Δεν τα βλέπουμε, όμως είναι εκεί, αρνούνται να εξαφανιστούν και πολλαπλασιάζονται διαρκώς. Τα πλαστικά αποτελούν με εντυπωσιακή διαφορά τα κυρίαρχα απορρίμματα στους βυθούς των θαλασσών μας συνιστώντας μία από τις μεγαλύτερες περιβαλλοντικές απειλές στον 21ο αιώνα. Σχετικά πρόσφατα μάθαμε ότι δεν είναι αναλλοίωτα αλλά κατακερματίζονται σε μικροσκοπικά κομμάτια που βρίσκονται παντού, ως και στα στομάχια των θαλάσσιων οργανισμών. Ακόμη ωστόσο δεν γνωρίζουμε πολλά γύρω από αυτά και κυρίως πώς και σε πόσο χρόνο αποδομούνται στο θαλάσσιο περιβάλλον. Η πρώτη παγκοσμίως μελέτη που εξετάζει την αλλοίωση πλαστικών μπουκαλιών PET σε πραγματικές συνθήκες στη θάλασσα φέρει ελληνική υπογραφή και μαζί εκπλήξεις και ανατροπές. Τα ευρήματα, συνοδευόμενα από όλα τα τελευταία στοιχεία για την παρουσία των πλαστικών στις ελληνικές θάλασσες, στις σελίδες που ακολουθούν.

Τα σκουπίδια στις παραλίες τα βλέπουμε γύρω μας και συχνά φροντίζουμε να τα απομακρύνουμε. Τι γίνεται όμως με τα σκουπίδια που δεν μένουν «ορατά» στη στεριά αλλά παρασύρονται στη θάλασσα και καταλήγουν στον βυθό; Εδώ βουτάμε πραγματικά σε βαθιά νερά καθώς οι επιπτώσεις από τα απορρίμματα αυτά μόλις τις τελευταίες δεκαετίες έχουν αρχίσει να γίνονται αισθητές και να μελετώνται από τους επιστήμονες. Ο μεγάλος πρωταγωνιστής αλλά και ο μεγάλος άγνωστος εδώ είναι το πλαστικό. Το υλικό που τον περασμένο αιώνα κατέκλυσε κυριολεκτικά τη ζωή μας κατακλύζει επίσης τις θάλασσές μας. Κυριαρχεί με διαφορά στα θαλάσσια απορρίμματα και, όπως αποδεικνύεται, δεν είναι τελικά τόσο «αναλλοίωτο» όσο νομίζαμε.

Αντιθέτως, τα αντικείμενα από πλαστικό όταν βρεθούν εκτεθειμένα στο περιβάλλον με τον χρόνο και κυρίως λόγω της ηλιακής ακτινοβολίας και της μηχανικής καταπόνησης από τον άνεμο και τα κύματα αλλοιώνονται και κατακερματίζονται σε μικρότερα κομμάτια. Ετσι δημιουργούνται τα μικροπλαστικά, μια νέα απειλή για τον πλανήτη που ανακαλύψαμε στον 21ο αιώνα. Το πρόβλημα είναι ότι οι επιστήμονες δεν γνωρίζουν ακόμη με σαφήνεια πώς και σε πόσο χρόνο αλλοιώνονται και αποδομούνται τα διάφορα είδη πλαστικών στο θαλάσσιο περιβάλλον.
Ελληνική πρωτιά
Μια ομάδα ελλήνων ερευνητών από το Πανεπιστήμιο Πατρών και το Ελληνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ) έρχεται να βοηθήσει σε αυτό διεξάγοντας την πρώτη παγκοσμίως μελέτη η οποία εξετάζει την αλλοίωση πλαστικών PET –δηλαδή, πλαστικών μπουκαλιών –που έχουν παραμείνει για χρόνια στον θαλάσσιο βυθό. Τα αποτελέσματά τους, τα οποία δημοσιεύθηκαν στην επιθεώρηση «Scientific Reports» του ομίλου Nature, έγιναν δεκτά με ιδιαίτερο ενδιαφέρον από την επιστημονική κοινότητα, όχι μόνο γιατί είναι τα πρώτα του είδους αλλά και επειδή φέρνουν εκπλήξεις και ανατροπές: μειώνουν κατά δεκαετίες τον χρόνο που ως τώρα εθεωρείτο ότι μπορεί να «αντέξει» ένα μπουκάλι μέσα στη θάλασσα, ενώ παράλληλα ανακαλύπτουν άγνωστες αλλοιώσεις που κανείς ως τώρα δεν περίμενε να δει.

«Η μελέτη μας θεωρήθηκε σημαντική για δύο λόγους. Πρώτον, επειδή είναι η πρώτη φορά που γίνονται αναλύσεις σε πλαστικά μπουκάλια τα οποία συλλέχθηκαν από τον πυθμένα της θάλασσας, σε βαθιά νερά –δεν κάναμε, δηλαδή, αναλύσεις σε εργαστηριακό δείγμα, όπως γινόταν ως τώρα, αλλά εξετάσαμε τη φυσική αποδόμηση των δειγμάτων στο θαλάσσιο περιβάλλον»
εξηγεί στο «Βήμα» ο καθηγητής Γεώργιος Παπαθεοδώρου από το Εργαστήριο Θαλάσσιας Γεωλογίας και Ωκεανογραφίας του Τμήματος Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Πατρών, επικεφαλής της μελέτης. «Ο δεύτερος λόγος είναι ότι οι αναλύσεις μας δείχνουν πως η επιφάνεια του πλαστικού αποδομείται πολύ πιο γρήγορα από ό,τι πίστευαν ως τώρα οι ερευνητές που είχαν κάνει πειραματική δουλειά στο εργαστήριο, σε κλειστό και σταθερό περιβάλλον. Ενώ η βιβλιογραφία έλεγε ότι το PET παραμένει σταθερό πάνω από 30, 40 ή και 50 χρόνια, εμείς δείξαμε ότι η επιφάνειά του αρχίζει να αποδομείται και να εμφανίζει σημαντικές αλλοιώσεις περίπου στα 15 χρόνια».
«Κλειδί» η ημερομηνία λήξης
Πώς οι έλληνες επιστήμονες κατόρθωσαν να κάνουν κάτι που κανείς δεν είχε κάνει ως τώρα; Το βασικό πρόβλημα που εμποδίζει τη μελέτη των πλαστικών σε πραγματικές συνθήκες και την περιορίζει στο εργαστήριο είναι ότι οι ερευνητές δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν για πόσο διάστημα είναι εκτεθειμένο ένα πλαστικό αντικείμενο στο περιβάλλον. Η ελληνική μελέτη αποτέλεσε μέρος μιας μεγαλύτερης έρευνας για τα θαλάσσια απορρίμματα που διεξήγαγε μια διεπιστημονική ομάδα από το Πανεπιστήμιο Πατρών και το ΕΛΚΕΘΕ(*) στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος Perseus και της διδακτορικής διατριβής του Χρήστου Ιωακειμίδη, ο οποίος είναι και ο κύριος συγγραφέας της δημοσίευσης στο «Scientific Reports».
Εχοντας στα χέρια τους άφθονη «πρώτη ύλη» από τον βυθό του Σαρωνικού (από βάθος 200 μ.), οι επιστήμονες θέλησαν να βρουν έναν τρόπο ώστε να την αξιοποιήσουν για την εξέταση της αντοχής των πλαστικών. «Από την έρευνα που κάναμε συλλέξαμε πάρα πολλά πλαστικά αντικείμενα» εξηγεί στο «Βήμα» ο κ. Ιωακειμίδης. «Κυρίως βρήκαμε σακούλες, πολλές από αυτές κατακερματισμένες, και ακολούθως πλαστικά μπουκάλια. Επειδή όμως με τις σακούλες δεν είχαμε κάποιο στοιχείο ή ένδειξη που να μας κατευθύνει σχετικά με το πόσο καιρό ήταν στη θάλασσα, σκεφτήκαμε να «πατήσουμε» στην ημερομηνία λήξης που αναγράφεται στα μπουκάλια».
Πολύτιμα δείγματα
Η ιδέα ήταν λαμπρή αλλά όχι απλή στην εφαρμογή της αφού, λόγω της φωτοδιάσπασης, η ημερομηνία σβήνεται πολύ εύκολα. «Να φανταστείτε ότι από παραπάνω από 500 μπουκάλια μόνο σε περίπου δέκα βρίσκαμε ημερομηνία» λέει ο ερευνητής. «Επειδή όμως έγινε έρευνα και δειγματοληψία σε πολύ μεγάλη έκταση, είχαμε μεγάλο όγκο δεδομένων ώστε να ψάξουμε και να βρούμε τα κατάλληλα δείγματα». Τα πολύτιμα δείγματα αναλύθηκαν με τις μεθόδους της φασματομετρίας υπερύθρου φωτός και της ηλεκτρονικής μικροσκοπίας στο Τμήμα Χημείας του Πανεπιστημίου Πατρών. «Οι αναλύσεις έδειξαν ότι τα μπουκάλια PET παραμένουν στο θαλάσσιο περιβάλλον για περίπου 15 χρόνια με την επιφάνειά τους σχεδόν αναλλοίωτη. Μετά σταδιακά αυτή εμφανίζεται διαφορετική και σε πολλές περιπτώσεις σημαντικά αλλοιωμένη» μας εξηγεί η Χρυσή Καραπαναγιώτη, επίκουρη καθηγήτρια στο Εργαστήριο Χημείας Περιβάλλοντος του Τμήματος Χημείας του Πανεπιστημίου Πατρών και συντονίστρια της μελέτης.
Παρά το γεγονός ότι αυτό δεν φαινόταν μακροσκοπικά (όταν τα έβλεπε, δηλαδή, κάποιος με γυμνό μάτι), οι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι η χημική σύσταση της επιφάνειας των μπουκαλιών μετά τα 15 χρόνια παραμονής στη θάλασσα είχε αλλοιωθεί σημαντικά και σε πολλές περιπτώσεις εμφάνιζε χαρακτηριστικά τα οποία δεν είναι αντιπροσωπευτικά των PET και παρατηρούνται για πρώτη φορά. «Ακόμη και σε επιστήμονες που είναι ειδικοί στα πολυμερή φάνηκε περίεργο το πώς έχει αλλάξει η επιφάνειά τους» λέει η κυρία Καραπαναγιώτη. Τι μπορεί να σημαίνει αυτό; «Αλλάζοντας έτσι το υλικό ενδέχεται να έχει διαφορετική αλληλεπίδραση με μικροοργανισμούς ή τους ρύπους που μπορεί να βρει στο περιβάλλον, ενδεχομένως να μπορεί να προσροφήσει κάποιους άλλους ρύπους που κανονικά δεν θα προσροφούσε αν δεν είχε αλλοιωθεί» εξηγεί η επίκουρη καθηγήτρια, προσθέτοντας πως η απάντηση σε αυτό το ερώτημα απαιτεί περαιτέρω μελέτες.
Πού PETάμε μπουκάλια
Οπως έδειξαν οι έρευνες που έχουν γίνει στον βυθό διαφόρων θαλάσσιων περιοχών της Ελλάδας από τους ερευνητές του Πανεπιστημίου Πατρών και του ΕΛΚΕΘΕ στο πλαίσιο του προγράμματος Perseus, του οποίου επικεφαλής είναι ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, διευθυντής Ερευνών στο ΕΛΚΕΘΕ, τα πλαστικά κυριαρχούν στα θαλάσσια απορρίμματα και η παρουσία τους βαίνει αυξανόμενη. Στον Σαρωνικό, ο οποίος εμφάνισε τη μεγαλύτερη πυκνότητα θαλάσσιων απορριμμάτων στην Ελλάδα με μέση τιμή τα 930 αντικείμενα ανά τ.χλμ. (οι ακραίες τιμές έφθασαν τα 3.428 αντικείμενα ανά τ.χλμ. στον Δυτικό Σαρωνικό και τα 4.796 στον Ανατολικό Σαρωνικό), η αναλογία των πλαστικών άγγιξε το 95%. Από αυτά περίπου το 10% ήταν πλαστικά μπουκάλια PET, τα οποία αποτελούν το δεύτερο κυρίαρχο πλαστικό στις ελληνικές θάλασσες μετά τις πλαστικές σακούλες.
Αμέσως επόμενο σε επιβάρυνση ήρθε το Βόρειο Ιόνιο και οι ακτές της Κέρκυρας, που μελετώνται στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος DeFishGear με κύρια ερευνήτρια τη Χριστίνα Ζέρη από το ΕΛΚΕΘΕ: η πυκνότητα εδώ ήταν 820 αντικείμενα ανά τ.χλμ., με τα πλαστικά σε αναλογία 91% και τα PET σε ποσοστό 8-10% εξ αυτών. Επόμενος στη λίστα ήταν ο Πατραϊκός Κόλπος με πυκνότητα 641 αντικείμενα ανά τ.χλμ., πλαστικά 60% και PET 9%, ενώ ο γειτονικός του Κόλπος των Εχινάδων, με πυκνότητα 416 αντικείμενα ανά τ.χλμ. και πλαστικά 67,5%, εμφάνισε το υψηλότερο ποσοστό PET με 16,5% (στατιστική ανάλυση των ερευνητών δείχνει ότι αυτό οφείλεται στην έντονη θαλάσσια δραστηριότητα και συγκεκριμένα στα σκάφη –αναψυχής, εμπορικά, επιβατηγά και αλιευτικά). Στον Αργολικό Κόλπο, τέλος, όπου η πυκνότητα των θαλάσσιων απορριμμάτων ήταν 360 αντικείμενα ανά τ.χλμ. και η αναλογία των πλαστικών 67%, τα PET απαντήθηκαν στο μικρότερο ποσοστό, στο 3%.
Περιβαλλοντική απειλή
«Η διεθνής επιστημονική κοινότητα θεωρεί ότι η παρουσία των θαλασσίων απορριμμάτων και ιδιαίτερα των πλαστικών στο θαλάσσιο περιβάλλον είναι ένα από τα μεγαλύτερα περιβαλλοντικά προβλήματα του 21ου αιώνα. Χαρακτηριστικά δε σας αναφέρω ότι οι G7, ένα κατά κύριο λόγο πολιτικό γκρουπ, συμπεριέλαβαν για πρώτη φορά ένα περιβαλλοντικό θέμα (τα θαλάσσια απορρίμματα) σε ψήφισμά τους φέρνοντάς το σε επίπεδο απειλής στα αντίστοιχα επίπεδα του ιού Εμπολα» επισημαίνει ο κ. Παπαθεοδώρου.
Τα πλαστικά ευθύνονται για τον θάνατο εκατοντάδων χιλιάδων θαλάσσιων θηλαστικών και πτηνών που τα καταπίνουν ή μπλέκονται σε αυτά κάθε χρόνο αλλά έχουν και άλλες σοβαρές συνέπειες που δεν είναι άμεσα ορατές. Οπως αναφέρει ο καθηγητής, όταν συσσωρεύονται σε μεγάλες ποσότητες στον βυθό κλειστών κόλπων δημιουργούν τεχνητά σκληρά υποστρώματα, με αποτέλεσμα να αλλάζουν τα οικοσυστήματα του βυθού. Επίσης ανάλογη ανισορροπία προκαλείται από το γεγονός ότι μέσω αυτών «ταξιδεύουν» μέσα στην υδάτινη στήλη θαλάσσιοι οργανισμοί φθάνοντας σε περιοχές στις οποίες δεν θα έφθαναν ποτέ υπό άλλες συνθήκες. «Το πιο σημαντικό όμως» τονίζει «είναι ότι τα πλαστικά δεν παραμένουν αναλλοίωτα στο θαλάσσιο περιβάλλον. Κατακερματίζονται και δημιουργούν τεράστιες ποσότητες μικροπλαστικών με μεγαλύτερες περιβαλλοντικές επιπτώσεις από τα αρχικά πλαστικά».
Για όλους τους παραπάνω λόγους ο κ. Παπαθεοδώρου θεωρεί ότι έχουμε να κάνουμε με ένα πάρα πολύ σημαντικό πρόβλημα το οποίο πρέπει να αντιμετωπίσουμε άμεσα, αν και δεν αναμένει θεαματικές λύσεις. «Θεωρώ ότι έχουμε μικρές δυνατότητες να παρέμβουμε πλέον» λέει. «Δυστυχώς, ακόμη και αν σήμερα σταματούσε η παραγωγή των πλαστικών, η πλήρης εξαφάνισή τους από το θαλάσσιο περιβάλλον θα ήταν αδύνατη, ενώ οι ποσότητες μικροπλαστικών βρίσκονται σε συνεχή αύξηση».
(*) Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από την επίκουρη καθηγήτρια Χρ. Καραπαναγιώτη και την ερευνήτρια Κ. Φωτοπούλου του Εργαστηρίου Χημείας Περιβάλλοντος του Τμήματος Χημείας του Πανεπιστημίου Πατρών, τον καθηγητή Γ. Παπαθεοδώρου και την επίκουρη καθηγήτρια Μ. Γεραγά του Εργαστηρίου Θαλάσσιας Γεωλογίας και Φυσικής Ωκεανογραφίας του Τμήματος Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Πατρών, τον δρα Χρ. Ιωακειμίδη, την κύρια ερευνήτρια Χρ. Ζέρη και τον διευθυντή Ερευνών Ε. Παπαθανασίου του Ινστιτούτου Ωκεανογραφίας του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ), ενώ σημαντική ήταν και η συμβολή του δρος Φρ. Γκαλγκανί του γαλλικού IFREMER.
Μικρά αλλά επικίνδυνα
Τα αόρατα μικροπλαστικά –μικροσκοπικά κομματάκια πολυμερών υλικών με διάμετρο μικρότερη των πέντε χιλιοστών –ανιχνεύθηκαν να επιπλέουν σε μεγάλες συγκεντρώσεις σε πολλές θάλασσες του πλανήτη εδώ και λίγο περισσότερο από μια δεκαετία και υπολογίζονται σε πάνω από 5 τρισ. αντικείμενα παγκοσμίως. Για τον λόγο αυτόν αποτελούν αντικείμενο μελέτης των επιστημόνων οι οποίοι προσπαθούν να διερευνήσουν τις συνέπειες που μπορεί να έχουν στο περιβάλλον και στη ζωή μας. «Σε επιστημονικό επίπεδο γνωρίζουμε πλέον ότι υπάρχουν μικροπλαστικά όχι μόνο στην επιφάνεια όπως νομίζει ο περισσότερος κόσμος αλλά σε όλη την υδάτινη στήλη και τώρα η έρευνα αιχμής εξετάζει και τα ιζήματα του πυθμένα» λέει ο δρ Χρήστος Ιωακειμίδης από το ΕΛΚΕΘΕ. «Οι επιδράσεις τους όμως στο θαλάσσιο περιβάλλον και στη θαλάσσια βιοποικιλότητα δεν είναι ακόμη ξεκάθαρες. Εχουμε κάποια στοιχεία αλλά θα χρειαστεί ακόμη χρόνος ώστε να εξελιχθούν οι μέθοδοι για να γνωρίζουμε περισσότερα».
Κάτι το οποίο θεωρείται δεδομένο από τους επιστήμονες είναι ότι τα μικροπλαστικά καταπίνονται ακούσια από τους θαλάσσιους οργανισμούς. «Στα ψάρια τα βρίσκουμε στο στομάχι των δειγμάτων που εξετάζουμε σε ένα ποσοστό 2%-4%» αναφέρει ο ερευνητής. «Η κατάποση των μικροπλαστικών αλλάζει τη φυσιολογική και μεταβολική δραστηριότητα των ψαριών, δημιουργεί αίσθημα κορεσμού με αποτέλεσμα να τρέφονται λιγότερο και να οδηγούνται στον θάνατο από ασιτία. Ωστόσο μέχρι τώρα δεν έχει αποδειχθεί ότι τα μικροπλαστικά περνούν και στους ιστούς των ψαριών. Αντιθέτως πολλοί αμφισβητούν ότι μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο καθώς τα ψάρια διαθέτουν προστατευτικά τοιχώματα που εμποδίζουν να περάσουν στους ιστούς τους μικρά μόρια όπως οι κόκκοι της άμμου».
Από τις μελέτες που έχουν γίνει στο εργαστήριο είναι γνωστό ότι τα διάφορα πλαστικά έχουν διαφορετικό χρόνο ζωής ανάλογα με τον τύπο και τη χρήση τους –άλλα είναι πιο ευαίσθητα και άλλα πιο ανθεκτικά, με αποτέλεσμα να παρατηρούνται αποκλίσεις από είδος σε είδος. Ακόμη και στα ίδια τα PET (τερεφθαλικό πολυαιθυλένιο) υπάρχουν διαφοροποιήσεις ανάλογα με τον τρόπο κατασκευής και τις προσμείξεις που μπορεί να υπάρχουν, τις οποίες όμως δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια. Σε γενικές γραμμές πάντως τα εν λόγω πολυμερή, τα οποία χρησιμοποιούνται ως επί το πλείστον στα μπουκάλια νερού και αναψυκτικών, θεωρείται ότι έχουν μεγαλύτερη διάρκεια ζωής από τα περισσότερα άλλα πλαστικά. Είναι πολύ πιο σκληρά και ανθεκτικά και η αποδόμησή τους απαιτεί πολύ περισσότερο χρόνο και πολύ πιο έντονες συνθήκες. Επειδή έχουν μεγαλύτερο ειδικό βάρος έχουν την τάση να καταβυθίζονται, γι’ αυτό και οι ερευνητές θεωρούν ότι περνούν το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής τους στον βυθό.
Ετσι στα επιπλέοντα μικροπλαστικά δεν υπάρχουν πολλά PET: συναντώνται σε ποσοστό μόλις 2%, όταν το πολυαιθυλένιο (πλαστικές σακούλες, δοχεία αποθήκευσης), το πολυπροπυλένιο (σχοινιά, καπάκια μπουκαλιών) και το πολυστυρένιο (πλαστικά σκεύη και δοχεία, φορητά ψυγεία, σημαδούρες) εμφανίζονται σε ποσοστά άνω του 40%. Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι τα «μικροPET» δεν είναι παρόντα στο θαλάσσιο περιβάλλον. Οπως μας λέει η επίκουρη καθηγήτρια Χρυσή Καραπαναγιώτη, «πρόσφατα το Εργαστήριο Χημείας Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Πατρών έλαβε από ξένους ερευνητές δείγματα από τα στομάχια νεοσσών γλάρων της Ανταρκτικής και ανάμεσα στα σωματίδια που είχαν καταπιεί υπήρχαν και μικροπλαστικά PET».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ