Το νεογέννητο δελφίνι κείτεται άψυχο στο νερό. Η μητέρα του προσπαθεί απεγνωσμένα να το συνεφέρει. Το σηκώνει ψηλά προσπαθώντας να επαναφέρει την αναπνοή του, το αγγίζει με τα πτερύγια και το ράμφος της, το «φωνάζει», αλλά μάταια. Το δελφινάκι είναι νεκρό και αυτή, απελπισμένη, φαίνεται σαν μη μπορεί να το πιστέψει _ είναι πραγματικά σαν να θρηνεί.

Η σκηνή είναι σπαρακτική, αλλά το πιθανότερο είναι ότι δεν πρόκειται να την παρακολουθήσετε «ζωντανά». Εδώ βιολόγοι που έχουν περάσει δεκαετίες ολόκληρες στη θάλασσα δεν έχουν δει ποτέ κάτι τέτοιο.

Θρήνος 48 ωρών!

Ο Ζοάν Γκονθάλβο Βιγιέγας όμως, θαλάσσιος βιολόγος του Ερευνητικού Ινστιτούτου Tethys (μιας ιταλικής μη κυβερνητικής οργάνωσης που ειδικεύεται στη μελέτη των κητωδών), είχε την «τύχη» να σταθεί μάρτυρας αυτού του γεγονότος. «Επεσε» επάνω του κάνοντας τη συνηθισμένη έρευνά του στον Κόλπο του Αμβρακικού, και μάλιστα όχι μόνο μία φορά. Την επόμενη ημέρα η μητέρα ήταν ακόμη εκεί συνεχίζοντας τις απεγνωσμένες προσπάθειες και τον θρήνο της. «Εμοιαζε σαν να μη μπορεί να αποδεχθεί το γεγονός» δηλώνει ο ερευνητής μιλώντας στο «Βήμα». «Αυτό ήταν ακόμη πιο σοκαριστικό γιατί σήμαινε ότι το ζώο αντιδρούσε κατ’ αυτόν τον τρόπο επί τουλάχιστον 48 ώρες».

Τον επόμενο χρόνο ο κ. Γκονθάλβο βρέθηκε μπροστά σε ένα παρόμοιο περιστατικό. Ενα μικρό ρινοδέλφινο ηλικίας δύο ως τριών μηνών, εμφανώς άρρωστο, επέπλεε με δυσκολία. Τα άλλα ενήλικα μέλη της ομάδας του κολυμπούσαν γύρω του ανήσυχα και προσπαθούσαν να το βοηθήσουν να μείνει στην επιφάνεια. Υστερα από λίγο ωστόσο – περίπου 40 λεπτά – το μικρό δελφίνι πέθανε. «Περίμενα η μητέρα, ή τουλάχιστον το ενήλικο δελφίνι που θεώρησα ότι ήταν η μητέρα γιατί κολυμπούσε πιο κοντά του, να αντιδράσει όπως το ζώο που είχαμε δει την προηγούμενη χρονιά» λέει ο βιολόγος. Αυτό όμως δεν συνέβη. Μόλις το πτώμα του μικρού βούλιαξε, τα υπόλοιπα δελφίνια έφυγαν αμέσως από εκείνο το σημείο.

Σαν άνθρωποι;

Αυτό τον έβαλε σε σκέψεις. Μήπως τα δελφίνια αντιδρούν διαφορετικά στον θάνατο ανάλογα με τις συνθήκες – ακριβώς όπως και οι άνθρωποι; «Στην πρώτη περίπτωση» λέει «η μητέρα φαινόταν σαν να μη μπορούσε να συμβιβαστεί με τον ξαφνικό θάνατο του μικρού της – όπως θα συνέβαινε και σε εμένα ή σε εσάς αν χάνατε κάποιον κοντινό σας άνθρωπο ξαφνικά, για παράδειγμα σε ένα τροχαίο. Στη δεύτερη ήταν σαν τα δελφίνια με κάποιον τρόπο να ήξεραν ότι το μικρό πέθαινε και να έμειναν κοντά του για να το βοηθήσουν και να του κρατήσουν συντροφιά ως το τέλος».

Το πένθος και η αίσθηση του θανάτου θεωρούνται αποκλειστικά ανθρώπινες ιδιότητες. Η διερεύνηση ανάλογων ιδιοτήτων στα ζώα αποτελούσε για πολύ καιρό ένα «ταμπού» για την επιστημονική έρευνα _ ένα «επικίνδυνο» ζήτημα που μόνο τελευταία ορισμένοι έχουν αρχίσει να προσεγγίζουν. «Η αλήθεια είναι ότι δεν είναι και τόσο αποδεκτό» απαντά ο κ. Γκονθάλβο. «Και αυτό γιατί εμπεριέχει ένα έντονα υποκειμενικό στοιχείο. Αυτού του είδους τις σκηνές όταν τις βλέπεις τις νιώθεις στο πετσί σου, είναι πολύ δύσκολο να αξιολογήσεις επιστημονικά τι ακριβώς συμβαίνει. Αυτό όμως ισχύει ουσιαστικά σε έναν βαθμό για κάθε είδους συμπεριφορική μελέτη στα ζώα».

Επιπλέον, όπως εξηγεί, οι εμπειρίες του είδους είναι σχετικά σπάνιες – «είμαι από τους πολύ λίγους που έχουν δει κάτι τέτοιο» λέει «και ακόμη κι αν συνεχίσω να δουλεύω με τον ίδιο τρόπο για τα επόμενα τριάντα χρόνια μπορεί να μην το δω ξανά ποτέ». Αυτό όχι μόνον εξαιτίας του νόμου των πιθανοτήτων που δεν φέρνει συχνά τους ειδικούς σε άμεση επαφή με σκηνές φυσικού θανάτου στη φύση, αλλά και επειδή η ενδεδειγμένη συμπεριφορά για έναν επιστήμονα που ασχολείται με τη διατήρηση των ειδών απέναντι σε ένα τέτοιο συμβάν είναι συνήθως διαφορετική από αυτήν που αποφάσισε να υιοθετήσει ο συγκεκριμένος βιολόγος.

Το κέρδος της μη παρέμβασης

«Ορισμένοι μπορεί να ρωτήσουν γιατί, για παράδειγμα, στην πρώτη περίπτωση δεν πήρα αμέσως το νεκρό νεογέννητο ώστε να κάνω νεκροψία και να διαπιστώσω τα αίτια του θανάτου του» λέει. «Δουλεύοντας όμως για το Tethys, όπου προσπαθούμε να είμαστε όσο το δυνατόν λιγότερο παρεμβατικοί στην έρευνά μας, η προτεραιότητά μου ήταν να εστιάσω περισσότερο στο να καταγράψω τη συμπεριφορά των δελφινιών. Επίσης θέλησα να σεβαστώ το ζώο που, όπως το έβλεπα, εκδήλωνε ένα είδος πένθους. Αισθάνθηκα ότι δεν ήταν σωστό να παρέμβω σε αυτό το γεγονός».

Αν είχε παρέμβει, όπως τονίζει, δεν θα είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει τα όσα διαδραματίστηκαν ούτε να παρατηρήσει τη διαφορά στις αντιδράσεις των δελφινιών στις δύο προαναφερόμενες περιπτώσεις. Το ερώτημά του αν τα ζώα – ή τουλάχιστον τα κοινωνικά ζώα όπως τα δελφίνια – έχουν μια ιδιαίτερη αίσθηση απέναντι στον θάνατο όπως ακριβώς και οι άνθρωποι δεν θα είχε γεννηθεί. «Φυσικά πρόκειται μόνο για μια υπόθεση» υπογραμμίζει.

Αυτή την υπόθεση ωστόσο έχει αποφασίσει να την εξετάσει και για τον λόγο αυτό συγκεντρώνει στοιχεία ετοιμάζοντας μια ευρύτερη μελέτη όχι μόνο για τα δελφίνια αλλά και για άλλα είδη. «Υπάρχουν λίγες σχετικές δημοσιευμένες επιστημονικές εργασίες, αλλά τα τελευταία δύο χρόνια συγκεντρώνω αναφορές από συναδέλφους μου και αυτές είναι αρκετές» λέει. «Παρόμοιες συμπεριφορές αναφέρονται όχι μόνο στα κητώδη αλλά και σε άλλα ανώτερα θηλαστικά, όπως οι χιμπαντζήδες ή οι ελέφαντες».

Το τελευταίο καταφύγιο

Τα δελφίνια του Αμβρακικού δεν είναι ωστόσο ξεχωριστά μόνον επειδή αυτή τη στιγμή αποτελούν το αντικείμενο μιας πρωτότυπης μελέτης. Στο σημείο αυτό της Ελλάδας παρατηρείται η μεγαλύτερη πυκνότητα πληθυσμού ρινοδέλφινων στη Μεσόγειο – ένα είδος που έχει αρχίσει να «αραιώνει» όλο και περισσότερο στα μεσογειακά νερά εξαιτίας της υπεραλίευσης και της ρύπανσης. Ο πληθυσμός των ρινοδέλφινων του Αμβρακικού παραμένει τα τελευταία χρόνια σταθερός, ενώ η περιοχή είναι προστατευόμενος υγροβιότοπος – έχει ενταχθεί μεταξύ άλλων στο δίκτυο Natura 2000 και έχει κηρυχθεί εθνικό πάρκο. Αυτό όμως, όπως τονίζει ο κ. Γκονθάλβο, δεν αποτελεί εγγύηση για το μέλλον τους.

Ως παράδειγμα φέρνει αυτό που συνέβη στο γειτονικό εσωτερικό Αρχιπέλαγος του Ιονίου. Η περιοχή αυτή – η οποία περιλαμβάνει την Ανατολική Λευκάδα, το Μεγανήσι και τον Κάλαμο και είναι επίσης ενταγμένη στο δίκτυο Natura 2000 – αποτελούσε μέχρι πρόσφατα έναν «παράδεισο» για το κοινό δελφίνι (Delphinus delphis) – είδος που κάποτε ήταν το πιο διαδεδομένο στη θάλασσά μας, αλλά σήμερα οι πληθυσμοί του έχουν συρρικνωθεί δραματικά, ενώ από το 2003 έχει κηρυχθεί απειλούμενο σε όλη τη Μεσόγειο. Ως μέλος του Ερευνητικού Ινστιτούτου Tethys, το οποίο βάσει διεθνών συμφωνιών παρακολουθεί τα δελφίνια και στις δύο αυτές περιοχές (τελευταία με τη συνδρομή των οργανώσεων Earthwatch, OceanCare και RAC/SPA), ο βιολόγος έχει «ζήσει» από κοντά αυτή την ιστορία.

«Από 150 κοινά δελφίνια που ζούσαν στο Αρχιπέλαγος το 1996 ο πληθυσμός μειώθηκε στα 15 ως το 2006-2007» λέει. «Αιτία σύμφωνα με όλα τα στοιχεία είναι η υπεραλίευση η οποία οδήγησε στην εξάντληση της τροφής τους». Οπως εξηγεί, στην περιοχή ψαρεύουν σχετικά λίγες τράτες βυθού και γριγρί, αλλά σε εντατικό ρυθμό και με στόχο κυρίως τα πελαγικά ψάρια – όπως η σαρδέλα, ο γαύρος και η παλαμίδα. «Τα πελαγικά ψάρια αποτελούν την κύρια τροφή των κοινών δελφινιών, αλλά και του τόνου και του ξιφία, δύο ειδών που επίσης έχουν υποστεί μεγάλη μείωση στην περιοχή».

Ραγδαία υποβάθμιση του περιβάλλοντος

Τα ρινοδέλφινα του Αμβρακικού δεν έχουν ανάλογο πρόβλημα. Αντιθέτως έχουν άφθονη τροφή – η βιομηχανική αλιεία απαγορεύεται εδώ – και αυτός άλλωστε είναι ένας λόγος που ο πληθυσμός τους είναι τόσο πυκνός και παραμένει σταθερός. «Προσέξτε όμως», επισημαίνει ο κ. Γκονθάλβο, «μιλάμε για μεγάλη πυκνότητα πληθυσμού επειδή έχουμε 150 ρινοδέλφινα σε μια συγκεκριμένη έκταση. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι πολλά. Με τους όρους της βιολογίας, 150 δεν είναι τίποτε. Και στον Αμβρακικό μπορεί να μην υπάρχει το πρόβλημα της υπεραλίευσης, υπάρχει όμως έντονο πρόβλημα υποβάθμισης του περιβάλλοντος».

Αυτό ακούγεται παράδοξο σε μια περιοχή που αποτελεί το μεγαλύτερο εθνικό πάρκο της Ελλάδας και προστατεύεται βάσει όχι μόνο μιας αλλά τεσσάρων διαφορετικών ευρωπαϊκών και διεθνών συνθηκών. Οπως εξηγεί όμως ο βιολόγος, τα μέτρα που έχουν προβλεφθεί για την προστασία του Αμβρακικού είναι ελλιπή. Για παράδειγμα, έχουν ληφθεί μέτρα για την προστασία των ψαριών με την απαγόρευση της εντατικής αλιείας. «Επιτρέπεται μόνο η μικρής κλίμακας αλιεία, συνεπώς από οικολογικής απόψεως μάλλον τα αποθέματα ψαριών στον Αμβρακικό είναι πλήρως βιώσιμα» λέει. Δεν έχει ληφθεί όμως κανένα μέτρο για την προστασία της ποιότητας του νερού.

«Οι παράγοντες που συνεισφέρουν στην υποβάθμιση του περιβάλλοντος στον Αμβρακικό είναι πολλοί» τονίζει. «Το στόμιο του κόλπου είναι πολύ στενό και πολύ ρηχό. Αυτή είναι και η μόνη σύνδεσή του με την ανοιχτή θάλασσα, κάτι το οποίο σημαίνει ότι η κυκλοφορία του νερού στο εσωτερικό του κόλπου είναι εξαιρετικά μειωμένη». Τα δύο μεγάλα ποτάμια που εκβάλλουν στον Αμβρακικό, ο Λούρος και ο Αραχθος, έχουν όπως επισημαίνει μειωμένη ροή εξαιτίας φραγμάτων που έχουν κατασκευαστεί κατά μήκος τους για αρδευτικά ή υδροηλεκτρικά έργα. «Επιπλέον» προσθέτει «εκτός του ότι η εισροή φρέσκου νερού από τους ποταμούς είναι μειωμένη τα νερά τους είναι μολυσμένα από παρασιτοκτόνα και άλλα ρυπογόνα στοιχεία».

Ευτροφισμός και υποξία

Ενα άλλο σημαντικό ζήτημα είναι ο ευτροφισμός _ η αύξηση των βακτηρίων και των φυκών που προκαλείται από την υπερβολική συγκέντρωση θρεπτικών γι’ αυτά συστατικών (όπως τα νιτρικά και τα φωσφορικά ιόντα από τα λιπάσματα και τα απορρυπαντικά που «πέφτουν» στο νερό) και οδηγεί σε μείωση του οξυγόνου. Εκτός από τα λύματα, όπως λέει ο κ. Γκονθάλβο, οι εκτεταμένες ιχθυοκαλλιέργειες στην περιοχή επιτείνουν την κατάσταση. «Οι ιχθυοκαλλιέργειες εισάγουν ακόμη περισσότερα οργανικά υλικά, με τις τροφές που ρίχνονται στο νερό και με αυτά που παράγουν τα εκτρεφόμενα ψάρια που είναι στριμωγμένα σε μεγάλες πυκνότητες μέσα στους κλωβούς».

Το πρόβλημα του ευτροφισμού και της υποξίας που αυτός συνεπάγεται φαίνεται να αυξάνεται με ταχύ ρυθμό τις τελευταίες δεκαετίες. «Πριν από 20 χρόνια» λέει ο βιολόγος «το Πανεπιστήμιο της Πάτρας είχε κάνει μια μελέτη και είχε διαπιστώσει ότι τα νερά του Αμβρακικού κάτω από τα 40 μέτρα βάθος είχαν σχεδόν μηδενικό οξυγόνο. Επανέλαβαν αυτή τη μελέτη πρόπερσι και είδαν ότι τα νερά με σχεδόν μηδενικό οξυγόνο ξεκινούσαν πλέον από τα 20 μέτρα βάθος». Αυτό σημαίνει ότι το 70% των νερών του Αμβρακικού είναι νεκρή ζώνη. Και ο αντίκτυπος είναι ήδη εμφανής. Πριν από δύο χρόνια τα μύδια που καλλιεργούνται εκεί κρίθηκαν τοξικά και ακατάλληλα προς κατανάλωση. Επισήμως η καλλιέργεια μυδιών, κυδωνιών και άλλων οστρακοειδών – που αποτελούν τα πιο «ευαίσθητα» στην ποιότητα του νερού είδη – έχει σταματήσει στον κόλπο.

Αμεση δράση από κράτος και πολίτες

Εξαιτίας όλων αυτών των προβλημάτων, αν και ο πληθυσμός των ρινοδέλφινων του Αμβρακικού εμφανίζεται ακόμη σταθερός, ο κ. Γκονθάλβο στην τελευταία του παρουσίαση στο διεθνές συνέδριο για τη διατήρηση των θαλάσσιων ειδών τον περασμένο Μάιο πρότεινε να κηρυχθεί το είδος απειλούμενο. «Αν δεν γίνει κάτι» λέει «τα ρινοδέλφινα του Αμβρακικού θα έχουν την τύχη των κοινών δελφινιών του Αρχιπελάγους».

Αυτό το «κάτι», όπως τονίζει, δεν αφορά μόνο τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν από το κράτος. Ο βιολόγος θεωρεί εξίσου σημαντική την «εκπαίδευση» του κοινού. Στο πλαίσιο αυτό, όπως τονίζει, το Tethys μετέχει στο πρόγραμμα LIFE-Θάλασσα μαζί με τη WWF, τη MOm – την οργάνωση για την προστασία της φώκιας Μonachus monachus – και το Ινστιτούτο Κητολογικών Ερευνών Πέλαγος. Το πιο επείγον κατά τη γνώμη του είναι το να αλλάξουμε νοοτροπία.

«Καταλαβαίνω ότι η Ελλάδα δεν είναι αυτή τη στιγμή στην καλύτερη περίοδο ώστε να δώσει προτεραιότητα στην προστασία του περιβάλλοντος» λέει. «Αυτό όμως που θεωρώ ότι είναι ζωτικής σημασίας είναι να αλλάξει η αντίληψη των Ελλήνων για τη φύση. Είμαι και εγώ από τη Μεσόγειο, είμαι Ισπανός, είμαι Καταλανός, δεν είναι ότι εμείς είμαστε πολύ καλύτεροι _ η Μεσόγειος δεν είναι το καλύτερο παράδειγμα σωστής διαχείρισης του περιβάλλοντος. Αγαπώ όμως βαθιά την Ελλάδα, έρχομαι εδώ δώδεκα χρόνια τώρα. Και με στενοχωρεί το γεγονός ότι έχετε μια υπέροχη χώρα, μια από τις ωραιότερες στον κόσμο, αλλά οι Ελληνες δεν το συνειδητοποιούν. Θεωρούν αυτή την ομορφιά δεδομένη και νομίζουν ότι θα μείνει έτσι ανεξαρτήτως από το τι κάνουμε και ότι ακόμη και αν εμείς οι άνθρωποι δεν κάνουμε τα πράγματα σωστά, αν δεν τα φροντίσουμε, αυτά θα μείνουν όπως είναι. Με συγχωρείτε όμως, δεν θα μείνουν έτσι. Η Ελλάδα δεν είναι η ίδια Ελλάδα που είχα ανακαλύψει πριν από μία δεκαετία. Και αν η υποβάθμιση συνεχιστεί με αυτόν τον ρυθμό η Ελλάδα δεν θα είναι η ίδια τα επόμενα χρόνια».

ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΒΟΡΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟ

Τα δελφίνια προστατεύονται στην Ελλάδα στο πλαίσιο της ACCOBAMS, της συνθήκης που έχουν υπογράψει οι χώρες της Μεσογείου και του Εύξεινου Πόντου για την προστασία των κητωδών. Ο Τζουζέπε Νοταρμπάρτολο ντι Σιάρα, διευθυντής του Ερευνητικού Ινστιτούτου Tethys, υπήρξε πρόεδρος της επιστημονικής επιτροπής της ACCOBAMS επί σχεδόν μία δεκαετία ως πέρυσι και έχει μια πιο «σφαιρική» άποψη της κατάστασης.

Τα μόνα δελφίνια που παρακολουθούνται επισήμως από το Tethys είναι αυτή τη στιγμή αυτά του Αμβρακικού και του Εσωτερικού Αρχιπελάγους του Ιονίου. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τα συγκεκριμένα κητώδη, τα οποία φαίνονται να «κρατάνε» ακόμη στη χώρα μας αφού πλέον έχουν αποδεκατιστεί στο μεγαλύτερο μέρος της Μεσογείου, δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα και αλλού.

«Μας ανησυχεί ιδιαίτερα η κατάσταση του κοινού δελφινιού, το οποίο την τελευταία δεκαετία έχει γίνει πολύ σπάνιο στη Μεσόγειο» λέει ο κ. Νοταρμπάρτολο ντι Σιάρα μιλώντας στο «Βήμα». «Ξέρουμε ότι υπάρχουν κοινά δελφίνια στο Βόρειο Αιγαίο. Δεν ξέρουμε πόσα, δεν ξέρουμε πού ακριβώς είναι κατανεμημένα, πού βρίσκονται οι κύριοι οικότοποί τους, αν υπάρχουν προβλήματα με την αλιεία, δεν ξέρουμε τίποτε».

Οι πληροφορίες έρχονται από ψαράδες και από βιολόγους που εργάζονται σε ιχθυοτροφεία στην περιοχή της Καβάλας. Επειδή το κοινό δελφίνι έχει κηρυχθεί απειλούμενο σε όλη τη Μεσόγειο, οι όποιοι πληθυσμοί του, έστω και μικροί, θεωρούνται άξιοι προστασίας. «Νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό να δούμε ποια είναι η κατάσταση των κοινών δελφινιών στο Βόρειο Αιγαίο» δηλώνει. «Το Βόρειο Αιγαίο είναι παραγωγική περιοχή σε σύγκριση με το μεγαλύτερο μέρος της Μεσογείου εξαιτίας των ποταμών, εξαιτίας των ανοδικών ρευμάτων και των ωκεανογραφικών διαδικασιών, και νομίζω ότι πρέπει να πάμε εκεί και να δούμε τι γίνεται».

Τα μέσα για τη βελτίωση των συνθηκών του περιβάλλοντος των δελφινιών – και του δικού μας – υπάρχουν, όπως τονίζει. Πέρυσι συνέταξε για λογαριασμό της WWF και της MΟm μια στρατηγική για τη διατήρηση των κητωδών σε πανελλήνιο επίπεδο, η οποία απλώς… περιμένει να υιοθετηθεί. «Ελπίζω αυτό να γίνει» λέει. «Ξέρω ότι η κατάσταση είναι δύσκολη στην Ελλάδα, όμως δεν είναι κάτι το οποίο θα αποτελέσει οικονομικό βάρος γιατί οπωσδήποτε θα βρεθούν χρηματοδότες για αυτόν τον σκοπό. Πιστεύω ότι είναι κυρίως ζήτημα πολιτικής βούλησης».