Το βιβλίο που βοήθησε να εντοπισθούν τα ενδιαφέροντα ναυάγια

Πώς μπορεί ένας καφές στο αίθριο ενός πολυτελούς ξενοδοχείου να οδηγήσει στα ναυάγια της Καραϊβικής και στους δακτυλίους των δέντρων και από εκεί στη βελτίωση των γνώσεών μας για το κλίμα του πλανήτη; Μπορεί, όταν τον πίνουν επιστήμονες ειδικοί στη δενδροχρονολόγηση, συζητώντας για το αντικείμενο της δουλειάς τους. Μια περί… ναυαγίων και δακτυλίων ανέμελη κουβεντούλα «γέννησε» μια λαμπρή ιδέα: συνδυάζοντας για πρώτη φορά αυτές τις δύο πηγές μια ομάδα ερευνητών κατόρθωσε να ανασυνθέσει χρονιά τη χρονιά το ιστορικό των τυφώνων της Αμερικής φθάνοντας πέντε και πλέον αιώνες πίσω, στην εποχή της ανακάλυψής της από τον Κολόμβο! Οι νέες πληροφορίες, οι οποίες αποκαλύπτουν ότι οι τυφώνες ήταν εντυπωσιακά λιγότεροι στη «χρυσή» εποχή των πειρατών της Καραϊβικής, όταν η θερμοκρασία της Γης ήταν σημαντικά μειωμένη, αναμένεται να προσφέρουν βελτιωμένα κλιματικά μοντέλα και καλύτερη πρόγνωση των τυφώνων.

Δέντρα, τυφώνες και ναυάγια


Ολα ξεκίνησαν πριν από μερικά χρόνια, το 2013, κατά τη διάρκεια του 2ου Αμερικανικού Συνεδρίου Δενδροχρονολόγησης στην Τουσόν της Αριζόνα. Σε ένα διάλειμμα τρεις σύνεδροι βρέθηκαν γύρω από το ίδιο τραπέζι. Ο Γκραντ Χάρλεϊ, από το Πανεπιστήμιο του Νότιου Μισισιπή στο Χάτισμπεργκ, ανέφερε ότι μελετούσε καταγραφές δακτυλίων δέντρων από τα νησιά Κιζ της Φλόριδας οι οποίες πήγαιναν πίσω ως το 1707. Καθώς η ανάπτυξη των δέντρων επιβραδύνεται στις χρονιές των τυφώνων, κάτι το οποίο αποτυπώνεται στους δακτυλίους, ο ερευνητής είχε δει ότι οι δακτύλιοι της Φλόριδας μπορούσαν να αποκαλύψουν σε ποιες συγκεκριμένες χρονιές είχαν σημειωθεί τυφώνες. Από την πλευρά της η Μάρτα Ντομίνγκεθ-Ντελμάς από το Πανεπιστήμιο του Σαντιάγο ντε Κομποστέλα στο Λούγο της Ισπανίας εξήγησε πώς βρίσκει πότε ναυπηγήθηκαν τα παλιά ισπανικά πλοία παίρνοντας δείγματα ξύλου από ναυάγια και χρονολογώντας τα.
Ακούγοντας τα όσα έλεγαν οι συνάδελφοί της η Βαλερί Τρουέ από το Πανεπιστήμιο της Αριζόνα αναρωτήθηκε αν οι πληροφορίες από τους δακτυλίους των δέντρων και τα ναυάγια θα μπορούσαν να συνδυαστούν για να δημιουργηθεί ένα ιστορικό των τυφώνων στην Καραϊβική. Η συστηματική καταγραφή των τυφώνων από τις αμερικανικές αρχές ξεκίνησε το 1850, με αποτέλεσμα οι μετεωρολόγοι και οι κλιματολόγοι να μην έχουν στοιχεία για το τι είχε συμβεί παλαιότερα. Επειδή οι πληροφορίες από το παρελθόν είναι πολύτιμες για τη μελέτη του κλίματος και την πρόγνωση των τυφώνων, υπήρξαν κάποιες προσπάθειες για την ανασύνθεσή τους με βάση τα ιζήματα των λιμνών. Οι αναλύσεις του είδους όμως εξάγουν συμπεράσματα με εύρος αιώνων, οπότε η εικόνα που υπάρχει σήμερα είναι εξαιρετικά ασαφής.
Στο κυνήγι του θησαυρού



Η ανάπτυξη των δέντρων μειώνεται τις χρονιές των τυφώνων και αυτό αποτυπώνεται στους δακτυλίους τους

Πρώτο βήμα των τριών ερευνητών στο πρωτότυπο εγχείρημά τους ήταν να εξετάσουν τα ναυάγια. Για να το κάνουν στράφηκαν σε ένα βιβλίο το οποίο αποτελεί «οδηγό» των κυνηγών θησαυρών στην περιοχή, το «Shipwrecks in the Americas: A Complete Guide to Every Major Shipwreck in the Western Hemisphere» του Ρόμπερτ Φ. Μαρξ, καθώς και σε ένα άλλο «κλασικό» έργο του είδους, το «Shipwrecks of Florida: A Comprehensive Listing» του Στίβεν Ντ. Σίνγκερ. Ανατρέχοντας στα βιβλία και στα ημερολόγια των πλοίων συνέταξαν έναν κατάλογο των ισπανικών καραβιών που ναυάγησαν κατά την περίοδο των τυφώνων στην Καραϊβική από το 1495 ως το 1825. Στη συνέχεια ανέλυσαν τα δεδομένα από τα ναυάγια και εξήγαγαν μοτίβα των τυφώνων. Συγκρίνοντάς τα με τα μοτίβα που προέκυπταν από τους δακτυλίους των δέντρων της Φλόριδας για το διάστημα από το 1707 ως το 1825 είδαν ότι συνέπιπταν απολύτως. Επίσης, για να τεστάρουν και την πηγή των δακτυλίων, συνέκριναν τα δεδομένα τους με τα αμερικανικά αρχεία καταγραφής των τυφώνων για το διάστημα από το 1850 ως το 2009: και εδώ τα μοτίβα συνέπιπταν.

Με τον τρόπο αυτόν οι επιστήμονες κατόρθωσαν για πρώτη φορά να παρουσιάσουν ένα λεπτομερές ιστορικό της συχνότητας των τυφώνων το οποίο ξεκινάει από το σήμερα και φθάνει πέντε και πλέον αιώνες πίσω. «Είμαστε οι πρώτοι που χρησιμοποιήσαμε ναυάγια για να μελετήσουμε τους τυφώνες του παρελθόντος» δήλωσε σε δελτίο Τύπου η κυρία Τρουέ, επικεφαλής της μελέτης η οποία δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «Proceedings of the National Academy of Sciences». «Συνδυάζοντας δεδομένα από ναυάγια με δεδομένα από δακτυλίους δέντρων επεκτείναμε την καταγραφή των τυφώνων της Καραϊβικής πίσω στο παρελθόν και αυτό βελτιώνει την κατανόησή μας για τη μεταβλητότητα των τυφώνων».


Η χαρά των πειρατών
Ψυχρότερη Γη, λιγότεροι τυφώνες

Εξετάζοντας τα δεδομένα από τα ναυάγια οι ερευνητές ανακάλυψαν επίσης ότι στο διάστημα από το 1645 ως το 1715 η δραστηριότητα των τυφώνων είχε υποχωρήσει σημαντικά –η συχνότητά τους είχε μειωθεί κατά 75%! Αυτή η εντυπωσιακή «νηνεμία», η οποία εξηγεί σε έναν βαθμό τη μεγάλη άνθηση των πειρατών τη συγκεκριμένη περίοδο στην Καραϊβική, σημειώθηκε, όπως τονίζουν, σε μια εποχή η οποία δεν είναι καθόλου τυχαία. Η συγκεκριμένη περίοδος είναι γνωστή στους κλιματολόγους ως το Ελάχιστο του Μόντερ και χαρακτηρίζεται από αισθητά μειωμένες θερμοκρασίες στο Βόρειο Ημισφαίριο εξαιτίας της «υποτονικής» δραστηριότητας των ηλιακών κηλίδων.

«Δεν αναζητήσαμε το Ελάχιστο του Μόντερ. Ξεπήδησε από μόνο του μέσα από τα δεδομένα»
εξήγησε η Βαλερί Τρουέ. Αυτή η νέα γνώση –ότι δηλαδή στην Καραϊβική σημειώθηκε ύφεση των τυφώνων όταν η Γη δεχόταν λιγότερη ακτινοβολία από τον Ηλιο –θα βοηθήσει, όπως ανέφερε, τους επιστήμονες να κατανοήσουν καλύτερα πώς η δραστηριότητα των τυφώνων επηρεάζεται από τις μεταβολές στην ηλιακή ακτινοβολία, είτε αυτές προκαλούνται από την αυξομείωση της ηλιακής δραστηριότητας είτε από τα αέρια του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα,
Οπως επεσήμανε η επίκουρη καθηγήτρια, η οποία μελετά το κλίμα μέσω των δακτυλίων των δέντρων, τα σημερινά μοντέλα για την κλιματική αλλαγή προβλέπουν ότι οι τυφώνες θα γίνονται συχνότεροι και ισχυρότεροι όσο η θερμοκρασία του πλανήτη ανεβαίνει, αλλά οι προγνώσεις τους δεν είναι ακόμη αξιόπιστες σε τοπικό επίπεδο. Γνωρίζοντας λοιπόν καλύτερα τους τυφώνες των τελευταίων πέντε αιώνων στην Καραϊβική και συσχετίζοντας την εμφάνισή τους με το κλίμα της περιόδου, οι επιστήμονες μπορούν να βελτιώσουν σημαντικά τα μοντέλα τους και να κάνουν καλύτερες –και περισσότερο «εντοπισμένες» –προβλέψεις για το μέλλον. «Παρέχουμε πληροφορίες οι οποίες μπορούν πραγματικά να βοηθήσουν τα μοντέλα να γίνουν ακριβέστερα» τόνισε η κυρία Τρουέ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ