Παρά τους αιώνες αφηγήσεων, κανένα τέρας του Λοχ Νες και κανένα θαλάσσιο ερπετό δεν έχει βρεθεί ποτέ. Τον 17ο αιώνα όμως εμφανίστηκε το δείγμα ενός παράξενου πλάσματος με μακρύ λαιμό το οποίο θα μπορούσε να εξηγήσει από πού είχαν προέλθει όλοι αυτοί οι υδάτινοι μύθοι – αρκεί να μην είχε παραπέσει.
Στα τέλη του 17ου αιώνα ο βοτανολόγος Νεχεμάια Γκρου δημοσίευσε έναν κατάλογο παράδοξων πραγμάτων που βρίσκονταν στην κατοχή της Βασιλικής Εταιρείας στο Λονδίνο. Το βιβλίο, με τον τίτλο «Musaeum Regalis Societatis», περιλαμβάνει την πρώτη επιστημονική περιγραφή ενός τομαριού που ανήκε σε μια ασυνήθιστη φώκια. Ο συγγραφέας γράφει: «Το σημείο στο οποίο κυρίως διαφέρει είναι το μήκος του λαιμού• γιατί από την άκρη της μύτης ως τα μπροστινά του πόδια και από εκεί ως την ουρά του έχει το ίδιο μήκος». Αντιθέτως ο λαιμός στις περισσότερες φώκιες έχει μόλις το μισό μήκος του κάτω μέρος του σώματός τους. Το 1751 η περιγραφή του Γκρου αναφέρθηκε από τον Τζέιμς Πάρσονς στο «Philosophical Transactions», την επιθεώρηση της Βασιλικής Εταιρείας. Ο Πάρσονς την είχε συμπεριλάβει στον κατάλογο των γνωστών ειδών που είχε συντάξει.
Εκτοτε κανείς δεν έχει δει το τομάρι, ούτε έχουν εμφανιστεί άλλα ανάλογα δείγματα. Θα μπορούσαν οι φώκιες με μακρύ λαιμό να έχουν πραγματικά υπάρξει; Η ιδέα εξακολουθεί να υπάρχει, αλλά έχει πλέον περιοριστεί στην κρυπτοζωολογία, την αναζήτηση των θεωρούμενων μυθικών ειδών. Οι κρυπτοζωολόγοι υποστηρίζουν ότι πολλά μυθικά πλάσματα ήταν κάποτε υπαρκτά και, για να στηρίξουν το επιχείρημά τους, φέρνουν ως παράδειγμα τα κολοσσιαία καλαμάρια ή το βασιλικό τσιτάχ.

Τέρατα που καραδοκούν
Μεταξύ των μυθικών ειδών που έχουν αντέξει περισσότερο στον χρόνο είναι τα «θαλάσσια ερπετά». Το τέρας του Λοχ Νες αποτελεί ένα «στεριανό» παράδειγμα, οι περισσότερες αφηγήσεις όμως είναι θαλασσινές. Μια δημοφιλής ιδέα είναι ότι πρόκειται για πλεσιόσαυρους, θαλάσσια ερπετά με μακρύ λαιμό που είχαν ζήσει πριν από 65 εκατομμύρια χρόνια. Η ιδέα όμως δεν μπορεί να σταθεί. Κατ’ αρχήν τα προϊστορικά αυτά ζώα δεν μπορούσαν να σηκώσουν το κεφάλι τους στην «πόζα κύκνου» που αποδίδεται στη Νέσι. Και παρ’ ότι άλλα πλάσματα που εθεωρείτο ότι έχουν εδώ και καιρό εξαφανιστεί έχουν βρεθεί να καραδοκούν σήμερα στους ωκεανούς – όπως το ψάρι κοιλάκανθος – είναι απίθανο ο πλεσιόσαυρος να απουσιάζει από τα ευρήματα απολιθωμάτων επί 65 εκατομμύρια χρόνια.
Το 1892 ο ολλανδός ζωολόγος Αντονι Κορνέλις Ούντεμανς είχε υποστηρίξει στο βιβλίο του «Το μεγάλο θαλάσσιο ερπετό» ότι τα τέρατα του είδους ήταν φώκιες με μακρύ λαιμό. Η ιδέα έτυχε παγερής υποδοχής, επανήλθε όμως το 1968 από τον κρυπτοζωολόγο Μπέρναρντ Χόιβελμανς στο βιβλίο του «Στο κατόπι των θαλάσσιων ερπετών».
Αν και η ύπαρξη μιας φώκιας με μακρύ λαιμό αποτελεί σήμερα στην καλύτερη περίπτωση εικασία, υπάρχουν κάποιες ενδείξεις. Το 2009 ο Μάικλ Γούντλεϊ του Πανεπιστημίου Royal Holloway του Λονδίνου και οι συνάδελφοί του είχαν εκτιμήσει ότι ως και 15 είδη πτερυγιόποδων, της ομάδας στην οποία ανήκουν οι φώκιες και οι θαλάσσιοι ελέφαντες, ίσως να μην έχουν ανακαλυφθεί ακόμη.
Ο κ. Γούντλεϊ επισημαίνει επίσης ότι κανένα εν ζωή ζώο δεν έχει πάρει τη θέση του μακρυλαίμη πλεσιόσαυρου. Επίσης απολιθώματα από φώκιες του Μειόκαινου – ενός πιθανού προγόνου τους – έχουν αναλογικά πιο μακρύ λαιμό από τις σημερινές φώκιες.
Κανένα καινούργιο πτερυγιόποδο δεν έχει ανακαλυφθεί από το 1953. Αν λοιπόν εμφανιζόταν ένα νέο είδος το γεγονός θα ήταν σημαντικό. Η έλλειψη επιβεβαίωσης των αφηγήσεων υποδηλώνει ότι το είδος δεν θα χρειαζόταν να βγαίνει τόσο συχνά στην επιφάνεια όσο άλλες φώκιες για να αναπνεύσει ή να αναπαραχθεί. Φυσικά θα μπορούσε επίσης να σημαίνει ότι απλώς δεν υπάρχει. Αν ωστόσο βρίσκαμε το τομάρι της φώκιας του Γκρου οι κρυπτοζωολόγοι θα ενθουσιάζονταν.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ