Το αν κάποτε θα κατανοούσαμε τον τρόπο με τον οποίο τα νοητικά φαινόμενα εκτυλίσσονται από καθαρά φυσικές διεργασίες ήταν, ακόμη και στο τέλος της δεκαετίας του ’70, φιλοσοφικό εν πολλοίς ερώτημα, δεν μπορούσε δηλαδή να διερευνηθεί εμπειρικά. Η σημασία όμως τέτοιων θεμάτων, τα οποία ανάγονται στον νου και συνακόλουθα στον εγκέφαλο, τιτλοδότησε τη δεκαετία του ’90 ως «δεκαετία του εγκεφάλου»· για κανένα άλλο όργανο του ανθρώπου δεν υπήρξε τέτοια «τιμή», η οποία ωστόσο είναι δικαιολογημένη!


Σε προηγούμενη επικοινωνία μας είχαμε αναφερθεί στη νευρωνική φύση της μορφοποίησης και της ολιστικής λειτουργίας του εγκεφάλου διά του γενετικού προγραμματισμού κατά την εμβρυϊκή ανάπτυξη, αλλά και της περιβαλλοντικής παραμέτρου, στη βάση μιας αέναης διαλεκτικής σχέσης, άγνωστης εν πολλοίς. Γίνεται επίσης όλο και περισσότερο σαφές ότι τα νευρωνικά υποδίκτυα ή οι λεγόμενοι αυτόνομοι υπομηχανισμοί για κάθε νοητική λειτουργία διαφοροποιούνται κατά την οντογένεση από την τοπική πληροφορία του αδιαφοροποίητου ιστού από τον οποίο προέρχονται, από τη θέση τους στον εγκέφαλο και από τα σχετικά εισερχόμενα ερεθίσματα ενεργοποίησης, τις εμπειρίες μάθησης δηλαδή, κυρίως στη διάρκεια κρίσιμων αναπτυξιακών περιόδων. Η πολυπλοκότητα του εγκεφάλου όμως δεν εξηγείται με την αποδοχή ότι για κάθε μικρή ή μεγάλη περιοχή του είναι υπεύθυνο ένα γονίδιο, αλλά εξαρτάται από πολλά γονίδια που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και με το περιβάλλον με μηχανισμούς τους οποίους δεν γνωρίζουμε αλλά και δεν φανταζόμαστε.


Μια άλλη διάσταση κατανόησης του νου και του εγκεφάλου είναι η εξελικτική, η φυλογενετική, καθώς ο εγκέφαλος του ανθρώπου, όπως και κάθε οργάνου του, είναι προϊόν γενετικής εξέλιξης που τον αναβάθμισε σταδιακά και του έδωσε νέες, μοναδικές για το είδος μας δυνατότητες, μέσα από τη φυσική επιλογή που ωστόσο δεν είναι υπεύθυνη και για κάθε συμπεριφορά μας. Η επιλογή δρα δημιουργικά και προοδευτικά· αλλά είναι και καιροσκοπική· γι’ αυτό δεν δημιουργεί πάντα άριστες κατασκευές, λειτουργεί περισσότερο σαν «μπαλωματής» και χρειάζεται χιλιάδες γενιές για να κάνει κάτι.


Αν σκεφτούμε λοιπόν ότι ο homo sapiens έχει ηλικία περίπου 200.000 χρόνων, το 99% της ζωής του ζούσε ως τροφοσυλλέκτης και κυνηγός σε μικρές ομάδες των 150-200 ατόμων περίπου. Για τον λόγο αυτό τα μυαλά μας, αλλά και τα σώματά μας, βρίσκονται ακόμη στην παλαιολιθική εποχή και είναι προσαρμοσμένα σε εκείνον τον τρόπο ζωής που δεν υπήρχαν υπερπληθυσμός, σχολική εκπαίδευση, ανάγνωση και γραφή, ούτε βέβαια αστυνομία, κοινωνικοί θεσμοί, ηλεκτρονικοί υπολογιστές, κινητά, iPod κ.ά. Γι’ αυτό ίσως πέφτουμε σχετικά εύκολα θύματα αποπλάνησης προς μη προσαρμοστικές επιλογές μέσω διαφόρων αμφισβητούμενων θεσμών, διαφημίσεων κ.ά. και χειραγωγούμαστε από κερδοσκοπικά ή ωφελιμιστικά κέντρα.


Μια ενδιαφέρουσα ιδέα ανάμεσα στην αναπτυξιακή και εξελικτική διάσταση του εγκεφάλου μας είναι η ζεύξη οντογένεσης και φυλογένεσης, σύμφωνα με την οποία η πρώτη αντανακλά σε γενικές γραμμές τη δεύτερη· δηλαδή η ανάπτυξη του εμβρύου, αλλά και μετά τη γέννησή του ενός ζωικού είδους, περνά χονδρικά από μεγάλα στάδια των εξελικτικών προγόνων του, χωρίς να υπάρχει όμως ακριβής παραλληλισμός. Υπό το πρίσμα αυτό μπορούμε ίσως να αντιληφθούμε μια αδρή σειρά προέλευσης των διαφόρων νοητικών ικανοτήτων μας κατά την εξέλιξη. Συμπεριλαμβάνοντας επίσης στη διερεύνησή μας και άλλες παραμέτρους, όπως σχετικές έρευνες σε ζώα, δεδομένα των νευροεπιστημών και της γενετικής, καθώς και μελέτες σε μικρά παιδιά, μπορούμε να φωτίσουμε ως έναν βαθμό το παζλ της εξέλιξης της σκέψης με στόχο την παιδαγωγική αξιοποίησή της.


Στο πλαίσιο αυτό πυρηνικά εξελικτικά στοιχεία της σκέψης θεωρούνται η αίσθηση, η προσοχή και το ενδιαφέρον, που διαμορφώνουν μια πρωτοσυναίσθηση η οποία εξελίχθηκε σε περισσότερο πολύπλοκα συστήματα της αντίληψης και της φαντασίας, της αφηρημένης σκέψης και του σχεδιασμού στον άνθρωπο, στη συναίσθηση και στην αυτοσυνειδησία. Π.χ. η ικανότητα σχεδιασμού στον άνθρωπο είναι η βάση αρκετών λειτουργιών της σκέψης του, όπως λ.χ. αντανακλάται από την ικανότητα σχεδιασμού κατασκευής εργαλείων από την εποχή του homo habilis, περίπου 2 εκατομμύρια χρόνια πριν, και πιο πίσω από τους αυστραλοπιθήκους. Η επικοινωνία επίσης που υπήρχε πολύ πριν από την ομιλία θεωρείται ότι εξυπηρετούσε τη διάχυση πληροφοριών και τη συνακόλουθη κοινωνικοποίηση, χαρακτηριστικά που αναβαθμίστηκαν με την προέλευση της γλώσσας – ομιλίας και στη συνέχεια με την πρόοδο του πολιτισμού.


Στο περιληπτικό αυτό εξελικτικό πλαίσιο της σκέψης βρίσκεται αναμφίβολα και η παραδοσιακή αντιπαράθεση για τη φύση και την ανατροφή, για τη συμβολή δηλαδή της γενετικής και περιβαλλοντικής παραμέτρου στη συμπεριφορά, κατάσταση που παραπέμπει στο ερώτημα αν οι παρεχόμενες μορφωτικές εμπειρίες όπως προσφέρονται από το σχολείο μπορούν να τροποποιήσουν την αναπτυξιακή πορεία του εγκεφάλου. Υπό το πρίσμα αυτό έχουν αναπτυχθεί δύο τάσεις, η επιλογική και η εποικοδομητική, με την πρώτη να είναι εμφατική στον γενετικό επηρεασμό και τη δεύτερη στη μάθηση. Τρέχουσες έρευνες οδηγούν στον συνδυασμό των τάσεων αυτών μέσα από τη μελέτη ορισμένων υποψηφίων γονιδίων που επηρεάζουν ειδικά νευρωνικά δίκτυα σημαντικά στην ανάπτυξη, αλλά και εκπαιδευτικών εμπειριών που τροποποιούν αυτή την ανάπτυξη.


Το σύστημα λ.χ. προσοχής του εγκεφάλου επηρεάζεται από διάφορα συστήματα νευροδιαβιβαστών και συνακόλουθων γονιδίων. Τέτοια συστήματα αφορούν π.χ. τη νορεπινεφρίνη, τη σκοπαλαμίνη, την οξυτοκίνη, το χοληνεργικό σύστημα κ.ά. Σχετικά υποψήφια γονίδια που αναφέρονται είναι λ.χ. το e4 της απολιποπρωτεΐνης που ενοχοποιείται στη νόσο Αλτσχάιμερ, το DRD4 του υποδοχέα της ντοπαμίνης και το σχετικό DAT1, το COMT (ένα έλλειμμα), το ΜΑΟΑ που εμπλέκεται στη σύνθεση νορεπινεφρίνης και ντοπαμίνης κ.ά. Αρκετά γονίδια συμπεριφοράς έχουν αποκαλυφθεί και στα ζώα. Πέραν τούτων είναι επίσης σαφές ότι ειδικές εμπειρίες μπορούν να τροποποιήσουν την εκτελεστική αποτελεσματικότητα των νευρωνικών δικτύων· όπως λ.χ. η καλλιέργεια της προσοχής στην προσχολική εκπαίδευση όπου θα προετοιμαστεί για το Δημοτικό το νήπιο στον αναγνωστικό και αριθμητικό αλφαβητισμό με ενδιαφέροντα υλικά.


Η κατανόηση μορφοποίησης των εγκεφαλικών δικτύων πρώτα για την προσοχή – που είναι μια κρίσιμη κατάσταση για την επιτυχή κοινωνικοποίηση ως προς όλα τα συναισθηματικά και γνωστικά χαρακτηριστικά -, μετά για τη γλώσσα και τέλος για την αριθμητική, σε συνδυασμό με την κατάλληλη εκπαίδευση, θα αυξήσει την αποτελεσματικότητα του σχολείου.


Κατανοώντας λοιπόν τις ιδιοσυγκρασιακές διαφορές μεταξύ ορισμένων παιδιών μέσα από τη γενετική και περιβαλλοντική διάσταση, γίνεται εφικτή σε κάποιον βαθμό η ανάλογη εκπαιδευτική παρέμβαση μέσα από τα σχολικά προγράμματα και τη στάση – συμπεριφορά των εκπαιδευτικών που σχετίζεται και με την ιδιοσυγκρασία των παιδιών. Αλλωστε η δυνατότητα των εκπαιδευτικών συστημάτων παγκοσμίως έχει ολοκληρώσει τον κύκλο της και με οποιεσδήποτε παραλλαγές δεν μπορεί να υπερβεί το μέγιστο επίπεδο· γι’ αυτό χρειάζονται τομές βασισμένες στη γνώση από τις νευροεπιστήμες, τη γενετική και την εξελικτική βιολογία. Επί του παρόντος μια τέτοια τομή είναι η διαθεματικότητα και η Ευέλικτη Ζώνη, που η σωστή αξιοποίησή τους μπορεί να φέρει σημαντικά αποτελέσματα.


Ο κ. Στ. Ν. Αλαχιώτης είναι καθηγητής Γενετικής.