Το περασμένο καλοκαίρι εργάτες που έκαναν εργασίες αναπαλαίωσης στο ανάκτορο του Λάινε στο Ανόβερο της Γερμανίας «σκόνταψαν» σε ένα αναπάντεχο εύρημα. Ανακάλυψαν κάτω από το πάτωμα έναν σκελετό ο οποίος φαινόταν να βρίσκεται εκεί για πάρα πολύ καιρό. Στον πύργο αυτόν είχε εξαφανιστεί πριν από 322 χρόνια ο σουηδός κόμης Φίλιπ Κρίστοφ φον Κένιχσμαρκ και, καθώς όλοι οι ιστορικοί συμφωνούν στο ότι είχε δολοφονηθεί, ο σκελετός αυτός ίσως να προσφέρει λύση σε ένα «αστυνομικό μυστήριο» αιώνων. Παράλληλα, φέρνει ξανά στο φως μια διάσημη ερωτική ιστορία η οποία έληξε άδοξα με ένα τραγικό τέλος.
Πριγκιπικοί έρωτες

Στα τέλη του 17ου αιώνα ο κόμης Φίλιπ Κρίστοφ φον Κένιχσμαρκ ήταν ένας ωραίος, γοητευτικός νέος, με ιδιαίτερο ταλέντο στη στρατιωτική τέχνη και ιδιαίτερη επιτυχία στο γυναικείο φύλο. Είχε εγκαταλείψει την πατρίδα του, τη Σουηδία, και, αφού είχε πολεμήσει σε διάφορα μέρη της Ευρώπης, είχε βρεθεί στον στρατό του Ερνέστου Αυγούστου, πρίγκιπα εκλέκτορα του Ανοβέρου. Ο Κένιχσμαρκ ήταν γενικώς ένας άνδρας που οι σύγχρονοί του θα ονόμαζαν «τυχοδιώκτη»: πήγαινε από το ένα μέρος στο άλλο και από γυναίκα σε γυναίκα, χωρίς να ριζώνει πουθενά. Η τυχοδιωκτική ζωή του όμως «κόπηκε με το μαχαίρι» όταν συνάντησε τη Σοφία Δωροθέα, πριγκίπισσα του Τσέλε και σύζυγο του Γεωργίου Λουδοβίκου, τότε δούκα του Μπρούνσβικ-Λίνεμπουργκ, ο οποίος το 1708 έγινε πρίγκιπας εκλέκτορας του Ανοβέρου και το 1714 βασιλιάς της Αγγλίας ως Γεώργιος Α’ (ιδρυτής του οίκου του Ανοβέρου ο οποίος μετεξελίχθηκε στον σημερινό οίκο του Ουίνδσορ).
Ο Κένιχσμαρκ και η Σοφία Δωροθέα είχαν γνωριστεί όταν ήταν σχεδόν παιδιά, στον πατρικό της πύργο, στο Τσέλε, και είχαν τότε ένα αθώο φλερτ (είχαν μάλιστα χαράξει σε ένα παράθυρο του ανακτόρου τα ονόματά τους μαζί με τη φράση «μη με λησμόνει»). Το ειδύλλιο αυτό δεν είχε όμως συνέχεια. Η Σοφία Δωροθέα, μοναχοκόρη του Γεωργίου Γουλιέλμου, δούκα του Μπρούνσβικ-Λίνεμπουργκ, προοριζόταν λίγο αργότερα να παντρευτεί τον τότε μέλλοντα βασιλιά της Σουηδίας. Το «προξενιό» αυτό χάλασε ύστερα από πιέσεις της θείας της, της Σοφίας του Ανοβέρου, η οποία για πολιτικούς και οικονομικούς λόγους εξασφάλισε το χέρι της νεαρής πριγκίπισσας για τον γιο της, τον Γεώργιο Λουδοβίκο.


Δυστυχισμένος γάμος

Η Σοφία Δωροθέα δεν ήθελε με τίποτε αυτόν τον γάμο. Λέγεται ότι όταν της παρουσίασαν σε μινιατούρα το πορτρέτο του πρώτου εξαδέλφου και μέλλοντα συζύγου της το εκσφενδόνισε στον τοίχο φωνάζοντας: «Δεν πρόκειται ποτέ να παντρευτώ αυτόν τον γουρουνομούρη!» (αυτό ήταν το παρατσούκλι του Γεωργίου Λουδοβίκου). Στην πρώτη συνάντηση με τη μέλλουσα πεθερά της λιποθύμησε, το ίδιο και όταν γνώρισε από κοντά τον υποψήφιο γαμπρό. Αυτό όμως δεν ήταν αρκετό για να αλλάξει την πορεία των πραγμάτων. Ετσι, βρέθηκε παντρεμένη με έναν άντρα ο οποίος την απεχθανόταν και μια πεθερά που τη μισούσε. Η Σοφία του Ανοβέρου υπήρξε ερωτευμένη με τον πατέρα της Σοφίας Δωροθέας και δεν του είχε συγχωρήσει ποτέ το γεγονός ότι ο Γεώργιος Γουλιέλμος αρνήθηκε το χέρι της και όλα τα μελλοντικά του αξιώματα (ήταν ο διάδοχος πρίγκιπας του Ανοβέρου) για να παντρευτεί την αγαπημένη του, μια κοινή θνητή, απόγονο ουγενότων ευγενών της Γαλλίας, αρχικά με μοργανατικό γάμο και αργότερα, προκειμένου η Σοφία Δωροθέα να πάψει να θεωρείται νόθο παιδί, με πλήρη θρησκευτικό γάμο.
Ενδεικτικό για τα αισθήματα που έτρεφε για τη νύφη της η Σοφία (η οποία όταν ο Γεώργιος Γουλιέλμος την απέρριψε παντρεύτηκε τον αδελφό του) είναι ένα γράμμα που έγραψε σε μια ανιψιά της δικαιολογώντας την επιλογή της: «Εκατό χιλιάδες τάλιρα τον χρόνο είναι ένα ωραίο ποσό για την τσέπη μας, για να μη μιλήσουμε για μια όμορφη σύζυγο η οποία θα γίνει ταίρι του γιου μου, του Γεωργίου Λουδοβίκου, του πιο γουρουνοκέφαλου, πεισματάρικου αγοριού που έζησε ποτέ, που έχει γύρω από το μυαλό του μια τόσο χοντρή πέτσα που βάζω στοίχημα ότι κανένας άντρας ή γυναίκα δεν μπορεί να ανακαλύψει τι έχει εκεί μέσα. Ο ίδιος δεν νοιάζεται και τόσο για αυτό καθαυτό το ταίρι, αλλά εκατό χιλιάδες τάλιρα τον χρόνο τον γοήτευσαν, όπως θα γοήτευαν τον καθέναν».

Ατυχοι εραστές

Ο δούκας πραγματικά δεν νοιάστηκε ποτέ για τη Σοφία Δωροθέα, παρά το γεγονός ότι η νεαρή πριγκίπισσα εθεωρείτο κατά γενική ομολογία όμορφη, καλλιεργημένη και τσαχπίνα. Εκτός από τις υποθέσεις του και το κυνήγι, αφιέρωνε προκλητικά όλον τον χρόνο του στις ερωμένες του, χωρίς καν να τηρεί τα προσχήματα –οι κακές γλώσσες της εποχής έλεγαν δηκτικά ότι οι μοναδικές τρεις φορές που βρέθηκε κοντά στη σύζυγό του ήταν όταν απέκτησαν τα τρία παιδιά τους.
Η Σοφία Δωροθέα ήταν δυστυχής και η επανεμφάνιση του κόμη φον Κένιχσμαρκ ύστερα από τόσα χρόνια στην αυλή του πεθερού της τής φάνηκε σαν ένα θεόσταλτο δώρο που θα της πρόσφερε παρηγοριά. Αρχικά η σχέση τους ήταν καθαρά πλατωνική, σύντομα όμως εξελίχθηκε σε έναν φλογερό έρωτα, όπως αποκαλύπτει η μυστική αλληλογραφία που αντήλλασσαν επί δύο χρόνια. Σύμφωνα με αυτές τις επιστολές, το καλοκαίρι του 1694 το παράνομο ζευγάρι είχε πάρει σοβαρές αποφάσεις: θα έφευγαν κρυφά για να ζήσουν για πάντα μαζί. Ο Γεώργιος Λουδοβίκος έμαθε ωστόσο τα σχέδια των δύο εραστών και τα πράγματα πήραν άσχημη τροπή. Τη νύχτα της προγραμματισμένης φυγής η Σοφία Δωροθέα περίμενε μάταια τον Φίλιπ Κρίστοφ, ο οποίος όχι μόνο δεν εμφανίστηκε στο ραντεβού, αλλά έκτοτε εξαφανίστηκε από προσώπου γης. Καθώς πολλοί είχαν δει τον 29χρονο κόμη να φθάνει στον πύργο, η κοινή παραδοχή ήταν ότι ο οργισμένος δούκας φρόντισε να βγάλει τον εραστή τής συζύγου του από τη μέση. Η τιμωρία της Σοφίας Δωροθέας ήταν πολύ βαριά: για να απαλλαγεί από αυτήν εξακολουθώντας να «τσεπώνει» κάθε χρόνο τα 100.000 τάλιρα της προίκας της, ο Γεώργιος Λουδοβίκος την κατηγόρησε ως μοιχαλίδα και την έκλεισε στο κάστρο του Αλντεν στο Λίνεμπουργκ της Σαξονίας απαγορεύοντάς της κάθε επαφή με τον έξω κόσμο, ακόμη και με τα παιδιά της (λέγεται ότι ο εγκλεισμός της ήταν η αιτία για την οποία ο γιος της, μετέπειτα βασιλιάς Γεώργιος Β’ της Αγγλίας, έτρεφε μεγάλο μίσος για τον πατέρα του).
Η Σοφία Δωροθέα έζησε φυλακισμένη στο κάστρο επί 33 χρόνια, ώσπου άφησε την τελευταία της πνοή τον Αύγουστο του 1726 σε ηλικία 60 ετών. Ο Γεώργιος Λουδοβίκος, ο οποίος ήταν πλέον βασιλιάς της Αγγλίας, απαγόρευσε το πένθος στο Ανόβερο και στην Αγγλία και έγινε έξαλλος όταν έμαθε ότι η αυλή της κόρης του στο Βερολίνο φόρεσε μαύρα για να τιμήσει τον θάνατό της. Αρχικά το φέρετρό της τοποθετήθηκε σε ένα υπόγειο του κάστρου του Αλντεν αλλά τον Μάιο του 1727 μεταφέρθηκε κρυφά στο Τσέλε, όπου τάφηκε δίπλα στους γονείς της. Τόσο στον τάφο της στο Τσέλε όσο και στο κάστρο του Αλντεν πολλοί επισκέπτες εξακολουθούν σήμερα να αφήνουν λουλούδια εις μνήμην της τραγικής πριγκίπισσας.


Φόνος χωρίς πτώμα

Παρά το γεγονός ότι η τύχη της Σοφίας Δωροθέας είναι γνωστή, δεν ισχύει το ίδιο για εκείνη του Φίλιπ Κρίστοφ φον Κένιχσμαρκ. Η δολοφονία του θεωρείται βέβαιη –αρκετοί φρουροί του ανακτόρου του Λάινε αλλά και μια από τις ερωμένες του Γεωργίου Λουδοβίκου, η κόμισσα Φον Πλάτεν, ομολόγησαν κατά τις τελευταίες στιγμές τους ότι είχαν σχέση με τον θάνατό του. Το πτώμα του ωστόσο δεν βρέθηκε ποτέ. Κάποιοι την εποχή εκείνη είχαν πει ότι μπορεί να πετάχτηκε στο ποτάμι ή να θάφτηκε κάπου έξω από τον πύργο, θέση την οποία υιοθέτησαν αργότερα και οι ιστορικοί. Η ανακάλυψη του σκελετού από τους εργάτες το περασμένο καλοκαίρι αναδεικνύει τώρα μια νέα εκδοχή: ότι ίσως είχε κρυφτεί επιμελώς με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο κάτω από το πάτωμα του πύργου! Οι αναλύσεις που έχουν γίνει ως τώρα από ερευνητές του Πανεπιστημίου του Λουντ στη Σουηδία τόσο στα οστά όσο και στους ιστούς που έχουν βρεθεί έχουν δείξει ότι ο σκελετός έχει ηλικία αιώνων, αλλά η αιτία θανάτου δεν έχει εξακριβωθεί. Προκειμένου να διαπιστωθεί αν όντως πρόκειται για τον «εξαφανισμένο» κόμη οι επιστήμονες προσπαθούν αυτή τη στιγμή να εξαγάγουν DNA από τα οστά ώστε να το συγκρίνουν με εκείνο των εν ζωή απογόνων του Κένιχσμαρκ. Παράλληλα οι ειδικοί μελετούν εκ νέου τις περίπου 300 επιστολές από την εξαιρετικά πλούσια αλληλογραφία των δύο εραστών που έχει στην κατοχή του το Πανεπιστήμιο του Λουντ. Ετσι, ίσως σύντομα δούμε να εξιχνιάζονται ένας μυστηριώδης φόνος και μια εξαφάνιση τριακοσίων και πλέον ετών.

HeliosPlus