Η γενική αναισθησία που «συνοδεύει» τις χειρουργικές επεμβάσεις μπορεί να… αποσυντονίσει σοβαρά τον εγκέφαλο ακόμη και για πέντε ημέρες, σύμφωνα με μια νέα μελέτη. Ερευνητές από το City του Λονδίνου, το Πανεπιστήμιο του Λονδίνου και το University College του Λονδίνου εξέτασαν τις βλάβες που προκαλεί στον εγκέφαλο η έλλειψη οξυγόνου εξαιτίας της γενικής αναισθησίας στο πλαίσιο μιας… προσομοίωσης που αφορούσε πείραμα σε άτομα τα οποία έκαναν ορειβασία στο Εβερεστ και εξαιτίας αυτού εμφάνιζαν υποξία στον εγκέφαλο.


Παρατεταμένη μείωση των γνωστικών ικανοτήτων

Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι οι γνωστικές ικανότητες των συμμετεχόντων στο πείραμα μειώνονταν για μια σημαντική περίοδο χρόνου μετά την κατάβαση από το βουνό. Εκτιμούν ότι τα ευρήματά τους μπορούν να δώσουν μια εξήγηση στο γιατί πολλά άτομα δυσκολεύονται να επιστρέψουν στην εργασία τους και να είναι αποδοτικά έπειτα από μια επέμβαση στην οποία είχαν λάβει γενική αναισθησία. Και αυτό διότι μία από τις παρενέργειες της λήψης αναισθητικών φαρμάκων είναι οι βλάβες εξαιτίας υποξίας του εγκεφάλου –εξαιτίας δηλαδή της μη επαρκούς οξυγόνωσης του εγκεφάλου κατά τη διάρκεια της επέμβασης.
Τα συμπτώματα που εμφανίζονται συνήθως σε ένα στα πέντε άτομα που λαμβάνουν γενική αναισθησία περιλαμβάνουν δύσπνοια, υψηλή αρτηριακή πίεση και σύγχυση. Η νέα μελέτη δείχνει για πρώτη φορά πως αυτού του είδους τα συμπτώματα μπορεί να διαρκέσουν πολύ περισσότερο από ό,τι πιστευόταν ως σήμερα.
Η ερευνητική ομάδα συνέλεξε ορειβάτες προκειμένου να εξετάσει την έλλειψη οξυγόνου στον εγκέφαλο. Οι επιστήμονες είδαν ότι εμφανίστηκε σημαντική μείωση των νοητικών ικανοτήτων στους συμμετέχοντες στην κατάβαση από την κορυφή του Εβερεστ όπου τα επίπεδα οξυγόνου είναι στο ένα τρίτο σε σύγκριση με εκείνα που επικρατούν στο επίπεδο της θάλασσας. Μετά την κατάβαση, οι 198 ορειβάτες που μελετήθηκαν απέτυχαν περίπου στο 20% των νευροψυχολογικών τεστ στα οποία είχαν επιτύχει προτού ξεκινήσει η ανάβαση στο βουνό, σημειώνεται στη σχετική μελέτη που δημοσιεύθηκε στην ανοιχτή επιστημονική πλατφόρμα PLoS ONE. Τα νευροψυχολογικά τεστ αφορούσαν τη μνήμη, τη γλώσσα αλλά και την προσοχή.


Τεστ σε διαφορετικά υψόμετρα

Μάλιστα οι συμμετέχοντες πέρασαν από αυτά τα τεστ σε διαφορετικά υψόμετρα. Στο επίπεδο της θάλασσας πριν από την ανάβαση στο βουνό, σε υψόμετρο 3.500 μέτρων, σε υψόμετρο 5.300 μέτρων, καθώς και σε υψόμετρο 1.300 μέτρων κατά την κατάβασή τους. Στο πλαίσιο της μελέτης υπήρχε και ομάδα ελέγχου η οποία παρέμεινε στο επίπεδο της θάλασσας κατά το ίδιο χρονικό διάστημα και υποβλήθηκε στα ίδια τεστ.
Ηταν χαρακτηριστικό ότι η επίδραση της έλλειψης οξυγόνου στον εγκέφαλο μετά την κατάβαση από το Εβερεστ διήρκεσε πέντε ημέρες. Σύμφωνα μάλιστα με τους επιστήμονες, το γεγονός ότι η έλλειψη οξυγόνου έχει τόσο παρατεταμένη επίδραση στον εγκέφαλο μπορεί να δώσει μια εξήγηση στο γιατί περισσότερα άτομα πεθαίνουν κατά την κατάβαση από το Εβερεστ παρά κατά την ανάβαση σε αυτό.
Ενας από τους κύριους συγγραφείς της μελέτης, ο καθηγητής Στάντον Νιούμαν, κοσμήτορας της Σχολής Επιστημών Υγείας στο City, πιστεύει ότι κάτι παρόμοιο πιθανώς συμβαίνει όταν ένα άτομο λαμβάνει αναισθητικά φάρμακα στο πλαίσιο επέμβασης. «Γνωρίζουμε ότι ένας σεβαστός αριθμός ανθρώπων που επιστρέφουν στην εργασία τους έπειτα από μια επέμβαση αντιμετωπίζει γνωστικά προβλήματα, ωστόσο μέχρι σήμερα δεν ήταν σαφές τι προκαλούσε τα προβλήματα αυτά» ανέφερε ο καθηγητής στη βρετανική εφημερίδα «The Telegraph». Προσέθεσε ότι «η φθίση των νοητικών ικανοτήτων συνεχιζόταν ακόμη και όταν τα άτομα που μελετήσαμε έλαβαν οξυγόνο και τα επίπεδα οξυγόνου στον οργανισμό τους επέστρεψαν στο φυσιολογικό».


Νέα γνώση και για τη διαχείριση χειρουργημένων ασθενών
Σημειώνεται ότι οι εθελοντές της μελέτης (60% άνδρες, 40% γυναίκες) είχαν μέσο όρο ηλικίας τα 45 έτη και συνελέγησαν από τον γενικό πληθυσμό.
«Η μελέτη αυτή σε υγιή άτομα που έφθασαν στην Κατασκήνωση Βάσης του Εβερεστ μας παρείχε χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με το πώς τα περιβάλλοντα με χαμηλά επίπεδα οξυγόνου επιδρούν στο ανθρώπινο σώμα και στον εγκέφαλο» είπε ο δρ Νιούμαν. Ο καθηγητής κατέληξε λέγοντας ότι «ελπίζουμε τα ευρήματα αυτά να μας προσφέρουν νέα γνώση και σχετικά με το πώς μπορούμε να αποκριθούμε στα γνωστικά προβλήματα που προκαλούνται από υποξία σε κλινικά περιβάλλοντα, κυρίως σε μεγαλύτερους σε ηλικία ασθενείς, με στόχο να παρέχουμε θεραπείες που θα ελαχιστοποιούν το εύρος και τη διάρκεια αυτών των προβλημάτων».

HeliosPlus