Από το C-3PO του «Πολέμου των Αστρων» ως τον Wall-E, τον ευαίσθητο σκουπιδιάρη, η κυριαρχία των μηχανών με συνείδηση στις ιστορίες που πλάθουμε φαίνεται να αντανακλά τη βαθιά επιθυμία της ανθρωπότητας να γίνει δημιουργός και να σχεδιάσει μια τεχνητή νοημοσύνη.
Ισως φαίνεται ότι έχουμε ελάχιστες πιθανότητες να κατασκευάσουμε μια τεχνητή συνείδηση όταν η φυσική της εκδοχή εξακολουθεί να αποτελεί ένα τόσο μεγάλο αίνιγμα. Στην πραγματικότητα όμως η αναζήτηση της μηχανικής συνείδησης μπορεί να αποτελέσει το κλειδί για την επίλυση του μυστηρίου της ανθρώπινης συνείδησης, όπως αρχίζουν να αναγνωρίζουν ακόμη και επιστήμονες εκτός του τομέα της Τεχνητής Νοημοσύνης. «Ο καλύτερος τρόπος για να κατανοήσεις κάτι είναι να προσπαθήσεις να το αναπαραγάγεις» λέει ο ψυχολόγος Κέβιν Ο’ Ρέιγκαν του Πανεπιστημίου Paris Descartes στο Παρίσι. «Αν λοιπόν θέλετε να κατανοήσετε τι είναι η συνείδηση, φτιάξτε μια μηχανή που έχει συνείδηση».
Μπορεί να ακούγεται εξεζητημένο, όμως η έρευνα στην Τεχνητή Νοημοσύνη έχει ήδη πυροδοτήσει μια από τις κυρίαρχες σήμερα θεωρίες της συνείδησης –το μοντέλο του καθολικού νευρωνικού χώρου εργασίας. Αυτό προέρχεται από τις προσπάθειες για την ανάπτυξη της αναγνώρισης της ομιλίας από ηλεκτρονικούς υπολογιστές στη δεκαετία του 1970. Μια προσέγγιση ήταν η προσπάθεια εντοπισμού σύντομων ήχων, σχεδόν αντίστοιχων με τα μεμονωμένα γράμματα, οι οποίοι θα έπρεπε να συντεθούν σε συλλαβές και στη συνέχεια σε λέξεις και προτάσεις.
Εξαιτίας των ασαφειών που εμπεριείχε κάθε βήμα –σκεφτείτε τις πολλαπλές ερμηνείες του ήχου «τι», για παράδειγμα –η διερεύνηση όλων των πιθανοτήτων θα έπαιρνε πάρα πολύ καιρό. Για τον λόγο αυτόν πολλά διαφορετικά προγράμματα εργάζονταν σε διάφορα στάδια της διαδικασίας παράλληλα, μοιράζοντας τα αποτελέσματα που πιθανώς θα ενδιέφεραν τα υπόλοιπα μέσω μιας κεντρικής βάσης δεδομένων που είναι γνωστή ως «ο μαυροπίνακας» (the blackboard).
Το σύστημα Hearsay II που προέκυψε ήταν κατά 90% ακριβές, αν ο λόγος περιοριζόταν σε ένα λεξιλόγιο 1.000 λέξεων. Τελικά ξεπεράστηκε από άλλα προγράμματα, ώσπου να γίνει αυτό όμως προσήλκυσε την προσοχή του φιλοσόφου Μπέρναρντ Μπέαρς, ο οποίος αναρωτήθηκε μήπως και ο δικός μας εγκέφαλος έχει μια παρόμοια αρχιτεκτονική.
Ο κ. Μπέαρς, ο οποίος σήμερα ανήκει στο Πανεπιστήμιο Τζορτζ Μέισον στο Φέρφαξ της Βιρτζίνια των Ηνωμένων Πολιτειών, είδε τη συνείδηση στον ρόλο του μαυροπίνακα, αν και την αποκάλεσε «ο καθολικός χώρος εργασίας» του εγκεφάλου. Ο κ. Μπέαρς πρότεινε τη θεωρία ότι οι εισερχόμενες αισθητηριακές πληροφορίες και άλλες διαδικασίες κατώτερου επιπέδου σκέψης αρχικά παραμένουν στο ασυνείδητο. Μόνον όταν η πληροφορία είναι αρκετά σημαντική ώστε να μπει στον καθολικό χώρο εργασίας την αντιλαμβανόμαστε με τη μορφή μιας συνειδητής «αναμετάδοσης» σε ολόκληρο τον εγκέφαλο. Αφότου ο κ. Μπέαρς πρότεινε αυτή την ιδέα, το 1983, διάφορες ενδείξεις που την υποστηρίζουν έχουν συσσωρευτεί, μεταξύ αυτών τα στοιχεία από την απεικόνιση του εγκεφάλου ατόμων που βρίσκονται σε νάρκωση.
Ενώ ο κ. Μπέαρς εμπνεύστηκε τη θεωρία του από μια δουλειά της Τεχνητής Νοημοσύνης, κάποιοι επιστήμονες των ηλεκτρονικών υπολογιστών προσπαθούν τώρα συνειδητά να αντιγράψουν τον ανθρώπινο εγκέφαλο. Πάρτε για παράδειγμα ένα πρόγραμμα-ρομπότ (bot) ονόματι LIDA (τα αρχικά του Learning Intelligent Distribution Agent –νοήμων παράγων διανομής της μάθησης). Το LIDA έχει ασυνείδητες και συνειδητές ρουτίνες λογισμικού που λειτουργούν παράλληλα –έχει δηλαδή σχεδιαστεί σαν ένα τεστ για τις αρχές του καθολικού χώρου εργασίας. Στην περίπτωση αυτή όμως ο όρος «συνειδητός» δεν σημαίνει ότι το πρόγραμμα έχει αισθήματα, αλλά απλώς ότι αναμεταδίδει τα πιο σημαντικά αποτελέσματα σε όλες τις υπορουτίνες.
Στην καρδιά του ζητήματος
Το πολυσυζητημένο Human Brain Project, το οποίο εδρεύει στη Γενεύη της Ελβετίας, φιλοδοξεί να κατασκευάσει μια λειτουργική προσομοίωση ολόκληρου του ανθρώπινου εγκεφάλου σε έναν υπερυπολογιστή, νευρώνα προς νευρώνα. Ως τώρα η ομάδα έχει καταφέρει να μοντελοποιήσει ένα κομμάτι εγκεφάλου αρουραίου 10 κυβικών χιλιοστών, όμως τον περασμένο Φεβρουάριο κέρδισαν μια χρηματική επιχορήγηση 1 δισ. ευρώ, η οποία θεωρούν ότι θα τους βοηθήσει να προσομοιώσουν έναν ολόκληρο ανθρώπινο εγκέφαλο.
Η αντιγραφή της αρχιτεκτονικής του εγκεφάλου χάνει όμως την ουσία, πιστεύει ο κ. Ο’ Ρέιγκαν. «Το ενδιαφέρον ερώτημα δεν είναι πώς είναι οργανωμένος ο εγκέφαλος» λέει. «Το ενδιαφέρον ερώτημα είναι γιατί αισθανόμαστε». Με άλλα λόγια, πώς μπορεί ο ηλεκτρισμός που κινείται μέσα από νευρώνες να δημιουργήσει το υποκειμενικό αίσθημα του πόνου ή την αντίληψη του κόκκινου χρώματος; «Δεν είναι μόνο ότι γνωρίζουμε ότι πονάμε, υπάρχει επίσης και η πραγματική, καθαρή αίσθηση».
Η προσπάθεια δημιουργίας μιας μηχανής που θα βιώνει τον πόνο ή τα χρώματα έτσι όπως εμείς ίσως απαιτήσει μια ριζική αναθεώρηση. Ο Πέντι Χαϊκόνεν, ηλεκτρολόγος μηχανολόγος και φιλόσοφος του Πανεπιστημίου του Ιλινόι στο Σπρίνγκφιλντ, πιστεύει ότι δεν θα δημιουργήσουμε ποτέ μια μηχανή που αισθάνεται χρησιμοποιώντας λογισμικά. Τα λογισμικά είναι μια γλώσσα, λέει, και άρα οι έξτρα πληροφορίες απαιτούν ερμηνεία. Αν κάποιος δεν μιλάει ελληνικά, για παράδειγμα, οι λέξεις «πόνος» ή «κόκκινο» δεν του λένε τίποτε. Αν όμως δει το κόκκινο χρώμα, αυτό έχει νόημα, όποια και αν είναι η γλώσσα του.
Οι περισσότεροι ηλεκτρονικοί υπολογιστές και τα ρομπότ που έχουν δημιουργηθεί ως τώρα λειτουργούν με λογισμικά. Ακόμη και αν είναι συνδεδεμένα με κάποια άλλη συσκευή, όπως π.χ. ένα μικρόφωνο, οι εισερχόμενες πληροφορίες πρέπει να μεταφραστούν σε σειρές ψηφίων, 1 και 0, για να περάσουν από επεξεργασία. «Τα ψηφία δεν δίνουν καμία αίσθηση και δεν φαίνονται κόκκινα» λέει ο κ. Χαϊκόνεν. «Εδώ χάνονται όλα».
Οχι όμως και για το ρομπότ του κ. Χαϊκόνεν. Η μηχανή του, ονόματι XCR, τα αρχικά του Experimental Cognitive Robot (πειραματικό γνωσιακό ρομπότ), αποθηκεύει και χειρίζεται τις εισερχόμενες αισθητηριακές πληροφορίες όχι μέσω κάποιου λογισμικού αλλά μέσω φυσικών αντικειμένων –στη συγκεκριμένη περίπτωση καλωδίων, αντιστάσεων και διόδων. «Το κόκκινο είναι κόκκινο, ο πόνος είναι πόνος χωρίς καμία ερμηνεία» λέει. «Είναι άμεσες εμπειρίες για τον εγκέφαλο».
Το XCR έχει κατασκευαστεί έτσι ώστε αν κάποιος το χτυπήσει με αρκετή δύναμη, το ηλεκτρικό σήμα που παράγεται το κάνει να αλλάζει κατεύθυνση –μια αντίδραση αποφυγής που αντιστοιχεί στον πόνο, λέει ο επιστήμονας. Το ρομπότ έχει επίσης μια πρωτόγονη ικανότητα μάθησης. Αν, όταν χτυπηθεί, κρατάει ας πούμε ένα μπλε αντικείμενο, το σήμα από τις φωτοδιόδους του που ανιχνεύουν το μπλε ανοίγει μόνιμα έναν διακόπτη. Στο εξής το ρομπότ συνδέει το μπλε χρώμα με τον πόνο και οποισθοχωρεί όταν το συναντά.
Αν δείτε το ρομπότ να εκπαιδεύεται είναι δύσκολο να μην το λυπηθείτε καθώς το χτυπούν με ένα ραβδί. «Κακό» λέει. «Πονάει, μπλε κακό». Την επόμενη φορά που ο κ. Χαϊκόνεν προσπαθεί να το σπρώξει προς ένα μπλε αντικείμενο, φεύγει μακριά. «Μπλε, κακό».
Από την άποψη των ρομποτικών επιτευγμάτων το να μάθει κάποιο να αποφεύγει ένα μπλε αντικείμενο δεν είναι κάτι σπουδαίο. Τα συμβατικά ρομπότ που βασίζονται σε λογισμικά μπορούν να το κάνουν κάνοντας ταυτόχρονα κατακόρυφο. Το γεγονός όμως ότι το XCR ξεπερνάει το λογισμικό, αποθηκεύοντας αισθητηριακές πληροφορίες στον υλικό εξοπλισμό του, το προχωράει ένα βήμα στον δρόμο προς τη συνείδηση, υποστηρίζει ο κ. Χαϊκόνεν. «Το περιεχόμενο της συνείδησης είναι περιορισμένο» λέει «όμως το φαινόμενο υπάρχει».
Εγκέφαλος σε κουβά
Ο ισχυρισμός αυτός γίνεται από τον κ. Χαϊκόνεν με μεγάλη επιφύλαξη, και δεν έχει πείσει ακόμη πολλούς άλλους. «Θα δίσταζα να πω ότι κάτι έχει συνείδηση όταν έχει ένα τόσο περιορισμένο ρεπερτόριο αντιδράσεων» λέει ο Μάρεϊ Σανάριαν, ο οποίος μελετά τη συνείδηση των μηχανών στο Imperial College του Λονδίνου. Παρ’ όλα αυτά πρόκειται για μια νέα προσέγγιση ενώ είναι η πρώτη φορά που ένας τέτοιος ισχυρισμός γίνεται από κάποιον σοβαρό ερευνητή της Τεχνητής Νοημοσύνης.
Αν ο κ. Χαϊκόνεν έχει δίκιο και δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε μηχανές που αισθάνονται με βάση τα λογισμικά, τότε όσο και αν μεγαλώσει, το επόμενο διαδίκτυο δεν πρόκειται ποτέ να αποκτήσει αισθήματα. Ενας εγκέφαλος όμως που βρίσκεται μέσα σε έναν κουβά και είναι συνδεδεμένος με μια προσομοίωση στον υπολογιστή –ένα κλασικό συλλογιστικό πείραμα της φιλοσοφίας –θα είχε συνείδηση. Ο κ. Χαϊκόνεν δεν λέει ότι η αντίληψη χρειάζεται ένα απτό, φυσικό σώμα, μόνο έναν απτό, φυσικό εγκέφαλο.
Είτε οι μηχανές του μέλλοντος λειτουργούν με λογισμικό είτε με απτούς εγκεφάλους, όπως αυτοί για τους οποίους μιλάει ο κ. Χαϊκόνεν, πώς θα ξέρουμε ότι έχουν αποκτήσει αισθήματα; Η αυτοαντίληψη είναι, εξ ορισμού, μια υπερβολικά υποκειμενική ιδιότητα. Η απάντηση είναι απλή, λέει ο κ. Ο’ Ρέιγκαν. Από τη στιγμή που θα αρχίσουν να συμπεριφέρονται όπως εμείς, θα πρέπει απλώς να υποθέσουμε ότι έχουν συνείδηση, όπως και εμείς.
Αν αυτό σας φαίνεται αδιανόητο, μην το ξεχνάτε, κάνουμε ακριβώς την ίδια υπόθεση για τους συνανθρώπους μας κάθε μέρα της ζωής μας.
Στο κάτω-κάτω, αν βρισκόσασταν ποτέ να συνομιλείτε με έναν εξωγήινο και είχατε μια συζήτηση παρόμοια με εκείνη που θα είχατε με έναν άνθρωπο «προφανώς θα συμφωνούσατε ότι έχει συνείδηση, ακόμη και αν αποδεικνυόταν ότι μέσα στον εγκέφαλό του είχε τυρί» λέει ο κ. Ο’ Ρέιγκαν. «Το τι είναι αυτό που στηρίζει τη συμπεριφορά του δεν έχει σχέση».

«Οταν λέω ότι έχω συνείδηση, αυτό ακριβώς είναι που με κάνει να έχω συνείδηση»
τονίζει ο επιστήμονας.
Celest Biever

***
«Αλλες» καταστάσεις
Στη ζώνη του λυκόφωτος

Θα σας άρεσε να έχετε μια διαφορετική συνειδησιακή εμπειρία χωρίς να χρειαστεί να πάρετε παραισθησιογόνες ουσίες; Εύκολο. Περνάμε σε μια τέτοια κατάσταση κάθε νύχτα όταν κοιμόμαστε, αν και είναι δύσκολο να την εκτιμήσουμε εκείνη τη στιγμή γιατί δεν έχουμε συνείδηση.
Δοκιμάστε όμως να δώσετε μεγαλύτερη προσοχή στο ενδιάμεσο στάδιο, εκεί που χάνετε την επαφή, το οποίο είναι γνωστό ως υπναγωγία. «Αν είστε καλός παρατηρητής, θα παρατηρήσετε ότι εκείνα τα σημεία έχουν ένα παραισθησιακό χαρακτηριστικό» λέει ο Τόρε Νίλσεν, ερευνητής του ύπνου στο Νοσοκομείο Sacré-Coeur του Μόντρεαλ στον Καναδά.
Δεν ξέρουμε τι είναι αυτό που προκαλεί την υπναγωγία, μια θεωρία όμως υποστηρίζει ότι ορισμένα τμήματα του εγκεφάλου κοιμούνται πριν από τα υπόλοιπα. «Είναι γνωστό ότι διάφορα μέρη του εγκεφάλου αποσυντονίζονται σε διαφορετικές στιγμές» λέει ο κ. Νίλσεν.
Η υπναγωγία μπορεί να εμπνεύσει τη δημιουργικότητα. Ο χημικός Φρίντριχ Αουγκούστ Κεκουλέ είχε την έμπνευσή του σχετικά με τη δομή δακτυλίου του βενζολίου ενώ τον είχε μισοπάρει ο ύπνος. Υπάρχει επίσης ο υπερρεαλιστής ζωγράφος Σαλβαδόρ Νταλί, ο οποίος συντονιζόταν με τη δημιουργικότητά του συνηθίζοντας να κοιμάται κρατώντας κρεμασμένο ένα κουτάλι επάνω από έναν μεταλλικό δίσκο. Καθώς τον έπαιρνε ο ύπνος το κουτάλι έπεφτε και ο θόρυβος τον ξυπνούσε απότομα ενώ οι εικόνες του ονείρου ήταν ακόμη φρέσκες στο μυαλό του.
Η υπναγωγία δεν είναι ωστόσο πάντα διασκεδαστική. Μερικές φορές μπορεί να πυροδοτήσει ένα τρομακτικό είδος παράλυσης του ύπνου, όταν η καταστολή των νεύρων που φυσιολογικά συνοδεύει τα όνειρά μας επέλθει προτού κάποιος αποκοιμηθεί εντελώς. «Η υπναγωγία είναι σε μεγάλο βαθμό ένας αχαρτογράφητος τομέας» λέει ο κ. Νίλσεν. «Ακόμη αναπτύσσουμε εργαλεία για να προσανατολιστούμε σε αυτόν».
Η προσέγγιση του κ. Νίλσεν είναι η ανίχνευση της ηλεκτρικής δραστηριότητας του εγκεφάλου με ηλεκτροεγκεφαλογράφημα ενώ οι εθελοντές προσπαθούν να πάρουν έναν υπνάκο έχοντας την εντολή να πατήσουν ένα κουμπί όταν αρχίσει η υπναγωγία. «Μερικές φορές θα πρέπει να έχετε δει αυτές τις παραισθησιακές μισοσχηματισμένες εικόνες που δεν είστε σίγουροι αν μπορείτε να τις πείτε εικόνες ονείρου. Υστερα σκέφτεστε «ίσως και να ήταν αλλά τώρα πάει»» εξηγεί. «Θέλει λίγη δουλειά για να διδάξετε τον εαυτό σας πώς να ξεχωρίζει αυτές τις υπερβολικά σύντομες εικόνες».
Liz Else
@ 2013 New Scientist Magazine, Reed Business Information Ltd.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ