω μέρος της αποστακτικής στήλης κατά τη διύλιση. Αντίθετα με τους πιο ελαφρούς υδρογονάνθρακες, όπως π.χ. η βενζίνη που χρησιμοποιούμε στα αυτοκίνητα η οποία αν χυθεί στο θαλάσσιο περιβάλλον εξατμίζεται μέσα σε 24-48 ώρες, οι πτητικές ικανότητές του είναι περιορισμένες. Αυτό σημαίνει ότι αν διαρρεύσει στη θάλασσα δεν εξατμίζεται αλλά παραμένει εκεί. Και επειδή, παρά το μεγάλο ειδικό βάρος του, είναι μόλις κατά τι ελαφρύτερο από το θαλασσινό νερό, ανεβαίνει στην επιφάνεια και «ταξιδεύει», άλλοτε πιο γρήγορα και άλλοτε πιο αργά, ωθούμενο από τα ρεύματα και τον άνεμο. Οσο βρίσκεται στην επιφάνεια, το πετρέλαιο αυτό μπορεί να μαζευτεί σχετικά εύκολα με μηχανικά μέσα, όπως αυτά που χρησιμοποιούνται στον Σαρωνικό.
Το πρόβλημα είναι όμως, όπως είδαμε κοντά στη Σαλαμίνα, ότι το ταξίδι του μαζούτ δεν παραμένει απαραίτητα επιφανειακό. Οι διεργασίες που συντελούνται στη θάλασσα μπορεί να αλλάξουν τη μορφή και τη διασπορά του, περιπλέκοντας τα πράγματα, δυσχεραίνοντας την απορρύπανση και επιβαρύνοντας περισσότερο το περιβάλλον. «Καθώς το χτυπούν τα κύματα, το μετατρέπουν σε μικρά σταγονίδια, δημιουργώντας τελικά ένα γαλάκτωμα» λέει στο «Βήμα» ο Νικόλαος Καλογεράκης, καθηγητής στην Προστασία Περιβάλλοντος στο Τμήμα Μηχανικών Περιβάλλοντος του Πολυτεχνείου Κρήτης και συντονιστής του ευρωπαϊκού προγράμματος KILL*SPILL. «Αυτό αυξάνει τον όγκο του, γιατί ουσιαστικά γίνεται γαλακτωματοποίηση του νερού μέσα στο πετρέλαιο αντί για γαλακτωματοποίηση του πετρελαίου μέσα στο νερό, που είναι το προτιμητέο. Φαίνεται σαν να αυξάνεται ο όγκος του πετρελαίου ενώ στην πραγματικότητα δεν αυξάνεται, απλώς έχει μπει μέσα νερό».
Μους-ασανσέρ!
Παρά το γεγονός ότι ο όγκος του αυξάνεται, το γαλακτωματοποιημένο πετρέλαιο (φανταστείτε το σαν μους σοκολάτας, όπως το λένε κάποιοι) παραμένει πιο ελαφρύ από το νερό. Ετσι αρχικά συνεχίζει να επιπλέει, αλλά αυτό δεν διαρκεί για πολύ. Στην κατάσταση του γαλακτώματος είναι πιο εύκολο να «κολλήσουν» επάνω του αιωρούμενα σωματίδια που υπάρχουν στη θάλασσα –όπως π.χ. κόκκοι άμμου –με αποτέλεσμα σιγά-σιγά να αρχίσει να βαραίνει και να κατεβαίνει προς τα κάτω. Τελική κατάληξη στην κάθοδό του θα είναι ο βυθός από τον οποίο, αν φθάσει, όχι μόνο δεν θα ανέβει ξανά, αλλά θα παραμείνει εκεί για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Οπως βέβαια είδαμε, και πάλι στη Σαλαμίνα, σε ένα φαινόμενο το οποίο χαρακτηρίστηκε εξαιρετικά ενδιαφέρον, αυτό δεν είναι τελικά απόλυτο: όταν τα νερά είναι πολύ ρηχά, και λόγω του ότι οι διαφορές θερμοκρασίας σε αυτά από την ημέρα στη νύχτα είναι πολύ μεγάλες, το πετρέλαιο-μους μπορεί να ανεβοκατεβαίνει κατά τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου. Και αυτό βέβαια έχει την καλή του πλευρά, εφόσον κατά την άνοδό του προς την επιφάνεια μπορεί να συλλεχθεί με τα μηχανικά μέσα.
Εκτός από το ασυνήθιστο περιοδικό «ανεβοκατέβασμα» που έχει παρατηρηθεί σε κάποια σημεία, ασυνήθιστη –και χωρίς καμία θετική πλευρά –είναι, σύμφωνα με εκτιμήσεις, και η ποσότητα πετρελαίου που έφυγε από το «Αγία Ζώνη ΙΙ» και έπεσε σχεδόν αμέσως στον βυθό. Ορισμένοι ειδικοί θεωρούν ότι θα πρέπει κατά τις πρώτες ώρες να έγινε μαζική διαρροή προς τα κάτω. Αυτό όμως, είναι μια εκτίμηση η οποία μένει να επιβεβαιωθεί από το τελικό πόρισμα.
Αγνωστα (ακόμη) μεγέθη
Επίσης το «κοκτέιλ» καυσίμων που μετέφερε το πλοίο έδρασε και αυτό με τον δικό του τρόπο. «Υπήρχαν ποσότητες αμιγώς Heavy Fuel Oil –βαρύ κλάσμα πετρελαίου γνωστό σαν μαζούτ –οι οποίες κινήθηκαν πιθανότατα και ελαφρώς κάτω από την επιφάνεια του νερού, καθώς και ναυτιλιακό καύσιμο Marine Gas Oil. Αυτό είναι ελαφρύτερο και καθώς αναμείχθηκε με το βαρύ πετρέλαιο το βοήθησε να έχει μεγαλύτερη ταχύτητα εξάπλωσης και στη συνέχεια να κινηθεί με τους ανέμους και τα ρεύματα» λέει στο «Βήμα» ο Βασίλης Μαμαλούκας-Φραγκούλης, διευθυντής του Τμήματος Θαλάσσιου Περιβάλλοντος της Τεχνικής Προστασίας Περιβάλλοντος, μίας από τις εταιρείες που συμμετέχουν στις εργασίες απορρύπανσης στον Σαρωνικό. Αν και θεωρεί ότι αυτή τη στιγμή η καταστροφή είναι μεγάλη, ο ωκεανογράφος δηλώνει βέβαιος ότι ο καθαρισμός θα ολοκληρωθεί με επιτυχία και καλεί τον κόσμο να δείξει υπομονή. Δεν κάνει όμως εκτιμήσεις σχετικά με την ποσότητα του πετρελαίου που χύθηκε στη θάλασσα. «Θα έχουμε μια ιδέα μόλις τελειώσει η απάντληση του πλοίου, η οποία όπως έχει ανακοινωθεί θα ολοκληρωθεί περίπου σε μία εβδομάδα. Τότε θα κάνουμε το ισοζύγιο, να δούμε πόσο βρήκαμε εκεί πέρα και πόσα μας λείπουν. Και το ισοζύγιο αυτό θα πρέπει να προσαρμοστεί, αφαιρουμένων των ποσοτήτων που συλλέχθηκαν στην ανοιχτή θάλασσα».
Οσον αφορά το μέγεθος των συνεπειών της ρύπανσης, για να έχουμε μια ιδέα θα πρέπει να περιμένουμε τουλάχιστον έναν μήνα, όπως λέει στο «Βήμα» ο Γιάννης Χατζηανέστης, διευθυντής ερευνών στο Τμήμα Ωκεανογραφίας του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών Μέσα καθαρισμού
Το επιφανειακό πετρέλαιο μπορεί να συλλεχθεί με μηχανικά μέσα –ειδικές αντλίες και ολεοαπορροφητικά εξαρτήματα, όπως βούρτσες και βραχίονες. Σε άλλες χώρες, όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες, σε πολύ εκτεταμένες καταστροφές εφαρμόζεται και η μέθοδος των επιτόπιων καύσεων –ελεγχόμενες πυρκαγιές οι οποίες καίνε μεν το πετρέλαιο, αλλά προκαλούν τεράστια ατμοσφαιρική ρύπανση, ενώ παράλληλα αφήνουν υπολείμματα στη θάλασσα και στην Ευρωπαϊκή Ενωση απαγορεύονται ρητώς. Αντιθέτως στην Ευρωπαϊκή Ενωση, όπως και στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη, επιτρέπεται η χρήση χημικών. Στην Ελλάδα ωστόσο κατά κανόνα δεν χρησιμοποιούνται καθώς, λόγω της γεωγραφικής μορφολογίας της χώρας μας, είναι δύσκολο να προσδιοριστεί πού ακριβώς υπάρχει η απαραίτητη για τη χρήση τους προϋπόθεση της ανοιχτής θάλασσας. Τα χημικά αυτά δεν διασπούν το πετρέλαιο –και άρα δεν το «αφαιρούν». Απλώς το διασκορπίζουν –γι’ αυτό και λέγονται διασκορπιστές –μετατρέποντάς το σε μικρά σταγονίδια ώστε να διευκολύνουν τη βιοδιάσπασή του.
Αυτό γιατί, πρέπει να πούμε, όσο εκτεταμένα και εξελιγμένα και αν είναι τα μέσα που θα χρησιμοποιήσει ο άνθρωπος, στον καθαρισμό μιας πετρελαιοκηλίδας η φύση είναι αυτή που κάνει την περισσότερη δουλειά.


Μενού για βακτήρια
Η συντριπτική πλειονότητα του πετρελαίου που καταλήγει στη θάλασσα μένει εκεί και βιοδιασπάται από μικροοργανισμούς οι οποίοι τρώνε υδρογονάνθρακες. «Αν δεν υπήρχαν αυτοί οι εγγενείς μικροοργανισμοί που τρώνε το πετρέλαιο, όλες οι θάλασσες θα ήταν μαύρες» τονίζει ο κ. Καλογεράκης. «Υπάρχουν παντού, ακόμη και εδώ, έξω από το εργαστήριο, τους βρίσκεις ακόμη και σε πεντακάθαρο νερό, σε μικρές ποσότητες, και μόλις πέσει πετρέλαιο αυξάνονται αμέσως» λέει.
Στο πλαίσιο ερευνητικού προγράμματος της Ευρωπαϊκής Ενωσης που είχε αναλάβει το Τμήμα του στο Πολυτεχνείο Κρήτης ο κ. Καλογεράκης έχει κάνει δειγματοληψίες για να εξετάσει την ύπαρξη τέτοιων μικροοργανισμών σε πολλές ελληνικές θάλασσες, μεταξύ αυτών και στον Σαρωνικό, ο οποίος, λόγω της μεγάλης κυκλοφορίας των πλοίων και της παρουσίας των διυλιστηρίων, διαθέτει ανθηρές ποσότητες. Οι μικροοργανισμοί αυτοί ωστόσο δεν τρώνε με την ίδια… όρεξη στον βυθό. Εκεί, λόγω της έλλειψης οξυγόνου, η δραστηριότητά τους είναι μειωμένη και έτσι η βιοδιάσπαση του πετρελαίου, ιδιαίτερα όταν μιλούμε για μεγάλα βάθη, γίνεται σε γεωλογικούς χρόνους εκατονταετιών.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι περισσότεροι επιστήμονες ανησυχούν για την ποσότητα του πετρελαίου που θα κατακαθίσει στον πυθμένα του Σαρωνικού –επειδή θα μείνει εκεί επιβαρύνοντας τους βενθικούς οργανισμούς και διαταράσσοντας την ισορροπία των οικοσυστημάτων. Βεβαίως, όπως μας λέει ο κ. Καλογεράκης, αν τα νερά δεν είναι πολύ βαθιά, κάποιες ποσότητες οξυγόνου φθάνουν στον βυθό, οπότε αν και σε βραδύτερους ρυθμούς, η βιοδιάσπαση λειτουργεί. Και αυτή είναι συνήθως ο μόνος παράγοντας απορρύπανσης γιατί η χρήση μηχανικών μέσων –η αφαίρεση π.χ. της επιφάνειας των ιζημάτων ή των χαλικιών –αποφεύγεται, καθώς τις περισσότερες φορές κρίνεται ότι θα διαταράξει περισσότερο τα πράγματα.
Αντιθέτως στις παραλίες και στα βράχια των ακτών το πλύσιμο με ατμό και η αφαίρεση της άμμου και των χαλικιών που έχουν επικαλυφθεί με πετρέλαιο επιβάλλεται για να αποφευχθεί η περαιτέρω ρύπανση. Τα υλικά που απομακρύνονται μπορεί να πλυθούν και να επιστραφούν στη θέση τους ή, αν η ρύπανση είναι εκτεταμένη, να απομακρυνθούν ως τοξικά απόβλητα.
Ποιοι ρυπαίνουν περισσότερο;

Οι πετρελαιοκηλίδες έχουν και αυτές τις διαβαθμίσεις τους και το μέγεθος – όπως και η έκταση της καταστροφής που επιφέρουν στο περιβάλλον – μετριέται με την ποσότητα του πετρελαίου που χύνεται στη θάλασσα. Οταν η διαρροή είναι μέχρι τους 7 τόνους η πετρελαιοκηλίδα θεωρείται μικρή, από τους 7 έως τους 700 τόνους είναι μεσαία και από τους 700 τόνους και πάνω κρίνεται μεγάλη. Σύμφωνα με το υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας, το οποίο ανακοίνωσε ότι η διαρροή αντιστοιχεί στο 5% του φορτίου του «Αγία Ζώνη II» (135 τόνοι), αλλά και με βάση άλλες, πολύ πιο υψηλές εκτιμήσεις, η πετρελαιοκηλίδα του Σαρωνικού θα πρέπει να βρίσκεται στη μεσαία κλίμακα, ίσως προς το ανώτερο όριό της, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η οικολογική καταστροφή στις ακτές της Αττικής δεν είναι μεγάλη.

Παρ’ όλα αυτά οι μεσαίες και μεγάλες πετρελαιοκηλίδες, αν και προσελκύουν τα φώτα της δημοσιότητας, δεν αποτελούν την υπ’ αριθμόν ένα αιτία πετρελαϊκής ρύπανσης στις θάλασσές μας. «Αυτό που δεν ξέρει ο κόσμος είναι ότι από τις μεσαίες και μεγάλες πετρελαιοκηλίδες το συνολικό πετρέλαιο που μπαίνει στη θάλασσα είναι κάτω από το 10% του συνολικού» λέει ο Νικόλαος Καλογεράκης, καθηγητής στο Πολυτεχνείο Κρήτης. «Το 90% του πετρελαίου που μπαίνει στο θαλάσσιο περιβάλλον μπαίνει από μικρές διαρροές. Μέχρι 7 τόνους. Και αυτό συμβαίνει συνεχώς».
Από τη δεκαετία του 1970, οπότε ξεκίνησαν οι μετρήσεις, και καθώς ο κόσμος άρχισε να ευαισθητοποιείται και οι κανονισμοί για την ασφάλεια των πλοίων και των πετρελαϊκών εγκαταστάσεων άρχισαν να γίνονται αυστηρότεροι, τα ατυχήματα με μεγάλες και μεσαίες πετρελαιοκηλίδες μειώνονται συνεχώς. Αντιθέτως, όπως αναφέρει ο καθηγητής, οι μικρές διαρροές, με τις οποίες συνήθως δεν ασχολείται και κανείς, συνεχίζονται αμείωτες.
Σωτήρια βακτήρια

Οι μικροοργανισμοί που τρώνε το πετρέλαιο είναι λίγο… επιλεκτικοί στο φαγητό τους: το προτιμούν «διαλυμένο» στο νερό, σε πολύ μικρά σταγονίδια. Επίσης, δεν το τρώνε… ξεροσφύρι, όπως συνηθίζει να λέει ο Νικόλαος Καλογεράκης στους φοιτητές του στο Πολυτεχνείο Κρήτης. Εκτός από το οξυγόνο, χρειάζονται μαζί άζωτο και φωσφόρο. Για να ικανοποιηθεί η πρώτη τους απαίτηση – και άρα να ενισχυθούν η παρουσία και η δραστηριότητά τους ώστε το πετρέλαιο να διασπαστεί πιο γρήγορα από τους μικροοργανισμούς, χρησιμοποιούνται τα διασκορπιστικά χημικά, τα οποία κάνουν γαλακτωματοποίηση με τον «καλό» τρόπο: γαλακτωματοποιούν το πετρέλαιο σε σταγονίδια μέσα στο νερό (και όχι το νερό μέσα στο πετρέλαιο, όπως συμβαίνει με τις θαλάσσιες διεργασίες στις πετρελαιοκηλίδες).

Ωστόσο ορισμένα από τα συστατικά αυτών των χημικών είναι ελαφρώς τοξικά ενώ παράλληλα υπάρχει ένα ανοιχτό ζήτημα σχετικά με το αν το πετρέλαιο που έχει μετατραπεί σε μικρά σταγονίδια μπορεί πλέον να περάσει στην τροφική αλυσίδα (π.χ. στα ψάρια). Ετσι, η τελευταία τάση είναι στην αναζήτηση βιολογικών τρόπων για την ενίσχυση των πετρελαιοφάγων μικροοργανισμών και ο κ. Καλογεράκης με την ομάδα του ήταν πρόσφατα επικεφαλής σε ένα σχετικό ευρωπαϊκό πρόγραμμα, γνωστό ως KILL*SPILL. «Κοιτάξαμε ακόμη και καινούργιους διασκορπιστές οι οποίοι δεν έχουν μέσα χημικά αλλά έχουν μόνο βιολογικά προϊόντα – βιοτασιενεργές ουσίες τις οποίες παράγουν τα ίδια τα βακτήρια για να φάνε το πετρέλαιο» λέει ο καθηγητής.

Οι μέθοδοι αυτές, όπως και η χρήση αζώτου και φωσφόρου με ολεοφιλικές ιδιότητες που «κολλούν» στο πετρέλαιο και δεν διασκορπίζονται στο περιβάλλον αλλά τρώγονται από τα βακτήρια, αποδείχθηκαν αποτελεσματικές και πολλά υποσχόμενες. Προς το παρόν ωστόσο οι βιοτασιενεργές ουσίες δεν χρησιμοποιούνται. Οχι για τον φόβο του ευτροφισμού, ο οποίος όπως λέει ο κ. Καλογεράκης αποφεύγεται από τη στιγμή που δρουν στοχευμένα ενώ παράλληλα τα πετρελαιοφάγα βακτήρια, όσο και αν πολλαπλασιαστούν, όταν λείψει το πετρέλαιο μειώνονται αμέσως. Ο λόγος είναι το κόστος, καθώς τα μείγματα με βιοτασιενεργές ουσίες είναι πολύ ακριβά. Τα «σκέτα» μείγματα ολεοφιλικών ενώσεων αζώτου και φωσφόρου είναι ακριβότερα από τα συνήθη λιπάσματα, αλλά όχι απαγορευτικά.
Αξίζει πάντως να θυμόμαστε ότι, όση όρεξη και αν έχουν, οι μικροοργανισμοί δεν μπορούν να φάνε όλα τα συστατικά του πετρελαίου, ιδιαίτερα όταν το πετρέλαιο είναι πολύ βαρύ όπως το μαζούτ. Κάποια υπολείμματα μένουν και σχηματίζουν τα κομμάτια πίσσας που πιάνουν στα δίχτυα τους οι ψαράδες ή μας ενοχλούν στις ακτές.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ