Οταν σε μια ομιλία μου στη Γηριατρική και Γεροντολογική Εταιρεία της ΝΔ Ελλάδος υποστήριξα από την αρχή ότι η ζωή εξαρτάται από τον θάνατο, προκάλεσα την απορία του ακροατηρίου που ανέμενε να ακούσει πώς θα μπορούσε να αναχαιτισθεί η γήρανση και να αυξηθεί η μακροβιότητα. Αρχισα λοιπόν να εξηγώ ότι δεν μπορούμε να απαλλαγούμε από τα γενετικά λάθη, τις μεταλλάξεις οι οποίες στη συντριπτική πλειονότητά τους είναι επιβλαβείς και απομακρύνονται με τον θάνατο του κάθε ατόμου, άλλου νωρίς και άλλου αργά· οι ελάχιστες ωφέλιμες μεταφέρονται από τους φορείς τους, τα άτομα, με μερικές από αυτές να αυξάνουν και το προσδόκιμο όριο ζωής.


Για να υπάρχει λοιπόν η ζωή πρέπει να υπάρχει και ο θάνατος· διαφορετικά δεν βελτιώνεται το είδος, δεν προσαρμόζεται, δεν εξελίσσεται· και χωρίς τον θάνατο δεν υπάρχει εξέλιξη αλλά εκφυλισμός του είδους. Σε μια λοιπόν τέτοια νομοτέλεια ποιος είναι ο λόγος να συζητούμε για τη γήρανση ή την αθανασία; Αναμφίβολα υπάρχει λόγος και μάλιστα σοβαρός, καθώς ο άνθρωπος είναι το μόνο είδος που έχει αυτογνωσία και επομένως γνωρίζει ότι θα πεθάνει. Η κάθε σχετική προσπάθεια λοιπόν για έστω και μικρή παράταση της ζωής τού προσδίδει ελπίδα και απαλύνει την αγωνία του. Στον πρωτόγονο άνθρωπο η αγωνία αυτή γέννησε μέσα από τον φόβο τις πρωτόγονες θρησκείες· αργότερα η αναζήτηση της απάντησης για το τι γίνεται μετά θάνατον, για το πώς μπορεί να «συνεχισθεί η ζωή» βρέθηκε σε πιο εκλεπτυσμένες θρησκείες. Η επιστημονική όμως προσέγγιση της γήρανσης και του θανάτου είναι το θέμα της σημερινής επικοινωνίας μας.


Γονίδια γήρατος. Υπάρχουν;


Με την ερευνητική λοιπόν σκαπάνη αναζητούνται ειδικά γονίδια ή γενετικοί μηχανισμοί, γεροντογονίδια τα οποία αυξάνουν το προσδόκιμο όριο ζωής· και ένα θεμελιώδες ερώτημα είναι αν όντως υπάρχουν τέτοια γεροντογονίδια που αναχαιτίζουν τη γήρανση ή αν αυτή οφείλεται στην απουσία άλλων επιβλαβών γονιδίων. Π.χ. το κάθε είδος έχει το δικό του όριο ζωής· στο φυσικό τους περιβάλλον ο σκύλος και ο γάτος λ.χ. ζουν 15 χρόνια, τα άλογα 25, ο γορίλας 20, ο χιμπαντζής 15, ο άνδρας μπορεί να φτάσει και τα 110 χρόνια αλλά η γυναίκα τα 120! Οι διαφορές αυτές δείχνουν ότι υπάρχει γενετική βάση για τη μακροβιότητα. Σχετικές εκτιμήσεις όμως περιορίζουν τον γενετικό παράγοντα στο 25%, με τον περιβαλλοντικό να καλύπτει το 75%.


Τότε γιατί δεν ασχολούνται οι ερευνητές με την περιβαλλοντική διάσταση και όχι με τη γενετική; Η απάντηση και πάλι είναι απλή: διότι το περιβάλλον αντιδρά με τα γονίδια και αυτή η αντίδραση είναι που καθορίζει το πόσο θα αργήσει το αναπόφευκτο τέλος. Μάλιστα, υποστηρίζεται ότι τα γενετικά συστήματα που επιδιορθώνουν τα λάθη του DNA όταν αυτό αντιγράφεται κατά τη διαίρεση του κυττάρου, τις μεταλλάξεις, έχουν φθάσει στα όριά τους στο κάθε είδος και γι’ αυτό έχει το δικό του προσδόκιμο όριο ζωής· έτσι έχει προσαρμοσθεί για να συνυπάρχει στην οικολογική αλυσίδα των εκατομμυρίων ειδών της βιόσφαιρας.


Ο σημαντικότερος παράγοντας της εξέλιξης είναι η φυσική επιλογή, η οποία όμως «ενδιαφέρεται» ώσπου να κλείσει ο αναπαραγωγικός κύκλος του κάθε είδους, το αναπαραγωγικό παράθυρο, από την εφηβεία ως την εμμηνόπαυση λ.χ. για τις γυναίκες· μετά δεν έχει επίδραση, με αποτέλεσμα να συσσωρεύονται σωματικές μεταλλάξεις και να απορυθμίζεται η γονιδιωματική έκφραση οδηγώντας τα όργανα, τους ιστούς και τα κύτταρα σε εκφυλισμό και στο τέλος του οργανισμού, στον θάνατο.


Ρυθμιστικά δίκτυα


Η προσπάθεια ανεύρεσης γεροντογονιδίων ή επιβλαβών γονιδίων γήρανσης αποκάλυψε ήδη διάφορες κατηγορίες γενετικών συστημάτων. Τέτοιες κατηγορίες αφορούν λ.χ. γονίδια για τη ρύθμιση της επιδιόρθωσης του DNA αλλά και της δομής και λειτουργίας του πυρήνα, τη γενετική ρύθμιση του μήκους των άκρων των χρωμοσωμάτων ­ των λεγόμενων τελομερών, με παράδειγμα τη συγγενή δυσκεράτωση που οφείλεται σε μετάλλαξη η οποία κονταίνει τα τελομερή που προκαλούν συμπτώματα πρώιμης γήρανσης. Αλλα γονίδια προκαλούν γονιδιωματική αστάθεια, όπως οι ρυθμιστικές πρωτεΐνες σιρτουίνης, γονίδια των οποίων σε μεταλλαγμένη μορφή στις ζύμες προσδίδουν μακροβιότητα όταν υπερεκφράζονται ενώ όταν αδρανοποιούνται στα ποντίκια προκαλούν γήρανση. Μια ουσία, λ.χ. η ρεσβερατρόλη, που βρίσκεται και στο κόκκινο κρασί, ενεργοποιεί το σχετικό γονίδιο sir2 της σιρτουίνης στις ζύμες αυξάνοντας τον χρόνο ζωής τους· ομόλογο τέτοιο γονίδιο, το sirt1 βρίσκεται και στον άνθρωπο, όπως και το sirt 6 στα ποντίκια.


Το κόκκινο κρασί λοιπόν μπορεί να δρα στη μακροβιότητα μέσω της ρεσβερατρόλης που επιδρά θετικά στο γονίδιο των βιοχημικών μονοπατιών της σιρτουίνης. Κι εδώ μπαίνει ο μηχανισμός του μεταβολικού ρυθμού και της θερμιδοπενίας, η οποία σχετίζεται με τα προαναφερθέντα βιοχημικά μονοπάτια τα οποία επηρεάζουν επίσης και τον υποδοχέα του ινσουλινομιμούμενου αυξητικού παράγοντα HGF-1. Μια περίπλοκη κατάσταση δηλαδή που δείχνει ότι η γονιδιακή ρύθμιση είναι μεγάλης σημασίας και λιγότερο τα δομικά γονίδια αυτά καθεαυτά.


Αντί λοιπόν να μυθοποιούμε γεροντογονίδια και μεταλλάξεις όπως λ.χ. τις μιτοχονδριακές που αυξάνονται με τον αριθμό των ελευθέρων ριζών, αποτέλεσμα υπερβολικής και κακής διατροφής και προκαλούν συμπτώματα γήρανσης, ίσως τελικά οδηγηθούμε μέσω των ρυθμιστικών γονιδίων στην αποκάλυψη πολύπλοκων ρυθμιστικών δικτύων που ευθύνονται για τη γήρανση. Μια τέτοια κατάσταση δεν αντιμετωπίζεται ούτε με την απλή γονιδιακή θεραπεία ούτε με την κυτταρική με τα βλαστοκύτταρα· ίσως μικρομοριακές ενώσεις να αποδειχθεί στο μέλλον ότι επιδρούν πιο αποτελεσματικά στη γονιδιακή ρύθμιση και στη συνακόλουθη αναχαίτιση της γήρανσης.


Αντίδοτο η ποιότητα


Στη γονιδιακή ρύθμιση βρίσκεται επίσης και η εξήγηση ενός φαινομένου, της hornesis, κατά το οποίο η διάρκεια ζωής επηρεάζεται θετικά με ήπια υποθανατηφόρα στρες· όπως η ξυδόμυγα, η οποία ζει πολύ περισσότερο αν υποβάλλεται σε επαναλαμβανόμενα θερμοκρασιακά στρες ή όπως διέφυγε ο Μιθριδάτης τον θάνατο πίνοντας λίγο λίγο το δηλητήριο. Γι’ αυτό αναλύσεις όπως αυτές του Ντε Γκρέι, ο οποίος λ.χ. εκτός των άλλων υποστηρίζει ότι τα βακτήρια των νεκροταφείων θα μας σώσουν από την αρτηριοσκλήρυνση επειδή τρώνε τη λιποφουσκίνη και θα ζούμε πολλαπλάσια περισσότερο, δεν συναντούν μια ρεαλιστική απάντηση για τη γήρανση.


Η διερεύνησή μας για τη γήρανση δεν είναι άρνηση ούτε απαισιοδοξία· είναι η προσέγγιση της αριστοτελικής ρήσης η «αρετή μεσότης εστί». Κι εδώ η αρετή είναι αφενός να κατανοήσουμε ότι η πολυπλοκότητα του φαινομένου της γήρανσης είναι πολύ μεγάλη και αφετέρου να αξιοποιούμε ένα ισχυρό όπλο που πρέπει να διαθέτουμε· τον μορφωτικό παράγοντα, την παιδεία ατόμων και κοινωνιών που πρέπει να γιγαντωθεί για να ελέγχεται συνειδητά ο τρόπος ζωής μας, οι διατροφικές μας συνήθειες και ανώδυνα η αποδοχή ότι το τέλος είναι αναπόφευκτο. Ως εκεί όμως η ποιότητα ζωής που δεν είναι ευθύνη μόνο των πολιτικών αλλά και ημών των ιδίων είναι το αντίδοτο σε κάθε απαισιόδοξη σκέψη· έτσι είναι η ζωή και έτσι πρέπει να τη βιώνουμε, για να φθάσουμε όσο γίνεται πιο μακριά κερδίζοντάς την.


Ο κ. Στ. Ν. Αλαχιώτης είναι καθηγητής Γενετικής.