Κάθε χρόνο δίνονται στη δημοσιότητα «λίστες» με τα καλύτερα 100, 200 και ούτω καθεξής πανεπιστήμια στον πλανήτη. Αυτά τα «Top 100», τα οποία αραδιάζουν ονόματα ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στη σειρά χωρίς περαιτέρω λεπτομέρειες και πληροφορίες, έχουν αρχίσει εδώ και μία δεκαετία να αποκτούν όλο και μεγαλύτερη επιρροή, όχι μόνο στους υποψήφιους φοιτητές που τα συμβουλεύονται για να επιλέξουν πού θα σπουδάσουν αλλά και στην «πολιτική» σφαίρα, διαμορφώνοντας αποφάσεις για εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, προγράμματα σπουδών και δίδακτρα. Παράλληλα όμως έχουν αρχίσει να προκαλούν αντιδράσεις από επίσημους φορείς και μποϊκοτάζ από τους επιστήμονες, ακόμη και από εκείνους που προέρχονται από ιδρύματα τα οποία βρίσκονται σε μόνιμη βάση στις πρώτες θέσεις τους, όπως το Χάρβαρντ ή το ΜΙΤ. Βασική κατηγορία, μεταξύ πολλών άλλων, το ότι υιοθετούν αυθαίρετα κριτήρια και δεν ανταποκρίνονται απόλυτα στην πραγματικότητα. Δείτε στις επόμενες σελίδες πώς θα αποφύγετε τα θολά νερά τους ώστε να κάνετε σωστές επιλογές και ανακαλύψτε τις ελληνικές πανεπιστημιακές επιδόσεις που κρύβονται μέσα στα δεδομένα.

Ποια είναι τα καλύτερα πανεπιστήμια στον κόσμο; Αν και κάποιος θα έλεγε ότι η απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα δεν μπορεί να είναι απλή, αυτή προσφέρεται αφειδώς και σε υπεραπλουστευμένη μορφή «λίστας» από τα λεγόμενα συστήματα παγκόσμιας κατάταξης των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων του πλανήτη. Οι εν λόγω «λίστες», οι οποίες δίνονται στη δημοσιότητα κάθε χρόνο εδώ και περίπου μία δεκαετία, έχουν αρχίσει να αποκτούν μεγάλη επιρροή. Τις συμβουλεύονται οι υποψήφιοι φοιτητές και οι γονείς τους για να διαλέξουν το πανεπιστήμιο που θα τους προσφέρει τα καλύτερα εκπαιδευτικά αλλά και –μελλοντικά –επαγγελματικά εφόδια, επηρεάζουν πολιτικές αποφάσεις για εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, διαμορφώνουν προγράμματα σπουδών και δίδακτρα ενώ, σε ορισμένες χώρες, μπορούν ακόμη και να βελτιώσουν τις προοπτικές για μια «πράσινη κάρτα» –η Δανία χαρίζει «πόντους» στους μετανάστες που ζητούν να γίνουν δεκτοί στο έδαφός της αν έχουν πτυχίο από κάποιο από τα πανεπιστήμια που φιγουράρουν στο παγκόσμιο «Top 20».

Παράλληλα ωστόσο πληθαίνουν και οι αντιδράσεις εναντίον τους –τόσο από επίσημους φορείς, όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ή η Ευρωπαϊκή Ενωση Πανεπιστημίων, όσο και από τους ίδιους τους πανεπιστημιακούς, ακόμη μάλιστα και από εκείνους που προέρχονται από ιδρύματα που βρίσκονται σταθερά στις πρώτες θέσεις τους, όπως το Χάρβαρντ, το ΜΙΤ και το Caltech. Οι παγκόσμιες κατατάξεις κατηγορούνται ότι εισάγουν ένα «αγοραίο» πνεύμα που εμπορευματοποιεί τη γνώση και δεν αρμόζει στην παιδεία, ότι προωθούν μια «ελιτίστικη» νοοτροπία, ότι επιβάλλουν ένα αγγλόφωνο-αγγλοσαξονικό και θετικής κατεύθυνσης εκπαιδευτικό μοντέλο το οποίο διαβρώνει –αν όχι ισοπεδώνει –εθνικές κουλτούρες και παραδόσεις και ενισχύει το λεγόμενο «brain drain», τη «διαρροή» των επιστημόνων στο εξωτερικό. Κυρίως όμως επικρίνονται για το ότι δεν είναι αντιπροσωπευτικές.
«Θολά» κριτήρια


Οι κατατάξεις αυτές, οι οποίες στη συντριπτική πλειονότητά τους καταρτίζονται από ιδιωτικές εταιρείες με σκοπό το κέρδος, εκτός του ότι επικρίνονται για αδιαφάνεια στις μεθόδους αξιολόγησής τους, κατηγορούνται επίσης ότι περιορίζονται σε ένα πολύ μικρό ποσοστό εκπαιδευτικών ιδρυμάτων (σύμφωνα με μελέτες καλύπτουν μόλις το 6% των πανεπιστημίων και κολεγίων του πλανήτη –μόνο 1.200-1500 από τα 21.100), ότι παραβλέπουν συστηματικά την ποιότητα της διδασκαλίας και ότι χαντακώνουν παντελώς τις θεωρητικής κατεύθυνσης ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες αφού τα κριτήριά τους (όπως π.χ. ο αριθμός των δημοσιευμένων μελετών στις επιθεωρήσεις «Nature» και «Science», οι οποίες έχουν σχεδόν αποκλειστικά θετικής κατεύθυνσης περιεχόμενο) απλώς δεν μπορούν να εφαρμοστούν σε αυτές. Για όλους τους παραπάνω λόγους τα τελευταία χρόνια σε πολλές χώρες –από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά ως την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία, τη Γερμανία, την Ισπανία και άλλα ευρωπαϊκά όπως και ασιατικά κράτη –οι πανεπιστημιακοί έχουν κηρύξει μποϊκοτάζ εναντίον τους. Τον περασμένο μήνα η Ευρωπαϊκή Ενωση, αναγνωρίζοντας το πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί, παρουσίασε το U-multirank, ένα δικό της σύστημα κατάταξης το οποίο, όπως τόνισαν οι σχεδιαστές του, δεν ακολουθεί τη λογική του «Top 100» των άλλων συστημάτων.
Η ιδέα της κατάταξης των πανεπιστημίων με βάση τις επιδόσεις τους δεν είναι καινούργια –σε εθνικό επίπεδο είχε ξεκινήσει από το 1880 στις ΗΠΑ. Το 2003 όμως πήρε παγκόσμια διάσταση με τη λεγόμενη «κατάταξη της Σανγκάης» (σήμερα λέγεται Academic Ranking of World Universities –ARWU), την οποία αμέσως ακολούθησαν συστήματα από άλλες χώρες και άλλους φορείς, στη συντριπτική πλειονότητά τους ιδιωτικές εταιρείες. «Σήμερα υπάρχουν περισσότερα από δώδεκα παγκόσμια και πολλά εθνικά ή περιφερειακά συστήματα και αυτό είναι κατανοητό, αφού η ανώτατη εκπαίδευση αποτελεί τη μεγαλύτερη ίσως παγκόσμια βιομηχανία, πρόκειται για μια αγορά που ξεπερνάει το 1 τρισ. ευρώ» λέει στο «Βήμα» ο Κώστας Στεργίου, καθηγητής του Τμήματος Βιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και διευθυντής του Ινστιτούτου Θαλάσσιων Βιολογικών Πόρων και Εσωτερικών Υδάτων του Ελληνικού Κέντρου Θαλάσσιων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ) ο οποίος ήταν επιμελητής (μαζί με τον Αθανάσιο Τσίκληρα, επίσης από το ΑΠΘ) ενός αφιερώματος με μελέτες ελλήνων και ξένων ερευνητών σχετικά με τις παγκόσμιας κατατάξεις των πανεπιστημίων που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στην επιθεώρηση «Ethics in Science and Environmental Politics» (ESEP).
Φήμη ή επιδόσεις;


Η «Λίστα της Σανγκάης» μαζί με την Times Higher Education –η οποία εκδίδεται από τους «Times» του Λονδίνου και είναι γνωστή ως ΤΗΕ –και την QS World University Rankings –η οποία εκδίδεται από τη βρετανική εταιρεία Quacquarelli Symonds και είναι γνωστή απλώς ως QS –αποτελούν σήμερα τις κατατάξεις με τη μεγαλύτερη επιρροή. Τόσο όμως αυτά τα τρία όσο και τα υπόλοιπα συστήματα παρουσιάζουν διαφορές στις λίστες τους. Ο λόγος είναι ότι ακολουθούν διαφορετικά κριτήρια το καθένα. Οι κατατάξεις των «Times» και της QS, για παράδειγμα, δίνουν μεγάλη έμφαση (κατά 50%) στη φήμη των πανεπιστημίων η οποία προσδιορίζεται με βάση ερωτηματολόγια που στέλνουν οι ίδιες οι εταιρείες σε πανεπιστημιακούς και όχι μόνο σε όλο τον κόσμο –πρακτική η οποία δεν χρειάζεται επιστημονικές μελέτες για να καταλάβει κάποιος ότι δεν είναι ιδιαίτερα αξιόπιστη. «Οι απαντήσεις του είδους είναι μεροληπτικές και πολλές φορές δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα» εξηγεί στο «Βήμα» ο Μάικλ Τέιλορ, ερευνητής στο Εθνικό Αστεροσκοπείο της Αθήνας και συγγραφέας μιας από τις μελέτες του αφιερώματος. Ως παράδειγμα αναφέρει ότι σε μια «σφυγμομέτρηση» της φήμης των νομικών σχολών που έγινε πριν από τρία χρόνια σε αμερικανούς φοιτητές αυτοί έβαλαν μέσα στο «Top 10» τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Πρίνστον η οποία… δεν υπάρχει!
Ο κ. Τέιλορ με τον Παντελή Περακάκη από το Πανεπιστήμιο της Γρανάδας, τη Βαρβάρα Τραχανά από το ΑΠΘ και τον Στέλιο Γκιάλη από το Πανεπιστήμιο της Τζόρτζια των ΗΠΑ ανέλυσαν –χρησιμοποιώντας μεταξύ άλλων την πολυπαραμετρική μαθηματική ανάλυση –έξι από τα πιο διαδεδομένα συστήματα παγκόσμιας κατάταξης για να καταλήξουν ότι παρά τις διαφορές τους όλα πάσχουν από το ίδιο μαθηματικό «πρόβλημα»: «ο δείκτης κατάταξής τους» σημειώνουν στο άρθρο τους «εξάγεται από μια σειρά αυθαίρετους δείκτες οι οποίοι συνδυάζονται χρησιμοποιώντας υποκειμενικούς συντελεστές». Ενα τέτοιο αυθαίρετο κριτήριο είναι για παράδειγμα ο αριθμός των ξένων φοιτητών που φοιτούν σε ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα, ο οποίος όχι μόνο λαμβάνεται υπόψη από πολλά συστήματα παγκόσμιας κατάταξης αλλά επίσης ενίοτε έχει παίξει «άσχημα παιχνίδια», όπως συνέβη στη Μαλαισία.
Το 2004 το Πανεπιστήμιο της Μαλαισίας (University of Malaya –UM) είχε τοποθετηθεί από τις THE-QS (οι οποίες τότε συνεργάζονταν) στην 89η θέση της παγκόσμιας κατάταξης, γεγονός το οποίο είχε προκαλέσει διθυραμβικά σχόλια από τον εγχώριο Τύπο και είχε διαφημιστεί δεόντως με πανό στα κτίρια του πανεπιστημίου και στους δρόμους που οδηγούσαν σε αυτό. Την επόμενη χρονιά όμως η THE αποφάσισε ότι οι κινέζοι και ινδοί φοιτητές που φοιτούσαν στο UM δεν θα υπολογίζονταν πλέον ως «διεθνείς» με αποτέλεσμα το πανεπιστήμιο να κατρακυλήσει στην 169η θέση (80 θέσεις κάτω) χωρίς πραγματικά να έχει αλλάξει τίποτε στη διδασκαλία και στα προγράμματά του. Τα μέσα ενημέρωσης στράφηκαν εναντίον του πρύτανη αποδίδοντας σε αυτόν την… κατρακύλα –η θέση του δεν ανανεώθηκε όταν έληξε η θητεία του.
«Σκαμπανεβάσματα» από λίστα σε λίστα


Αλλο ένα σημαντικό ελάττωμα που εντόπισαν οι ερευνητές ήταν ότι τα διάφορα συστήματα παγκόσμιας κατάταξης δεν συμφωνούσαν μεταξύ τους. «Αν πάρετε ένα πανεπιστήμιο τυχαία, ας πούμε το Πανεπιστήμιο Κρήτης, και κοιτάξετε τη θέση του σε πέντε ή έξι κατατάξεις, θα σας δώσουν διαφορετικές απαντήσεις» λέει ο κ. Τέιλορ. «Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν διάφορα μαθηματικά προβλήματα, δεν υπάρχει συνοχή». Επιπλέον, σημειώνουν ο μαθηματικός και οι συνεργάτες του, όλα τα συστήματα αναδεικνύουν σε μόνιμη βάση αμερικανικά και βρετανικά πανεπιστήμια υποβαθμίζοντας παγκόσμιας κλάσης εκπαιδευτικά ιδρύματα άλλων χωρών. Επίσης, όπως έδειξαν οι αναλύσεις τους, οι παγκόσμιες κατατάξεις δεν ανταποκρίνονται τελικά ούτε στα Νομπέλ που «κερδίζει» το κάθε πανεπιστήμιο, ούτε στο πόσο συχνές αναφορές γίνονται στις μελέτες που παράγει ενώ στη συντριπτική πλειονότητά τους δεν λαμβάνουν καθόλου υπόψη την παιδαγωγική πλευρά και την ποιότητα της διδασκαλίας ή ζητήματα που ενδιαφέρουν άμεσα τους ίδιους τους φοιτητές, όπως π.χ. τα δίδακτρα και ο χρόνος παρακολούθησης των μαθημάτων.
Ενας ακόμη παράγοντας που δεν λαμβάνεται υπόψη, όπως επισημαίνεται σε μια άλλη από τις μελέτες που δημοσιεύθηκαν στην ESEP (από τον Ντέιβιντ Τέρνερ του Πανεπιστημίου της Νότιας Ουαλίας στη Βρετανία) είναι το τι κοστίζει στο κάθε πανεπιστήμιο η εκπαίδευση που παράγει ανά φοιτητή. Η παράμετρος αυτή είναι σύμφωνα με τους επιστήμονες σημαντική, ιδιαίτερα όταν πρόκειται να αξιολογήσει κάποιος τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, τα οποία στη συντριπτική πλειονότητά τους παρέχουν δωρεάν παιδεία και χρηματοδοτούνται από το κράτος. «Κανένα σύστημα δεν μετράει την παραγωγή έργου ανά κόστος» λέει ο κ. Στεργίου. «Ενδεικτικά, το Πανεπιστήμιο του Κονέκτικατ βρίσκεται στην 165η θέση στην κατάταξη της Webometrics, έχει προϋπολογισμό 353 εκατομμύρια ευρώ εκτός μισθών και 17.000 φοιτητές ενώ το Αριστοτέλειο το οποίο βρίσκεται στην 226η θέση έχει προϋπολογισμό 20 εκατομμύρια ευρώ και περίπου 50.000 ενεργούς φοιτητές. Τα 20 εκατομμύρια είναι γελοίο ποσό, είναι το μισό από την αμοιβή που έπαιρνε ο Μάικλ Τζόρνταν στους Σικάγο Μπουλς. Αν συνυπολογίσουμε και αυτή την παράμετρο, διαιρώντας τα ποσά ανά φοιτητή ώστε να εξαχθεί το κόστος για το κάθε πανεπιστήμιο, θα φανταζόταν κάποιος ότι το Αριστοτέλειο είναι καλύτερο από το Κονέκτικατ; Και όμως είναι: για κάθε εκατομμύριο ευρώ το ΑΠΘ κερδίζει 11,3 θέσεις κατάταξης ενώ το Κονέκτικατ κερδίζει 0,47 θέσεις».
«Μήλα» και «αχλάδια»
Γενικότερα ωστόσο για τον κ. Στεργίου το να συγκρίνει κάποιος τα «λιτοδίαιτα» και εξαρτώμενα από το κράτος ευρωπαϊκά πανεπιστήμια με τα πλούσια αυτόνομα αμερικανικά ή βρετανικά είναι σαν να «συγκρίνει μήλα με αχλάδια». Οι δε κατατάξεις, υπογραμμίζει, εξυπηρετούν μόνο τα τελευταία, τα οποία έχουν κάθε λόγο να προσπαθούν να προσελκύσουν με κάθε μέσο τους εγχώριους αλλά και –κυρίως –τους ξένους φοιτητές και τα χρήματά τους. «Στην Ευρώπη, και ακόμη περισσότερο στην Ελλάδα, δεν έχει νόημα να μιλάει κάποιος για κατατάξεις γιατί δεν υπάρχει αυτονομία στα πανεπιστήμια και όταν δεν έχεις αυτονομία δεν μπορείς να παίξεις με τους ίδιους κανόνες» λέει. «Για τα αμερικανικά και βρετανικά πανεπιστήμια που έχουν αυτονομία οι κατατάξεις έχουν νόημα γιατί αυτά ανταγωνίζονται για την προσέλκυση φοιτητών. Και βεβαίως οι λίστες προσελκύουν επίσης τους φοιτητές και τους γονείς τους. Αν π.χ. πας στο Χάρβαρντ και πρέπει να δώσεις 50.000 δίδακτρα τον χρόνο θέλεις έναν τρόπο να ξέρεις αν η επένδυση αυτή αξίζει τα λεφτά της».
Αν και θεωρεί τις εμπορικές λίστες παγκόσμιας κατάταξης μεγάλο «δεινό» των τελευταίων ετών για την εκπαίδευση, ο κ. Στεργίου δεν τίθεται κατά της αξιολόγησης των πανεπιστημίων. Αντιθέτως πιστεύει ότι αυτή πρέπει να γίνεται τακτικά και για κάθε πανεπιστήμιο από εξωτερικούς κριτές, οι οποίοι όμως θα πρέπει να είναι απαραιτήτως πανεπιστημιακοί και γνώστες των τομέων που εξετάζουν. Κάτι τέτοιο, επισημαίνει, δεν είναι απλώς ευπρόσδεκτο αλλά και πολύ χρήσιμο. «Η αξιολόγηση είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από τις παγκόσμιες κατατάξεις και πρέπει να γίνεται ώστε να βλέπεις τι δεν πάει καλά και να το διορθώνεις» λέει. «Θα μπορούσα να πω ότι αυτό είναι μια βιολογική διαδικασία, εξελικτική, κοιτάς πού και γιατί δεν πήγες καλά, το διορθώνεις και προχωράς».
ΜΕ «ΠΥΞΙΔΑ» ΤΟ INTERNET
Πώς θα διαλέξετε πανεπιστήμιο
Αν οι ευρέως διαδεδομένες λίστες παγκόσμιας κατάταξης είναι τελικά αναξιόπιστες, με ποιον τρόπο μπορεί ένας υποψήφιος φοιτητής (ή οι γονείς του) να διαλέξει το πανεπιστήμιο που είναι καλύτερο για αυτόν; Ο Κώστας Στεργίου και ο Αθανάσιος Τσίκληρας από το ΑΠΘ «δείχνουν» προς το Διαδίκτυο. Σε μελέτη τους που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «Ethics in Science and Environmental Politics» διαπίστωσαν ότι το «εργαλείο» γραφημάτων Ngram του Google αποδεικνύεται εξίσου αποτελεσματικό με τις λίστες, τουλάχιστον εκείνες που δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στη φήμη.

«Τα αποτελέσματά μας έδειξαν ότι το Ngram είναι ένα φθηνό και εύκολο στην εφαρμογή εργαλείο για την κατά προσέγγιση εξαγωγή της φήμης και της «πνευματικής» επιρροής των πανεπιστημίων για μακρές χρονικές περιόδους. Η ικανότητά του, τουλάχιστον για τα κορυφαία πανεπιστήμια, δεν είναι χειρότερη από τις ικανότητες των εμπορικών εργαλείων όπως οι κατατάξεις THE και QS» γράφουν, ενώ ο κ. Στεργίου μιλώντας στο «Βήμα» σχολιάζει: «Αν θέλει κάποιος να πάει σε ένα καλό και φημισμένο πανεπιστήμιο –αυτό είναι άλλωστε που μετράνε και οι περισσότερες κατατάξεις -, δεν υπάρχει περίπτωση να μη βοηθηθεί στην επιλογή του από το Google».

Ανάλογη είναι η άποψη και του Μάικλ Τέιλορ από το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών. «Η συμβουλή μου προς έναν γονιό ή υποψήφιο φοιτητή είναι να χρησιμοποιήσει το Internet, να σκεφθεί τη χώρα στην οποία θέλει να πάει και να κάνει μια έρευνα σχετικά με αυτή, να δει ποια καλά πανεπιστήμια υπάρχουν και σε ποιες πόλεις, και αν θα του άρεσε να ζει εκεί ως φοιτητής. Φυσικά πάνω απ’ όλα η επιλογή των σπουδών του θα πρέπει να έχει κριτήριο την αγάπη για το αντικείμενο, το οποίο ιδανικά θα υπηρετήσει με πάθος στο μέλλον» λέει στο «Βήμα».
Πολύτιμη –και ίσως πιο ενδεικτική από οποιαδήποτε παγκόσμια κατάταξη –είναι επίσης η γνώση της εμπειρίας «από πρώτο χέρι». «Θα πρέπει επίσης να εξετάσει τη γνώμη που έχουν για κάποιο πανεπιστήμιο οι φοιτητές που φοιτούν εκεί, καθώς και απόφοιτοι που έχουν βγει από αυτό» τονίζει ο μαθηματικός. «Με βάση όλα τα παραπάνω θα πρέπει να διαμορφώσει τη δική του γνώμη. Ο κίνδυνος με τις κατατάξεις είναι ότι οι άνθρωποι παίρνουν βιαστικές αποφάσεις με βάση τη φιλοσοφία του «Top 10″. Είναι βολικό, σε μια εποχή που βομβαρδιζόμαστε από πληροφορίες, όμως κάτι τέτοιο είναι σαν να αφήνεις έναν μαγικό αλγόριθμο να κάνει τη δουλειά, και εγώ νομίζω ότι κανένας δεν μπορεί να κάνει αυτή τη δουλειά καλύτερα από εσένα τον ίδιο. Προτρέπω τους γονείς και τους φοιτητές να κάνουν την έρευνα μόνοι τους, μια τέτοια απόφαση αφορά πολλά χρήματα και πολύ χρόνο, και θα πρέπει να είναι βέβαιοι ότι η επένδυσή τους θα πιάσει τόπο».


ΕΥΧΑΡΙΣΤΗ ΕΚΠΛΗΞΗ
Πολύ ψηλά η ελληνική έρευνα

Στο πλαίσιο της έρευνάς τους ο Μάικλ Τέιλορ και οι συνεργάτες του ανέλυσαν ως μελέτη αναφοράς τη «διαδρομή» των ελληνικών πανεπιστημίων στα διάφορα συστήματα παγκόσμιας κατάταξης από το 2007 ως το 2012 «ως ένα ακραίο παράδειγμα ορισμένων από τις αντιφάσεις που είναι εγγενείς στις κατατάξεις», όπως σημειώνουν. Τα αποτελέσματα που αναδείχθηκαν είναι πράγματι αντιφατικά. Ενώ τα ελληνικά πανεπιστήμια την περίοδο αυτή –ιδιαίτερα από το 2009 και μετά –«έπεσαν» αρκετές θέσεις στις λίστες THE και QS, στις λίστες της Σανγκάης (ARWU), της HEEACT και της Webometrics φαίνονται –ειδικά το 2012 –να έχουν καλύτερες επιδόσεις. Αυτό σύμφωνα με τους επιστήμονες ενδέχεται να οφείλεται στο γεγονός ότι οι THE-QS δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στη φήμη (και η φήμη της Ελλάδας της κρίσης φαίνεται και αυτή να… περνάει κρίση στο εξωτερικό), ενώ αντίθετα τα άλλα τρία συστήματα αξιολογούν την ποιότητα της έρευνας που παράγουν τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα με βάση τις δημοσιευμένες εργασίες και τις αναφορές που γίνονται σε αυτές.
Ειδικά εξετάζοντας δεδομένα σχετικά με τις αναφορές στις δημοσιευμένες μελέτες των πανεπιστημίων ανά χώρα οι επιστήμονες βρέθηκαν μπροστά σε μια ευχάριστη έκπληξη: η Ελλάδα στο πεδίο αυτό, παρά τα αδιαμφισβήτητα δεινά που πλήττουν την τριτοβάθμια εκπαίδευσή της, βρίσκεται πάρα πολύ ψηλά, είναι 13η στον κόσμο, ακριβώς πίσω από τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες βρίσκονται στη 12η θέση. «Η θέση αυτή υπολογίζεται παίρνοντας το 1% των μελετών που έχουν τις περισσότερες αναφορές στον κόσμο και υπολογίζοντας τι ποσοστό από αυτές αναλογεί σε κάθε χώρα» εξηγεί ο κ. Τέιλορ. «Η συνεισφορά της Ελλάδας σε αυτές τις κορυφαίες με βάση τις αναφορές μελέτες είναι 1,13, υψηλότερη π.χ. από του Καναδά, της Γαλλίας και της Ρωσίας». Το αξιοσημείωτο, όπως προσθέτει, είναι ότι η Ελλάδα έχει επιτύχει αυτή τη θέση με μόλις 9.281 δημοσιεύσεις, ενώ οι αμέσως προηγούμενες ΗΠΑ έχουν 311.955 δημοσιευμένα άρθρα.
Σημαίνει αυτό ότι η ελληνική έρευνα είναι περισσότερο επιλεκτική και καλύτερης ποιότητας; «Οι έλληνες ερευνητές παράγουν έρευνα υψηλού επιπέδου με βάση το πόσες αναφορές γίνονται σε αυτήν» απαντά ο μαθηματικός. «Αυτή προέρχεται κυρίως από τα δημόσια πανεπιστήμια, συγκεκριμένα το 80% αυτών των δημοσιεύσεων είναι από τα δημόσια πανεπιστήμια και το 20% από χρηματοδοτούμενα από το κράτος ερευνητικά κέντρα. Είναι απίστευτο αν σκεφθεί κάποιος πόσο μικρό ποσοστό του ΑΕΠ της Ελλάδας αφιερώνεται στην έρευνα». Παράλληλα τα 30 καλύτερα ελληνικά πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα βρίσκονται επίσης ψηλά, περιλαμβάνονται στο 5% των κορυφαίων στον κόσμο. «Και αυτό μού κάνει εντύπωση. Ξέρετε, σαν ξένος που ζω στη χώρα σας παρατηρώ ότι τελευταία υπάρχει, ιδιαίτερα από κάποιους που θέλουν να προωθήσουν τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, μια τάση απαξίωσης της δημόσιας ανώτατης παιδείας» καταλήγει. «Αυτή η τάση όμως δεν συνάδει με την εικόνα που εξάγω από τα διεθνή δεδομένα: κάθε ένα ευρώ δημόσιας χρηματοδότησης προς δημόσια ερευνητικά κέντρα και πανεπιστήμια επιστρέφει τρία ευρώ και, επί πλέον, προσελκύει επενδύσεις από τον ιδιωτικό τομέα. Οι έλληνες φοιτητές βρίσκονται στην πλεονεκτική θέση να τους παρέχεται δωρεάν, υψηλής ποιότητας τριτοβάθμια εκπαίδευση, καθώς και η δυνατότητα συμμετοχής σε κορυφαίες ερευνητικές ομάδες. Η επένδυση στο μέλλον τους είναι ο καλύτερος τρόπος εξόδου από την κρίση».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ