Νομίζουμε ότι σε περιόδους κρίσης και δυσκολιών, όπως αυτή που διανύουμε, οι άνθρωποι τείνουν να έρχονται πιο κοντά και να αναπτύσσουν αισθήματα αλληλεγγύης. Και δεν βρισκόμαστε πολύ μακριά από την αλήθεια. Μόνο που όπως φαίνεται αυτό δεν ισχύει για όλους. Μελέτες δείχνουν ότι σε μια μερίδα του πληθυσμού συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Ακούγεται κυνικό ή βγαλμένο από κακής ποιότητας σαπουνόπερα, όμως μπροστά στο κοινωνικό χάος και στην οικονομική αβεβαιότητα οι περισσότερο πλούσιοι και προνομιούχοι αντί να μαλακώσουν γίνονται πιο σκληροί: κοιτάζουν πάνω από όλα να διασφαλίσουν την υλική τους ευημερία και «κόβουν» τους δεσμούς τους με την υπόλοιπη ανθρωπότητα θεωρώντας ότι έτσι θα διατηρήσουν τον πολυπόθητο έλεγχο της κατάστασης.
Το συμπέρασμα, το οποίο έρχεται από ερευνητές του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϊ, δεν εξέπληξε τους ειδικούς. «Τα τελευταία έξι-επτά χρόνια εδώ στο Μπέρκλεϊ έχουμε κάνει δεκάδες μελέτες που εξετάζουν τις συμπεριφορικές διαφορές ανάμεσα σε εκείνους που έχουν χρήματα και σε εκείνους που δεν έχουν» εξηγεί μιλώντας στο «Βήμα» ο Πολ Πιφ, κύριος συγγραφέας του σχετικού άρθρου που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «Journal of Personality and Social Psychology». «Εχουμε κάνει μελέτες στο εργαστήριο, μελέτες στον πραγματικό κόσμο, μελέτες online. Και έχουμε δει να αναδεικνύονται εντελώς διαφορετικά μοτίβα συμπεριφοράς ανάλογα με το υπόβαθρο της κοινωνικής τάξης – πόσα χρήματα έχει κάποιος, τι μόρφωση έχει, τι δουλειά έχει, πόσα χρήματα είχαν οι γονείς του και ούτω καθεξής».
Κοινωνικό χάσμα συμπεριφορών
Ποιες είναι αυτές οι διαφορετικές συμπεριφορές; Ενα γενικό συμπέρασμα όλης αυτής της δουλειάς είναι, όπως αναφέρει ο επιστήμονας, ότι τα άτομα χαμηλότερης κοινωνικής τάξης που έχουν λιγότερα χρήματα είναι πιο συμπονετικά, αισθάνονται περισσότερο οίκτο όταν βλέπουν άλλους να υποφέρουν, είναι πιο γενναιόδωρα και επιδεικνύουν περισσότερη αλληλεξάρτηση στις σχέσεις τους. «Οταν γνωρίζουν έναν ξένο» λέει «είναι πολύ πιο πιθανό να πιάσουν συζήτηση μαζί του, να του χαμογελάσουν, να τον κοιτάξουν στα μάτια – να κάνουν δηλαδή τα πράγματα που περιμένουμε να κάνει κάποιος όταν ενδιαφέρεται για μια αλληλεπίδραση». Και όλα αυτά για τους ειδικούς σημαίνουν ότι, αν και δεν έχουν χρήματα, οι άνθρωποι αυτοί επενδύουν πολλά στις κοινωνικές τους αλληλεπιδράσεις – στις σχέσεις τους με τους άλλους ανθρώπους.
Τα άτομα ανώτερης κοινωνικής τάξης με περισσότερα χρήματα συμπεριφέρονται εντελώς αντίθετα: είναι πολύ ανεξάρτητα, δεν θέλουν να βασίζονται σε άλλους, στις επαφές με ξένους ασχολούνται με το κινητό τους ή κοιτάζουν αλλού, αποφεύγουν την επαφή με τα μάτια και γενικώς κάνουν όλα όσα δείχνουν ότι δεν ενδιαφέρονται για την αλληλεπίδραση με τους γύρω τους. Επίσης είναι λιγότερο γενναιόδωρα και δείχνουν μειωμένα επίπεδα συμπόνιας. «Είναι πολύ λιγότερο πιθανό να ανταποκριθούν, ακόμη και σωματικά, στις μετρήσεις π.χ. των παλμών της καρδιάς τους, σε βίντεο που δείχνουν άλλους να υποφέρουν» λέει ο ερευνητής. «Πρόσφατα μάλιστα κάναμε μια μελέτη για την ηθική και βρήκαμε ότι τα άτομα ανώτερης τάξης είναι λιγότερο ηθικά, είναι πολύ πιο πιθανό να πουν ψέματα, να εξαπατήσουν ή να κάνουν διάφορα πράγματα για να κερδίσουν υλικό πλούτο σε μια προσπάθεια να βελτιώσουν τη θέση τους».

Η απειλή της οικονομικής κρίσης
Αυτά όλα έχουν παρατηρηθεί σε «ομαλές» συνθήκες, οι ερευνητές όμως θέλησαν να διερευνήσουν τι συμβαίνει σε περιόδους κοινωνικού χάους, οικονομικής κρίσης, πολιτικής αναταραχής ή και φυσικών καταστροφών όπως ένας σεισμός. Η μεγάλη κοινωνική αβεβαιότητα είναι μια απειλή πολύ πιο ισχυρή από τις συνηθισμένες, η οποία φθάνει βαθιά στον ψυχισμό μας, και άρα μπορεί να προκαλέσει πολύ διαφορετικές αντιδράσεις. «Πολλές καταστάσεις είναι απειλητικές, υπάρχουν πολλά είδη απειλής, όμως από όσα ξέρουμε από τη βιβλιογραφία της Ψυχολογίας η αίσθηση ότι εξωτερικοί παράγοντες θέτουν τη ζωή μας εκτός ελέγχου, την καθιστούν απρόβλεπτη ή αβέβαιη, είναι θεμελιωδώς απειλητική» εξηγεί ο δρ Πιφ. «Οταν οι άνθρωποι στρεσάρονται σε ένα τόσο θεμελιώδες επίπεδο θα κάνουν διάφορα πράγματα για να βάλουν περισσότερη τάξη στον κόσμο. Τέτοιες καταστάσεις άγχους και αβεβαιότητας εμφανίζονται συχνά, σε αυτές οι άνθρωποι νιώθουν ότι κανείς δεν ξέρει τι θα γίνει αύριο».
Οι ερευνητές διεξήγαγαν μια σειρά από μελέτες στο εργαστήριο, με εθελοντές διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων από διάφορα μέρη των Ηνωμένων Πολιτειών. «Τους χειραγωγήσαμε ώστε να έχουν την αίσθηση ότι ο κόσμος καταλαμβάνεται από την τυχαιότητα και το χάος και μετρήσαμε τις αντιδράσεις τους σε πολλά πειράματα» περιγράφει ο ερευνητής. Τα αποτελέσματα ήταν πάντοτε τα ίδια και έδειξαν ότι η διαχωριστική γραμμή «ανέχειας» και «ευημερίας» όχι μόνο παρέμενε αναλλοίωτη αλλά ενισχυόταν: στις συνθήκες αυτού του τόσο θεμελιώδους στρες οι έχοντες έδιναν ακόμη μεγαλύτερη προτεραιότητα στο «υλικό» χρήμα ενώ οι μη έχοντες στρέφονταν ακόμη περισσότερο στον «συναισθηματικό πόρο» των κοινωνικών σχέσεων.

Τα λεφτά σου ή τους φίλους σου;
Σε ένα πείραμα, για παράδειγμα, οι εθελοντές δέχθηκαν από τον εργοδότη τους μια πρόταση για αύξηση του μισθού τους υπό τον όρο να μετατεθούν σε άλλη πόλη, χάνοντας ουσιαστικά την επαφή με τους φίλους και τον κοινωνικό περίγυρό τους. «Οταν τους κάναμε να αισθάνονται ότι ο κόσμος ήταν χαοτικός, τα άτομα κατώτερης τάξης δεν ήθελαν με τίποτε τη δουλειά, ήθελαν να μείνουν με τους φίλους τους, εκεί όπου ένιωθαν άνετα και είχαν υποστήριξη» λέει ο κ. Πιφ. «Τα άτομα ανώτερης τάξης ήταν πιο πιθανό να πουν «θέλω τη δουλειά και δεν πειράζει αν χάσω τους φίλους μου»». Το πιο ενδιαφέρον, όπως τονίζει, ήταν ότι ακόμη και στα πειράματα όπου στους εθελοντές προσφέρθηκαν και οι δύο επιλογές – χρήματα και κοινωνικές σχέσεις – οι φτωχοί και πάλι έδωσαν μεγαλύτερο βάρος στις κοινωνικές σχέσεις: «Αυτό υποδηλώνει ότι ανάλογα με το υπόβαθρο κάποιου, το πώς μεγάλωσε, πόσα χρήματα είχαν οι γονείς του, πόσα χρήματα έχει ο ίδιος, ο προσανατολισμός του θα είναι πολύ διαφορετικός».
Γιατί συμβαίνει αυτό; «Πραγματικά δεν ξέρουμε» απαντά. «Εγώ υποθέτω ότι τα άτομα από κατώτερη κοινωνική τάξη εξαιτίας του κοινωνικοπολιτισμικού περιβάλλοντός τους ξέρουν πώς είναι να μην έχεις, ξέρουν πώς είναι να είσαι κοντά σε κάποιον που δεν έχει. Σε τέτοια περιβάλλοντα οι άνθρωποι συχνά συνεργάζονται και βοηθούν ο ένας τον άλλον, όταν στερείσαι στρέφεσαι προς τους άλλους για αλληλοβοήθεια και υποστήριξη». Σε αυτό το πλαίσιο η αντίδραση των φτωχών φαίνεται απολύτως λογική. Το παράδοξο, όπως τονίζει, βρίσκεται στην αντίδραση των πλουσίων, ιδιαίτερα μάλιστα τη στιγμή που η «συσπείρωση» απέναντι σε μια εξωτερική απειλή είναι ένας μηχανισμός αντίδρασης τόσο βασικός ώστε συναντάται στα περισσότερα ζώα.
«Το ότι τα άτομα ανώτερης κοινωνικής τάξης δεν κάνουν κάτι τέτοιο προκαλεί μεγαλύτερη έκπληξη» υπογραμμίζει ο κ. Πιφ. «Αυτό για μένα υποδηλώνει ότι τα αυξημένα επίπεδα πλούτου, τα αυξημένα επίπεδα προνομίων, κάνουν τους ανθρώπους να γίνονται όλο και πιο ανεξάρτητοι από τους άλλους, όλο και πιο απομονωμένοι». Πάρα πολλές μελέτες, όπως προσθέτει, έχουν δείξει στο παρελθόν ότι οι άνθρωποι που έχουν χρήματα απομονώνονται περισσότερο, εστιάζουν στα χρήματα και χάνουν την επαφή με τις κοινωνικές τους σχέσεις. «Σε περιόδους απειλής λοιπόν» καταλήγει «δεν θα θελήσουν να συνδεθούν με τους άλλους αλλά θα θελήσουν να γίνουν ακόμη περισσότερο ανεξάρτητοι, γιατί το να είναι αυτάρκεις, το να μπορούν να έχουν οι ίδιοι τον έλεγχο, το να μη στραφούν προς κάποιον άλλο είναι πολύ σημαντικό γι’ αυτούς».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ