Οταν περί τα τέλη της δεκαετίας του 1970 εμφανίστηκε στην αγορά η καινοτομία του συμπαγούς δίσκου (compact disc, CD), όλοι έσπευσαν να χαιρετίσουν την είσοδο της μουσικής βιομηχανίας στην ψηφιακή εποχή και παράλληλα να προφητεύσουν το τέλος των δίσκων βινυλίου, που έχουν εγγεγραμμένη τη μουσική σε αναλογική μορφή. Σήμερα, έπειτα από 40 χρόνια, οι δίσκοι βινυλίου κάνουν δειλά την επανεμφάνισή τους σε εκδόσεις πολυτελείας και με τιμές πολλαπλάσιες των CD. Αραγε έχουν δίκιο όσοι πιστεύουν ότι ο ήχος της μουσικής από το βινύλιο είναι «καλύτερος» από τον ψηφιακό ή μήπως είναι ένα φαινόμενο μάρκετινγκ, ανάλογο με την επάνοδο στη μόδα των ψηλών ή χαμηλών τακουνιών στις γυναίκες και των στενών ή φαρδιών γραβατών στους άνδρες;
Ο δίσκος γραμμοφώνου
Η εφεύρεση του δίσκου γραμμοφώνου, στα τέλη του 19ου αιώνα, ήταν μια σημαντική στιγμή της τεχνολογικής εξέλιξης του πολιτισμού μας. Μας έδωσε τη δυνατότητα να διατηρήσουμε το φευγαλέο άκουσμα ενός μουσικού κομματιού ή της φωνής ενός ανθρώπου και από αυτή την άποψη θα έλεγε κανείς ότι αυτή η εφεύρεση είναι συγκρίσιμη με τη γραφή. Στον δίσκο γραμμοφώνου η μουσική είναι καταγεγραμμένη σε ένα ελικοειδές αυλάκι, χαραγμένο στην πλευρά του δίσκου, με τον εξής τρόπο: το αυλάκι δεν είναι εντελώς λείο αλλά, αν το κοιτάξει κανείς προσεκτικά, θα διαπιστώσει ότι έχει μικρές «παρεκκλίσεις» δεξιά – αριστερά. Οι «παρεκκλίσεις» αυτές είναι ακριβώς η αναλογική καταγραφή του ήχου. Οταν ο δίσκος περιστρέφεται και στο αυλάκι ακουμπάει η βελόνα ανάγνωσης, τότε λόγω αδράνειας η «κεφαλή» στην οποία είναι προσαρμοσμένη η βελόνα μένει πρακτικά ακίνητη ενώ οι ταλαντώσεις της βελόνας που ακολουθούσε τις «ανωμαλίες» του αυλακιού μεταδίδονται τελικά σε ένα διάφραγμα. Οι ταλαντώσεις του διαφράγματος, με τη σειρά τους, δημιουργούν ηχητικά κύματα στον αέρα, που μεταφέρουν στο αφτί μας την καταγεγραμμένη μουσική ή φωνή. Στα περίπου 100 χρόνια που είχε κυριαρχήσει αυτή η μέθοδος εγγραφής του ήχου γνώρισε πολλές εξελίξεις. Οι πιο σημαντικές ήταν η αλλαγή του υλικού του δίσκου από γομαλάκα (shellac), που είναι εύθραυστη, σε βινύλιο, που έχει μεγαλύτερη αντοχή, και η μείωση της ταχύτητας περιστροφής του δίσκου, από 78 στροφές το λεπτό σε 33, για να επιτυγχάνεται η εγγραφή μουσικής μεγαλύτερης χρονικής διάρκειας.
Τα βασικά μειονεκτήματα όμως της αναλογικής εγγραφής του ήχου παρέμειναν άλυτα και αυτά είναι δύο: ο θόρυβος του «συρσίματος» της βελόνας στην επιφάνεια του αυλακιού και η μόνιμη παραμόρφωση της επιφάνειας του δίσκου είτε από μικρά σωματίδια σκόνης που «εμφυτεύτηκαν» από την πίεση της βελόνας στο εσωτερικό του αυλακιού είτε από χαρακιές που δημιουργήθηκαν εξαιτίας κακού χειρισμού της βελόνας.
Από την αναλογική στην ψηφιακή τεχνολογία
Αυτά τα μειονεκτήματα της αναλογικής εγγραφής του ήχου εξαλείφθηκαν με την εισαγωγή της ψηφιακής τεχνολογίας. Στους ψηφιακούς δίσκους CD και DVD ο ήχος καταγράφεται με εντελώς διαφορετικό τρόπο από ό,τι στους δίσκους βινυλίου. Κάθε μισό δεκάκις χιλιοστό του δευτερολέπτου ένα ηλεκτρονικό όργανο μετράει την ηλεκτρική τάση στο μικρόφωνο, το όργανο στο οποίο ο ήχος μετατρέπεται σε ηλεκτρικό ρεύμα.

Ορισμένοι είναι φανατικοί του ήχου που παράγει το βινύλιο καθώς τον βρίσκουν πιο… ισοσταθμισμένο και αρμονικό

Στη συνέχεια η τιμή της τάσης καταγράφεται, με τη μορφή ενός συνδυασμού σημειακών εξογκωμάτων, όπως στο σύστημα Μπράιγ, στην επιφάνεια του δίσκου. Κατά την αναπαραγωγή ένα λέιζερ φωτίζει την επιφάνεια του δίσκου καθώς αυτός περιστρέφεται και ένα φωτοκύτταρο ανιχνεύει την ανάκλαση των φωτός του λέιζερ από την επιφάνεια του CD. Αν η επιφάνεια του δίσκου κάτω από το λέιζερ είναι λεία, τότε το φως ανακλάται και φθάνει στο φωτοκύτταρο που «διαβάζει» τον αριθμό 1, ενώ αν περνάει ένα εξόγκωμα, τότε το φως διασκορπίζεται και το φωτοκύτταρο δεν καταγράφει τίποτα «διαβάζοντας» τον αριθμό 0. Ετσι αναπαράγονται οι αριθμοί που περιγράφουν την ένταση του ήχου, οι οποίοι στη συνέχεια μετατρέπονται σε ηλεκτρικό ρεύμα και τροφοδοτούν ένα μεγάφωνο. Είναι φανερό ότι με την ψηφιακή τεχνολογία λύνονται και τα δύο σημαντικά προβλήματα των δίσκων βινυλίου, αφού δεν υπάρχει φυσική επαφή του μηχανισμού ανάγνωσης με την επιφάνεια του δίσκου.

«Καλύτερος» ο ήχος του βινυλίου;


Ενα από τα λιγότερο γνωστά προβλήματα της αναλογικής εγγραφής είναι η μεταβολή της έντασης του ήχου στα δύο άκρα της. Οταν ο ήχος είναι πολύ δυνατός, η έντασή του περιορίζεται κατά το στάδιο της εγγραφής έτσι ώστε το πλάτος της ταλάντωσης να είναι πάντα μικρότερο από την απόσταση μεταξύ των διαδοχικών αυλακιών της σπείρας. Σε αντίθετη περίπτωση η βελόνα «πηδάει» από αυλάκι σε αυλάκι και ο δίσκος είναι άχρηστος. Οταν ο ήχος είναι πολύ ασθενής, τότε κατά την εγγραφή η έντασή του ενισχύεται έτσι ώστε να υπερκαλύπτει, κατά το δυνατόν, τον ήχο του «συρσίματος» της βελόνας. Αυτές οι επεμβάσεις κάνουν τον ήχο ενός δίσκου βινυλίου να ακούγεται ισοσταθμισμένος και κατά κάποιον τρόπο πιο «επίπεδος» από ό,τι ο φυσικός και αυτό το αποτέλεσμα είναι ευχάριστο σε πολλούς ακροατές. Αυτός ίσως να είναι ο πιο βασικός λόγος για τον οποίο μερικοί θεωρούν τον ήχο του βινυλίου «καλύτερο» από τον ήχο του CD. Στη σύγκριση αυτή όμως δεν λαμβάνεται υπόψη ότι η αναπαραγωγή ενός μουσικού κομματιού γραμμένου σε ψηφιακή μορφή μπορεί να διαμορφωθεί σύμφωνα με τις προτιμήσεις του ακροατή με την απλή χρήση ενός γραφικού ισοσταθμιστή. Αυτό το όργανο, που υπάρχει σε όλα τα λογισμικά αναπαραγωγής ήχου σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές, καθώς και στις ακριβές συσκευές αναπαραγωγής, ενισχύει ή υποβαθμίζει την ένταση μιας μεγάλης σειράς συχνοτήτων και όχι μόνο τα «πρίμα» και τα «μπάσα» που υπήρχαν στους παλαιότερους ενισχυτές. Με τον τρόπο αυτόν μπορεί κανείς να διαμορφώσει το άκουσμα της μουσικής κατά το δοκούν και ειδικότερα είναι δυνατόν να κάνει τη μουσική που είναι γραμμένη ψηφιακά σε ένα CD να ακούγεται σαν να ήταν γραμμένη αναλογικά σε έναν δίσκο βινυλίου. Πέρα όμως από τη χροιά της μουσικής, ένας δίσκος βινυλίου έχει και άλλες, όχι μουσικές, διαφορές από έναν συμπαγή δίσκο. Για παράδειγμα, το κάλυμμα έχει μεγαλύτερη επιφάνεια έτσι ώστε τα τυπωμένα κείμενα και οι φωτογραφίες να είναι περισσότερο ευανάγνωστα και φυσικά έχει και ένα άρωμα «ρετρό» που επηρεάζει τόσο τους παλαιότερους που μεγαλώσαμε με τα βινύλια όσο και τους νεότερους, που βλέπουν τους δίσκους βινυλίου σαν δείγματα μιας άλλης, άγνωστης σε αυτούς εποχής, όπως τα παλιά αυτοκίνητα, τα παλιά ρολόγια και τα παλιά τηλέφωνα. Ειδικά μάλιστα σε σύγκριση με την τρίτη εναλλακτική μέθοδο αναπαραγωγής μουσικής, το «κατέβασμα» κομματιών από το Διαδίκτυο, η οποία είναι εντελώς απρόσωπη.
Ο κ. Χάρης Βάρβογλης είναι καθηγητής του Τμήματος Φυσικής του ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ