ΛΟΝΔΙΝΟ. Η νυχτερινή οδήγηση για περισσότερες από τρεις ώρες χωρίς διάλειμμα είναι εξίσου επικίνδυνη με το να έχει καταναλώσει ο οδηγός αλκοόλ, σύμφωνα με νέα μελέτη ειδικών του Πανεπιστημίου της Ουτρέχτης στην Ολλανδία. Οι ερευνητές παρακολούθησαν 14 υγιείς νεαρούς ηλικίας 21-25 ετών και διαπίστωσαν ότι η οδήγηση μέσα στη νύχτα επιδρά στην απόδοση του οδηγού όσο το να έβγαινε θετικός σε αλκοτέστ! Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι δύο ώρες νυχτερινής οδήγησης αντιστοιχούν με το να έχει καταναλώσει ο οδηγός δύο-τρία ποτά.

Εκτιμάται ότι το ένα πέμπτο όλων των τροχαίων ατυχημάτων οφείλεται στην υπνηλία των οδηγών- μάλιστα ένας στους τρεις οδηγούς παραδέχεται πως νυστάζει όταν οδηγεί τη νύχτα. Ωστόσο, σε αντίθεση με την κατανάλωση αλκοόλ, η οποία μπορεί να γίνει αντιληπτή από τους αστυνομικούς, δεν είναι δυνατόν οι Αρχές να μετρήσουν τη… νύστα των οδηγών. Ετσι οι ολλανδοί ερευνητές υπέβαλαν σε δοκιμασίες οδήγησης τους 14 εθελοντές τους. Τους ζήτησαν να οδηγήσουν δύο, τέσσερις και οκτώ ώρες χωρίς διάλειμμα μέσα στη νύχτα. Καθ΄ όλη τη διάρκεια της οδήγησης οι επιστήμονες κατέγραφαν σε βίντεο την οδηγική συμπεριφορά των νεαρών, ενώ στη συνέχεια συνέκριναν την απόδοσή τους με τα όσα είναι γνωστά σχετικά με την επίδραση που έχει το αλκοόλ στην ικανότητα οδήγησης.

Οπως αναφέρουν οι επιστήμονες στο επιστημονικό περιοδικό «Journal of Sleep Research», ύστερα από μόλις δύο ώρες πίσω από το τιμόνι οι οδηγοί έκαναν τα ίδια λάθη σαν να είχαν καταναλώσει αλκοόλ πάνω από το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο των 0,5 γραμμαρίων/ λίτρο αίματος που τίθεται στη χώρα μας όταν γίνονται αλκοτέστ. Στις τρεις ώρες οδήγησης η οδηγική ικανότητά τους αντιστοιχούσε σε περιεκτικότητα αλκοόλης στο αίμα της τάξεως των 0,8 γραμμαρίων/ λίτρο αίματος (πολύ πάνω από το επιτρεπόμενο όριο). Με βάση τα ευρήματά τους οι ειδικοί αναφέρουν ότι οι οδηγοί πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη τους την υπνηλία κατά τη διάρκεια της οδήγησης, αφού αυτή αποτελεί μία από τις κύριες αιτίες τροχαίων ατυχημάτων. Ζητούν να τεθεί από τις κυβερνήσεις όριο συνεχούς νυχτερινής οδήγησης, το οποίο δεν θα ξεπερνά τις δύο ώρες, προκειμένου να μειωθούν τα τροχαία ατυχήματα και δυστυχήματα.