Στο «βιβλίο» της Νέας Γενετικής και ειδικότερα μετά τη χαρτογράφηση του γονιδιώματος του ανθρώπου, ένα νέο «κεφάλαιο» αρχίζει να γράφεται· είναι το «κεφάλαιο» της διατροφογενετικής και διατροφογονιδιωματικής, που πραγματεύεται τη δράση των θρεπτικών συστατικών στην υγεία μας σε σχέση με τις γενετικές παραλλαγές και τη γονιδιακή έκφραση, αντίστοιχα. Σημαντικά ζητήματα του εν λόγω «κεφαλαίου» είναι η εξατομικευμένη διατροφή, αλλά και η σχετική δημόσια πολιτική.

Κατ΄ αναλογία με την εξατομικευμένη ιατρική- κατά την οποία η προσπάθεια εστιάζεται στην αποκάλυψη προσωπικών μονονουκλεοτιδικών πολυμορφισμών, μεταλλάξεων δηλαδή, υπεύθυνων για την εκδήλωση μιας συγκεκριμένης ασθένειας και τον επιχειρούμενο σχεδιασμό εξατομικευμένων σχετικών φαρμάκων – είναι και η εξατομικευμένη διατροφή· με τα θρεπτικά συστατικά να δρουν ανάλογα με το γενετικό υπόβαθρο του καθενός και να επηρεάζουν τη γονιδιακή έκφραση. Τέτοιες επιδράσεις σχετίζονται με τη διατήρηση της υγείας αλλά και με την πρόληψη ή επιδείνωση ασθενειών.

Η περίπτωση της οστεοπόρωσης
Η οστεοπόρωση λ.χ. είναι μεταβολική ασθένεια των οστών, που χαρακτηρίζεται από μειωμένη οστέινη μάζα και επιδείνωση του οστέινου ιστού, κατάσταση η οποία κάνει εύθραυστα τα οστά και προκαλεί μεγάλα προβλήματα στις μεγάλες ηλικίες. Ο μεγάλος βαθμός εμφάνισης της νόσου, που αναμένεται να αυξηθεί κατά τις επόμενες δεκαετίες, καθώς και το κόστος αντιμετώπισης κάποιας θεραπείας υπαγορεύουν την ανάπτυξη προληπτικών στρατηγικών. Τέτοια στρατηγική αφορά τη συσχέτιση της Μοριακής Γενετικής με τον ρόλο της διατροφής, προκειμένου να υπάρξει, σε επιστημονική βάση, μια εφαρμογή της αρχής της εξατομικευμένης διατροφής, συμβουλεύοντας τα άτομα να ακολουθούν ειδική διατροφή στη βάση της γενοτυπικής τους σύστασης.

Η εν λόγω ασθένεια είναι περίπλοκης αιτιολογίας, καθώς η εκδήλωσή της διαμορφώνεται από την αντίδραση περιβαλλοντικών παραγόντων (διατροφή, κάπνισμα, φυσική δραστηριότητα κ.ά.) και ποικίλων γονιδίων· με το καθένα να ασκεί ήπια δράση στην πυκνότητα των οστών σε μέταλλα και σε άλλους παράγοντες επικινδυνότητας της θραύσης. Τέτοιο γονίδιο λ.χ. είναι του υποδοχέα της βιταμίνης D (VDR), η επίδραση του οποίου τροποποιείται από το ασβέστιο της διατροφής, από τη βιταμίνη D, την καφεΐνη ή άλλους διατροφικούς παράγοντες· όπως και με την αντίδραση του γονιδίου αυτού με άλλα γονίδια, με το γονίδιο α, λ.χ., του υποδοχέα του οιστρογόνου (ΕRα). Μερικά άλλα σχετιζόμενα γονίδια με την οστεοπόρωση είναι του γονιδίου β του υποδοχέα του οιστρογόνου (ΕRβ), της απολιποπρωτεΐνης Ε (ΑpoΕ) και της μεθυλενοτετραϋδροφολικής αναγωγάσης (ΜΤΗFR).

Η κατανόηση της αντίδρασης των κληρονομικών αυτών παραγόντων με περιβαλλοντικούς, ειδικότερα με τους διατροφικούς, μπορεί να ΄ναι η βάση πρόληψης και θεραπείας της οστεοπόρωσης, η βάση της εξατομικευμένης διατροφής για την υγεία των οστών· τέτοιες όμως έρευνες είναι επί του παρόντος πολύ περιορισμένες και φειδωλές στα αποτελέσματά τους, καθώς δεν παρέχουν ακόμη την επιστημονική βάση για τη συμβουλή εφαρμογής μιας συγκεκριμένης διατροφής, ανάλογης με το γενότυπο του ατόμου. Γι΄ αυτό η πολυπλοκότητα της εκδήλωσης και ανάπτυξης της πάθησης δεν έχει καμφθεί.

Τα γονίδια της παχυσαρκίας
Σε ανάλογο επίπεδο βρίσκεται και η κατανόηση της παχυσαρκίας, στην ανάπτυξη της οποίας συμμετέχουν διάφοροι εξωγενείς περιβαλλοντικοί παράγοντες (τρόπος ζωής, ποιότητα και ποσότητα της διατροφής), αλλά και ενδογενείς γενετικοί παράγοντες. Τις τελευταίες δεκαετίες έχει γίνει πρόοδος στη χαρτογράφηση γονιδίων, τα οποία επηρεάζουν μια ποικιλία χαρακτηριστικών που σχετίζονται με την παχυσαρκία και ειδικότερα με τη συγκέντρωση λιπώδους ιστού. Σημαντικό είναι ακόμη το ότι τέτοιες έρευνες δείχνουν την εμπλοκή γονιδίων, που ρυθμίζουν την όρεξη, όπως λ.χ. το ΡΟΜC και το ΜCR4· άλλες προσπάθειες που γίνονται αφορούν επίσης την ταυτοποίηση γονιδίων, τα οποία εμπλέκονται άμεσα στην ποσότητα της τροφής που παίρνουμε· χωρίς όμως επιτυχία κάποιας ουσιαστικής νίκης.

Μπορεί λοιπόν να μην έχουμε ακόμη τη δυνατότητα να ρυθμίζουμε πάντοτε μια υγιεινή διατροφή ανάλογα με τις παραλλαγές των γονιδίων μας· ωστόσο, έχουν τεθεί οι βάσεις, ειδικότερα μετά τη χαρτογράφηση του γονιδιώματός μας, για την ανίχνευση και τη χάραξη μιας δημόσιας πολιτικής στη διατροφή που θα ενδυναμώσει πολλές από τις στρατηγικές, οι οποίες χρησιμοποιούνται για περαιτέρω βελτίωση της υγείας. Απαραίτητη βέβαια προϋπόθεση είναι η διαθεσιμότητα, η προσβασιμότητα και η χρησιμοποίηση των τροφίμων· με τη διατροφική δημόσια υγεία να αφορά την ανάπτυξη στρατηγικών πληθυσμιακής βάσης και την προώθηση της καλής υγείας μέσα από την υγιεινή διατροφή.

Ηθικά διλήμματα
Από ηθικής πλευράς μια τέτοια στρατηγική σημαίνει περισσότερο καλό για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού· όταν όμως παρεμβαίνει η κερδοσκοπία και η ανευθυνότητα, όπως έγινε με την Πράσινη Επανάσταση ή πάει να γίνει με τη Βιοτεχνολογική Νέα Πράσινη Επανάσταση των μεταλλαγμένων (νεοφανών) τροφίμων, τότε χάνεται κάθε ηθική διάσταση και εμφανίζονται τεράστια προβλήματα με δισεκατομμύρια πεινασμένους και εκατομμύρια παιδιά νεκρά από την πείνα· τη μεγαλύτερη ταπείνωση του ανθρώπου.

Το πρόβλημα όμως εκτείνεται και στο γεγονός ότι οι προσπάθειες για μια δημόσια διατροφική υγεία δεν ολοκληρώνονται σχεδόν ποτέ. Π.χ. μπορεί να έχουν καμφθεί ασθένειες (υπερθυρεοειδισμός λ.χ.) που οφείλονται στην έλλειψη ιωδίου σε προδιαθεσικούς πληθυσμούς που ζουν σε ελλειμματικά ως προς το στοιχείο αυτό περιβάλλοντα, αλλά οι άνθρωποι αυτοί θα πρέπει να προσλαμβάνουν ιώδιο συνεχώς. Η ασφάλεια των τροφίμων είναι μια άλλη παράμετρος, η ποιότητα επίσης, όπως και το κόστος, η αισχροκέρδεια και οι πολυεθνικές πολιτικές που προκαλούν επισιτιστικές κρίσεις.

Γι΄ αυτό η ερευνητική προσπάθεια έχει ιδιαίτερο ρόλο σε αυτήν την κρίσιμη οικονομική, πολιτική και κοινωνική πλανητική κατάσταση· π.χ. ο ρόλος της έρευνας των Γενετικά Τροποποιημένων Οργανισμών αμφισβητείται έντονα από όσους κατανοούν τη διεπιστημονική κατάσταση και τους σχετικούς κινδύνους που αποκαλύπτονται συνεχώς· γι΄ αυτό, προκειμένου να εξαχθούν μακροπρόθεσμα οφέλη από μια νέα τεχνολογία, η κοινωνία θα πρέπει να εξισορροπήσει κάποια φαινομενικά οφέλη με τους επιστημονικούς περιορισμούς και τους κοινωνικούς κινδύνους.

Υπό ένα τέτοιο πρίσμα μπορεί να φωτισθεί και η απόφαση των κυβερνήσεων της Ιρλανδίας και της Εσθονίας να δημιουργήσουν βάσεις γενετικών δεδομένων για ολόκληρο τον πληθυσμό τους· δεδομένα που σε συνδυασμό με στατιστικά στοιχεία της δημόσιας υγείας θα βοηθήσουν τις κυβερνήσεις αυτές να χαράξουν τις μελλοντικές στρατηγικές υγείας και τις χρηματοδοτήσεις τους. Πώς όμως, όταν διακυβεύονται τα προσωπικά γενετικά δεδομένα και όταν το επιστημονικό πλαίσιο δεν έχει πειστικές απαντήσεις για πολλά ερωτήματα δημόσιας διατροφικής (ή μη) υγείας;

Καλό είναι λοιπόν να έχουμε οράματα, να μιλάμε λ.χ. για εξατομικευμένη διατροφή, εξατομικευμένη ιατρική και σφριγηλή δημόσια διατροφική υγεία· αλλά από τη θεωρία ως την πράξη, η απόσταση είναι μεγάλη, όση μεταξύ γενοτύπου και φαινοτύπου. Γι΄ αυτό οι επιστήμονες δεν γνωρίζουν όλες τις απαντήσεις για τα προβλήματα που αναφύονται. Επιχειρούμε όμως την παρουσίασή τους για να γίνει κατανοητό ότι υπάρχουν όρια σε όλα· και στα επιστημονικά ζητήματα. Γι΄ αυτό η στάση ζωής του καθενός, το κοσμοείδωλο που διαμόρφωσε ή διαμορφώνει, μέσα από την παιδεία του, είναι η πιο πειστική απάντηση στην κάθε μορφής πρόκληση· ακόμα και αν αυτή αφορά το τι τρώμε.

Ο κ. Σ Ν. Αλαχιώτης είναι καθηγητής Γενετικής.