ΠΡΙΝ από μερικά χρόνια η ποιότητα του κρασιού μαυροδάφνη γινόταν αντικείμενο πολλών συζητήσεων και προβληματισμών. Ενα πράγμα ήταν σαφές σε όλους: ότι το κρασί-σύμβολο του αχαϊκού αμπελώνα είχε χάσει την ταυτότητά του, δεν ήταν ο παλιός του εαυτός. Το Εργαστήριο Αμπελολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών κλήθηκε να διαλευκάνει το μυστήριο. Τι είχε συμβεί; Κάνοντας χρήση μοντέρνων τεχνικών ταυτοποίησης, οι έλληνες ερευνητές διαπίστωσαν ότι η καλλιέργεια μαυροδάφνης είχε υποκατασταθεί από την καλλιέργεια μιας ποικιλίας η οποία ονομάζεται «Ρενιώ». Οπως προέκυψε από την επιτόπια έρευνα των επιστημόνων, ύστερα από μια περίοδο φυλλοξήρας χρησιμοποιήθηκαν για την αναμπέλωση κληματίδες της ποικιλίας Ρενιώ. Η επιλογή της συγκεκριμένης ποικιλίας βασίστηκε κυρίως στην αυξημένη παραγωγικότητά της σε σχέση με τη μαυροδάφνη. Αλλά καθώς τα χαρακτηριστικά της διαφέρουν σαφώς από αυτά της μαυροδάφνης (π.χ., η περιεκτικότητά της σε σάκχαρα φθάνει τα 170-180 γραμμάρια ανά λίτρο, ενώ της μαυροδάφνης τα 210-220 γραμμάρια) και καθώς βαθμιαία αυξανόταν η καλλιεργήσιμη έκτασή της, η πτώση της ποιότητας του αχαϊκού κρασιού ήταν δεδομένη.

Αν διερωτάσθε πώς είναι δυνατόν να μην αναγνωρίζει κανείς το φυτό που καλλιεργεί και να προβαίνει σε τέτοιου είδους λανθασμένες αποφάσεις, θα βρείτε την απάντηση ξεφυλλίζοντας το βιβλίο «Αμπελογραφία» του καθηγητή Μανώλη Σταυρακάκη. Οπως μπορεί κανείς εύκολα να διαπιστώσει, το γυμνό μάτι δεν αρκεί για την ταυτοποίηση των ποικιλιών. Απαιτείται σκληρή εργασία για να προσδιοριστούν οι χαρακτήρες της κάθε ποικιλίας και εφαρμογή σύγχρονων μοριακών τεχνικών για την ταυτοποίησή τους.

Η ύπαρξη των εν λόγω τεχνικών και η εδώ και χρόνια αξιοποίησή τους από το Εργαστήριο Αμπελολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου (και όχι μόνο) κατέστησαν σαφή την ανάγκη συστηματικοποίησης των γνώσεων που παρήχθησαν τις τελευταίες δεκαετίες. Το μέγεθος ενός τέτοιου πονήματος είναι αξιοσημείωτο. Δεν είναι τυχαίο ότι η προηγούμενη ελληνική αμπελογραφία αποτέλεσε έργο ζωής του αείμνηστου Βάσσου Κριμπά, ενώ η έκδοση και μόνο του τρίτομου έργου του απαίτησε σχεδόν μία δεκαετία και ολοκληρώθηκε το 1949.

Η ταυτοποίηση των ποικιλιών αμπέλου με γυμνό μάτι είναι αδύνατη. Αυτό της φωτογραφίας πάντως ανήκει στην ποικιλία Μπατίκι η οποία μας ήλθε από τη Μικρά Ασία και καλλιεργείται κυρίως στον Νομό Λάρισας

Η εμπειρία 30 χρόνων μελέτης των ελληνικών ποικιλιών περικλείεται στην «Αμπελογραφία» του Σταυρακάκη. Το ογκώδες βιβλίο είναι κατ΄ αρχάς ένα φοιτητικό εγχειρίδιο. Ωστόσο δεν είναι μόνο αυτό: πρόκειται για μια πολυτελή έκδοση στις 330 σελίδες της οποίας υπάρχουν όλες οι πληροφορίες που θα ήθελε να γνωρίζει κάθε αμπελοκαλλιεργητής και κάθε οινοπαραγωγός (επαγγελματίας ή ερασιτέχνης) για κάθε είδος και ποικιλία της ελληνικής αμπέλου. Σε κάθε περίπτωση, υπάρχει μια εκτενής εισαγωγή στην οποία αναφέρονται τα συνώνυμα, η καλλιεργητική έκταση που καλύπτει η ποικιλία και βιβλιογραφικές αναφορές σε αυτή. Στη συνέχεια δίδονται οι αμπελογραφικοί χαρακτήρες και τα φαινολογικά στάδια και τέλος οι ιδιότητες και η καλλιεργητική συμπεριφορά της. Εξαιρετικής ποιότητας φωτογραφίες συνοδεύουν τα κείμενα, ενώ στο τέλος του βιβλίου οι βιβλιογραφικές αναφορές και μια σειρά από ευρετήρια (για τις βραχυγραφίες, για τα είδη, τις ποικιλίες και τα συνώνυμα, για τις αμπελουργικές περιοχές της χώρας) το καθιστούν εξαιρετικά φιλικό στον χρήστη. Τέλος, ένα άλλο στοιχείο που εντυπωσιάζει στην «Αμπελογραφία» του Μανώλη Σταυρακάκη είναι το εξαιρετικά καλαίσθητο στήσιμο του βιβλίου που μπορεί να σταθεί επαξίως σαν ένα coffee table book.

soufleri@tovima.gr