Στην προηγούμενη επικοινωνία μας για τα γεροντογονίδια ίσως έμειναν κάποιες απορίες στον προσεκτικό αναγνώστη για ένα θέμα ενδιαφέρον αλλά και θολό, για το οποίο οι γνώσεις μας είναι πολλές αλλά και κατακερματισμένες, με αποτέλεσμα να μη συνιστούν ικανή γνώση για το ερώτημα γιατί η φύση που δημιουργεί με τους «σοφούς» μηχανισμούς της το σώμα μας το εγκαταλείπει στο τέλος, το απαρνείται και το μετατρέπει σε αναλώσιμο. Η γήρανση και ο θάνατος, όπως και το γιατί διάφορα είδη ζουν διαφορετικό χρόνο, παρ’ όλο που είναι οφθαλμοφανή γεγονότα, δεν έχουν μια εμφανή εξήγηση.


Γιατί λοιπόν ένα στρείδι που βρέθηκε τελευταία είχε ζήσει 440 χρόνια; Και γιατί μερικά έντομα ζουν λιγότερο από μία εβδομάδα; Τα φυτά, πάλι, ποικίλλουν ως προς τον χρόνο ζωής τους – από μερικές ημέρες μέχρι αιώνες. Πώς όμως παραμένει η γεννητική μας γραμμή αθάνατη και μας συνδέει μέσω της εξέλιξης με την πρώτη ζωή – 3,8 δισεκατομμύρια χρόνια πριν -, με οργανισμούς όπως τα βακτήρια λ.χ., με τα οποία μοιραζόμαστε κάποιο γενετικό υλικό; Πώς τα γονίδιά μας παραμένουν αθάνατα, αλλά εμείς γερνάμε και πεθαίνουμε, όσο καλά και να ζούμε; Τα ωάρια και τα σπερματοζωάρια είναι μέρος του σώματός μας το οποίο πεθαίνει, αλλά η γεννητική μας σειρά επιβιώνει ατέλειωτα· και ας υπάρχουν τα ίδια γονίδια, με την ίδια βιοχημεία, και στα κύτταρα της γεννητικής σειράς και στα σωματικά κύτταρα.


Λάθος ή όφελος;


Αυτή η σωματική αποποίηση από τη φύση δεν είναι κάποιο «θανατηφόρο» λάθος της βιόσφαιρας· είναι ένα όφελος για τη διατήρηση της ζωής, που πρέπει να αναπαράγεται για να υπάρχει· και για να αναπαράγεται ο κάθε οργανισμός, πρέπει να επενδύει περισσότερη ενέργεια σε σχέση με αυτήν που πρέπει να ξοδεύει για να διατηρείται μόνο το σώμα του για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς να αφήνει απογόνους· είναι μια νομοτέλεια βασισμένη στον λόγο κόστους / οφέλους που η φύση διαχειρίζεται με περισσή σοφία. Και τούτο διότι η αναπαραγωγική ωρίμανση είναι ένας κύριος στόχος της φυσικής επιλογής· γι’ αυτό μετά την ολοκλήρωση του αναπτυξιακού αυτού σταδίου εξασθενεί η πίεσή της και αρχίζει ουσιαστικά η γήρανση, με προσθετική τη διεργασία των εκφυλιστικών διεργασιών.


Η εξήγηση στο φαινόμενο αυτό προβάλλεται στο ότι τα γονίδια και οι μηχανισμοί που προκαλούν τον σωματικό εκφυλισμό ξεφεύγουν από τη δράση της φυσικής επιλογής, διότι έχουν ήδη μεταβιβαστεί στην επόμενη γενιά με την αναπαραγωγή. Η επιλογή, με άλλα λόγια, του ρυθμού επιβίωσης και της γονιμότητας αποκλίνει με την ηλικία, μετά τη λήξη της αναπαραγωγής. Και τούτο διότι γονίδια που έχουν θετικές ή ουδέτερες αντιδράσεις στην αρχή της ζωής αλλά εκφυλιστικές αργότερα, θα έχουν τελικά θετική συμβολή στην αρμοστικότητα, δηλαδή στην αναπαραγωγική αποτελεσματικότητα του οργανισμού· αν και για τον οργανισμό το τελικό αποτέλεσμα θα είναι ο θάνατος.


Ενα σχετικό παράδειγμα είναι μια νευροεκφυλιστική ασθένεια που εκδηλώνεται συνήθως μεταξύ 35 και 50 ετών και οδηγεί τελικά στον θάνατο· είναι η χορεία του Huntington, που οφείλεται σε μια μετάλλαξη του κανονικού γονιδίου. Η εν λόγω υπεύθυνη γονιδιακή παραλλαγή μπορεί να μεταβιβαστεί εγκαίρως στους απογόνους με αποτέλεσμα ο αναπαραγωγικός ρυθμός των φορέων της μετάλλαξης να μη διαφέρει από εκείνον των φορέων του κανονικού αλληλόμορφου γονιδίου· το γιατί διατηρείται το εν λόγω εκφυλιστικό αλληλόμορφο γονίδιο στον άνθρωπο δεν οφείλεται μόνο στο ότι εκδηλώνεται αφότου έχει αναπαραχθεί ο φορέας του· ίσως στο ότι στην αρχή της ζωής προσφέρει κάποιο πλεονέκτημα και τελικά υποκρύπτει κάποια εξελικτική σκοπιμότητα που το κάνει αθάνατο.


Αναπαραγωγική ωρίμανση


Εχοντας κατά νου το αναφερθέν παράδειγμα και προχωρώντας σε ένα γενικότερο πλαίσιο, ένα ερώτημα που θα μπορούσε να αναδυθεί είναι λ.χ. αν η πρώιμη ή η αργοπορημένη αναπαραγωγική ωρίμανση επηρεάζει τον λόγο κόστους / οφέλους ως προς την αρμοστικότητα, η οποία επηρεάζεται περισσότερο στο στάδιο της αναπαραγωγικής ωριμότητας παρά από μεταλλάξεις που αφορούν άλλα στάδια του κύκλου ζωής. Υπό αυτήν την έννοια λοιπόν είτε η πρώιμη είτε η αργοπορημένη αναπαραγωγική ωρίμανση θα μειώνει την αρμοστικότητα λόγω της διατάραξης της ισορροπίας του λόγου κόστους / οφέλους. Και τούτο διότι η πρώιμη ωρίμανση μπορεί λ.χ. να μειώνει την πιθανότητα θνησιμότητας του οργανισμού πριν από την αναπαραγωγή και να μικραίνει τη διάρκεια γενιάς ανεβάζοντας τον ρυθμό αύξησης του πληθυσμού και συνακόλουθα την αρμοστικότητα, αλλά οδηγεί αντίθετα σε λιγότερους απογόνους με μεγαλύτερη θνησιμότητα, μειώνοντας τελικά την αρμοστικότητα του πληθυσμού. Η ανάλυση αυτή βασίζεται στο ότι ένα θηλυκό που ωριμάζει αναπαραγωγικά και τεκνοποιεί πολύ νωρίς θα είναι μικρό στο μέγεθος, όχι πλήρως αναπτυγμένο και ίσως δεν θα μπορούσε να παραγάγει κανέναν απόγονο.


Η αργοπορημένη ωρίμανση έχει, από την άλλη μεριά, ως όφελος την περαιτέρω σωματική αύξηση και τη συνακόλουθη γονιμότητα του θηλυκού και ως κόστος το ότι αυξάνεται ο χρόνος γενιάς, αλλά και η πιθανότητα θνησιμότητάς του, με κίνδυνο να μην αναπαραχθεί. Ατομα της ξιδόμυγας λ.χ. που προήλθαν από ωάρια τα οποία γέννησαν σε μια μέση ηλικία οι μητέρες τους είχαν μεγαλύτερη διάρκεια ζωής και μεγαλύτερη γονιμότητα· χαρακτηριστικά που μειώνονται αν τα άτομα προέρχονταν από ωάρια θηλυκών με μικρή ηλικία. Σημαντική είναι η παρατήρηση ότι η θνησιμότητα των νεογνών γυναικών που τεκνοποίησαν σε ηλικίες μεταξύ 20 και 30 ετών ήταν η μικρότερη· αντίθετα αυξανόταν σε ηλικίες μητέρων εκτός του αναπαραγωγικού αυτού πλαισίου και δραστικά σε ακραίες ηλικίες, κοντά στα 10 ή στα 50 έτη.


Απάρνηση και αθανασία


Η φυσική επιλογή λοιπόν επηρεάζει με μηχανισμούς – μια γεύση των οποίων δώσαμε – την αρμοστικότητα δραστικά, κυρίως όταν το αναπαραγωγικό παράθυρο είναι ανοικτό. Γενετικά εκφυλιστικά φαινόμενα σε συνδυασμό με τη δυναμική παρουσία του περιβάλλοντος οδηγούν στην απάρνηση του σώματος. Υπό αυτήν την έννοια η αναζήτηση γεροντογονιδίων και σχετικών μηχανισμών για την παράταση της μακροβιότητας θα οδηγήσει στην αναγκαιότητα αντιμετώπισης άλλων γονιδιακών ρυθμιστικών εκτροπών που θα προέλθουν από μια αφύσικη μακροβιότητα του είδους μας. Και τούτο διότι η φυσική επιλογή είναι αμείλικτη για το σώμα όταν αυτό έχει επιτελέσει το έργο του, όταν έχει αναπαραχθεί. Ετσι έχει σχεδιαστεί η ζωή από τους νόμους της επιβίωσης και του θανάτου.


Ισως με τέτοιες προσγειωμένες πλοηγήσεις να οδηγούμαστε σε περισσότερο σεβασμό του σώματός μας κατανοώντας ότι η αθανασία μας, που τόσο πολύ τη συζητούν και την επιθυμούν οι περισσότεροι άνθρωποι, βρίσκεται στα γονίδιά μας· που είναι αθάνατα και συνεχώς βελτιώσιμα μέσω της εξέλιξης. Αυτό είναι το όφελος της ζωής, που το πιστώνεται η οικογένεια, ο πληθυσμός, το είδος· και το κόστος, το άτομο μέσω της γήρανσης και του θανάτου του. Αλλος ένας θρίαμβος της συλλογικότητας, που πρέπει να μας συνετίζει και να μας απαλλάσσει από εγωκεντρικές συμπεριφορές, ανούσιες για το μέλλον κάθε κοινωνίας, αλλά και του είδους μας.


Ο κ. Σταμάτης Ν. Αλαχιώτης είναι καθηγητής Γενετικής.