Είναι σύνηθες οι ευγνώμονες πρώην ασθενείς να θέλουν να τιμήσουν τον γιατρό που τους θεράπευσε. Το αντίθετο, όμως, οι γιατροί να νιώθουν την ανάγκη να τιμήσουν έναν ασθενή, είναι μάλλον σπάνιο. Ενα τέτοιο σπάνιο γεγονός έζησαν όσοι βρέθηκαν στην Εθνική Γλυπτοθήκη το πρωινό του Σαββάτου 2 Ιουνίου 2007, όπου με μια ειδική εκδήλωση οι Ελληνες Ψυχίατροι τίμησαν το έργο του Γιαννούλη Χαλεπά. Αν σας αρέσει ο Χαλεπάς, μπορείτε ως το τέλος του μήνα να θαυμάσετε τη συντριπτική πλειονότητα των έργων του στην Εθνική Γλυπτοθήκη. Εμείς σήμερα θα σας μεταφέρουμε τις παρατηρήσεις του καθηγητή της Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Κώστα Σολδάτου, ο οποίος έδωσε διάλεξη με θέμα «Ψυχοπαθολογία και καλλιτεχνική δημιουργία: Η περίπτωση Γιαννούλη Χαλεπά» ελπίζοντας ότι θα σας βοηθήσουν να εμβαθύνετε περισσότερο στο έργο του μεγάλου καλλιτέχνη.


«Υπάρχει ένα γεφύρι της τρίχας το οποίο χωρίζει τον άριστο τεχνίτη από τον καλλιτέχνη και αυτό το γεφύρι το είχε περάσει ο Γιαννούλης Χαλεπάς». Αυτά τα λόγια χρησιμοποίησε η διευθύντρια της Εθνικής Γλυπτοθήκης κυρία Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα προκειμένου να περιγράψει το ταλέντο με το οποίο αναμφισβήτητα ήταν προικισμένος ο Χαλεπάς. Εκτός όμως από το ταλέντο, ο μεγάλος έλληνας γλύπτης χαρακτηριζόταν και από ένα ακόμη ίδιον πολλών καλλιτεχνών: τη μελαγχολία, η οποία στην περίπτωσή του έφθασε στην ψύχωση.


Γεννημένος το 1852 στον Πύργο της Τήνου, ο Χαλεπάς εμβαπτίστηκε στην οικογενειακή παράδοση της μαρμαρογλυπτικής και το ταλέντο του φάνηκε από νεαρή ηλικία. Η εύπορη τότε οικογένειά του τού έδωσε την ευκαιρία να το αναπτύξει περαιτέρω καθώς εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, πράγμα που επέτρεψε στον 17χρονο Γιαννούλη να σπουδάσει στο Σχολείο των Τεχνών. Εκτός όμως από την αγάπη για τη μαρμαρογλυπτική, η οικογένειά του προίκισε τον Γιαννούλη Χαλεπά και με τη βαριά κληρονομιά της ψύχωσης: από τα πέντε παιδιά των γονέων του ένα αγόρι αυτοκτόνησε, ένα άλλο σκοτώθηκε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες και μια κόρη ήταν ψυχωσική. Τίποτε όμως ακόμη δεν προμήνυε την ασθένεια που θα έπληττε τον ταλαντούχο νέο, ο οποίος με μια υποτροφία από το Πανελλήνιο Ιερό Ιδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου (ΠΙΙΕΤ) φεύγει το 1873 να φοιτήσει στην Ακαδημία Τεχνών του Μονάχου.


Στη διετία που πέρασε στο Μόναχο ο Χαλεπάς άνθησε καλλιτεχνικά: το 1874 πήρε το πρώτο Βραβείο της Ακαδημίας για το έργο «Παραμύθι της Πεντάμορφης» (το οποίο δεν σώζεται), ενώ την ίδια χρονιά παίρνει σε έκθεση του Μονάχου χρυσό μετάλλιο για το έργο του «Σάτυρος που παίζει με τον Ερωτα». Οσο για την ψυχική υγεία του, αυτή δεν φαίνεται να ανησυχεί κανέναν: στη συστατική επιστολή που του χορηγεί ο διευθυντής της Ακαδημίας προκειμένου να διεκδικήσει παράταση της υποτροφίας του βεβαιώνονται τόσο «οι εξαίρετες επιδόσεις του» όσο και η «αξιαγάπητη διαγωγή του».


Παρά τις ένθερμες παροτρύνσεις του διευθυντού της Ακαδημίας, η συστατική επιστολή δεν έχει αποτέλεσμα και με βαριά καρδιά ο 23χρονος Χαλεπάς αναγκάζεται να επιστρέψει στην Ελλάδα. Είναι άραγε η απογοήτευση της χαμένης υποτροφίας η αιτία που πυροδοτεί την ψύχωσή του; Πάντως η τετραετία που ακολουθεί είναι μια περίοδος υψηλής καλλιτεχνικής δημιουργίας, στην οποία όμως παρατηρείται η βαθμιαία εμφάνιση ψυχοπαθολογικών συμπτωμάτων. Τα έργα του «Σάτυρος που παίζει με τον Ερωτα», «Κοιμωμένη» «Μήδεια φονεύουσα τα τέκνα της» και «Κεφαλή Σατύρου» θεωρούνται από τους ειδικούς έργα αξεπέραστης αισθητικής τελειότητας και μάρτυρες του θεϊκού ταλέντου του Χαλεπά. Υπάρχουν όμως και κάποια περιστατικά που σκιάζουν αυτή τη εποχή: όταν η μητέρα της Σοφίας Αφεντάκη παρατηρεί ότι κάτι στην κεφαλή του αγάλματος δεν μοιάζει με την κόρη της, η κεφαλή θρυμματίζεται από τον καλλιτέχνη μπροστά στα μάτια της άναυδης μητέρας! Αντίστοιχη τύχη βρίσκει και η Μήδεια, ενώ υπάρχουν καταγραφές αγοράς φαρμάκων και αμοιβής του ιατρού Ζαχαριάδη. Βαθμιαίως η κατάσταση του καλλιτέχνη επιδεινώνεται. Σύμφωνα με τον κ. Σολδάτο, «παρατηρούνται έντονες ψυχοπαθολογικές εκδηλώσεις με σαφή παρανοειδή στοιχεία αλλά και προφανείς καταθλιπτικές προσμείξεις. Ετσι έχουμε βίαια ξεσπάσματα, παρερμηνείες και πιθανές ψευδαισθήσεις, μελαγχολική διάθεση και τάσεις απομόνωσης, άρνηση να μιλήσει και να δεχθεί τροφή και, τέλος, μια απόπειρα αυτοκτονίας».


Η οικογένεια ανησυχεί και στέλνει τον Γιαννούλη στην Ιταλία μαζί με τον αδελφό του για θεραπευτικούς σκοπούς. Παρά τις τυχόν πρόσκαιρες διακυμάνσεις, η ψυχοπαθολογία επιμένει. Παράλληλα τα οικονομικά της οικογένειας δεν πηγαίνουν καλά και έτσι αποφασίζεται η επιστροφή στην Τήνο. Από το 1880 ως το 1888 ο Χαλεπάς θα ζήσει στην Τήνο βιώνοντας μια «ψυχική και νοητική εξασθένηση» η οποία θα οδηγήσει στην απόφαση να εγκλειστεί ο ασθενής στο Ψυχιατρείο Κέρκυρας, όπου θα παραμείνει για 14 ολόκληρα χρόνια. Οπως συνέβαινε και στην Τήνο, όπου τα έργα του (από πηλό) καταστρέφονταν από τον ίδιο ή τη μητέρα του, έτσι και στην Κέρκυρα καταστρέφονται από τους φύλακες.


Θα χρειαστεί να πεθάνει ο πατέρας του για να βρει το κουράγιο η μητέρα του να τον βγάλει από το ψυχιατρείο και να τον ξαναφέρει κοντά της στην Τήνο. Η διάγνωση των γιατρών του ψυχιατρείου είναι «άνοια», όρος ο οποίος χρησιμοποιούνταν εκείνη την εποχή για να περιγράψει πολλές και διαφορετικές σημερινές ασθένειες. Κατά τον κ. Σολδάτο, «η κατάστασή του κατά την έξοδο από το ψυχιατρείο χαρακτηρίζεται από ουσιαστική ύφεση της ψυχοπαθολογίας του». Σε αυτή την εκτίμηση συνηγορεί το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της μικρής παραμονής του στην Αθήνα (καθ’ οδόν προς Τήνο) ζητεί από τον γλύπτη Θωμά Θωμόπουλο να επισκεφθεί το Αρχαιολογικό Μουσείο, όπου προβαίνει σε «εξαιρετικά διορατικές παρατηρήσεις για τα αρχαία γλυπτά που αποδεικνύουν όχι μόνο τις καλλιτεχνικές αλλά και τις αρχαιολογικές γνώσεις του».


Ο Γιαννούλης Χαλεπάς είναι 50 ετών όταν επιστρέφει το 1902 στην Τήνο και στη μητρική επιτήρηση. Είναι άβουλος, μονήρης και εργάζεται ως βοσκός. Η πεποίθηση της μητέρας του ότι η τέχνη του φταίει για την ασθένειά του την οδηγεί να καταστρέφει τα έργα του. Πόσο δικαιολογημένη είναι όμως αυτή η πεποίθηση; Ο καθηγητής Σολδάτος θεωρεί τη συμπεριφορά των γονέων του Χαλεπά συνεπή προς το μορφωτικό επίπεδό τους αλλά και τα γενικότερα πιστεύω της εποχής τα οποία υπαγόρευαν αυτές τις αντιδράσεις. Παρά το αναμενόμενο των γονεϊκών αντιδράσεων, το 1916 ο Χαλεπάς φέρεται να αντιδρά φαινομενικά απρόσφορα στον θάνατο της μητέρας του, πράγμα που κατά τον κ. Σολδάτο σημαίνει «εκδήλωση γνησίου αισθήματος ανακούφισης, αφού με τη διακοπή της απαγορευτικής παρουσίας της ξαναρχίζει την καλλιτεχνική του δραστηριότητα με έντονους ρυθμούς».


Η έντονη καλλιτεχνική δραστηριότητα συνοδεύεται από βελτίωση της ψυχικής υγείας του σε βαθμό που πολλοί να θεωρούν ότι «αυτοθεραπεύεται διά της τέχνης». Παραμένει όμως σε ενδιάμεση κατάσταση από πλευράς κοινωνικής ένταξης. Σύμφωνα με τον κ. Σολδάτο, η παρατηρούμενη βελτίωση «δεν φαίνεται να ξεπερνά το επίπεδο της υπολειμματικής κατάστασης. Παρ’ όλα αυτά, οι διασωθείσες σημειώσεις του ως προς τη μεθοδολογία της γλυπτικής δραστηριότητάς του δείχνουν ικανοποιητική νοητική επάρκεια. Τέλος, η καλλιτεχνική δημιουργία αυτής της περιόδου διακρίνεται από πριμιτιβισμό και δύσκολα αποκρυπτογραφούμενους συμβολισμούς». Στο διάστημα αυτό ο Χαλεπάς απολαμβάνει τον θαυμασμό των συναδέλφων του καλλιτεχνών που συρρέουν στον Πύργο για να τον επισκεφθούν, ενώ το 1927 η Ακαδημία Αθηνών τού απονέμει το Αριστείο των Τεχνών.


Στις αρχές Αυγούστου του 1930 ο Χαλεπάς γράφει στον ανιψιό του Βασίλειο που ζει στην Αθήνα: «Αγαπημένε μου Βασιλάκη, θέλω να έρθω εις την Αθήνα να ξεκουραστώ λιγάκη, διότι εδώ κουράζομαι πολύ. Ο θείος σου Γιαννούλης». Στις 24 Αυγούστου η σύζυγος του Βασίλη Χαλεπά, Ειρήνη, μεταφέρει τον Γιαννούλη στην Αθήνα και στο σπίτι της οδού Δαφνομήλη. Εκεί θα ζήσει τα οκτώ τελευταία χρόνια της ζωής του μέσα σε ζεστή οικογενειακή ατμόσφαιρα και θαλπωρή η οποία θα του ενδυναμώσει τη δημιουργικότητά του. Σύμφωνα με τον κ. Σολδάτο, «η ψυχική κατάστασή του εμφανίζει περαιτέρω βελτίωση ακόμη και στη συναισθηματική σφαίρα. Από τις υπάρχουσες μαρτυρίες προκύπτει ότι, μολονότι πάντοτε εσωστρεφής και συγκρατημένος, έχει φτάσει σε σημαντικό βαθμό συναισθηματικής απαντητικότητας και έχει κοινωνικοποιηθεί με τα μέτρα της εποχής. Αυτό όμως που είναι το σημαντικότερο είναι ότι έχει αποκτήσει σαφή εναισθησία: αναφερόμενος σε παλιά βιώματά του δηλώνει ότι όταν έφτιαχνε το έργο του «Κεφαλή Σατύρου» το 1878 έβλεπε αβάσιμα τη μορφή να τον προκαλεί και να τον εμπαίζει».


Ποια θα ήταν άραγε η διάγνωση της «άνοιας» του Χαλεπά αν ζούσε στις ημέρες μας και ποια θα ήταν η πιθανή εξέλιξη της ασθένειάς του; Με την επιφύλαξη ότι δεν μπορεί κανείς να κάνει διάγνωση χωρίς να έχει εξετάσει τον ασθενή, ο καθηγητής κ. Σολδάτος σημείωσε: «Η περίπτωση Γιαννούλη Χαλεπά αποτελεί ένα από τα πολλά παραδείγματα για τη φυσική πορεία της ψύχωσης σχιζοφρενικού τύπου την εποχή που δεν υπήρχε αποτελεσματική θεραπευτική παρέμβαση. Η αρχική μείξη καταθλιπτικών στοιχείων θα μπορούσε να εγείρει το ενδεχόμενο σχιζοσυναισθηματικής διαταραχής. Η περαιτέρω εξέλιξη όμως της κλινικής εικόνας σχεδόν το αποκλείει. Παρέμειναν υπολειμματικά ψυχωσικά στοιχεία κυρίως από τη συναισθηματική σφαίρα, αλλά και εκείνα υφέθησαν σημαντικά όταν οι περιβαλλοντικές συνθήκες έγιναν ευνοϊκές, έστω και περί την ηλικία των 80 ετών. Οσο για γεροντική άνοια, ούτε υποψία δεν μπορεί κανείς να διαπιστώσει. Εξάλλου ο ίδιος είχε δηλώσει ότι ο νέος (γέρος) Χαλεπάς ξεπέρασε τον παλιό (νέο)».


Ο κ. Σολδάτος εκτιμά ότι τα 40 χρόνια διακοπής της καλλιτεχνικής δημιουργίας του Γιαννούλη Χαλεπά όχι μόνο δεν οδήγησαν σε απώλεια των αντιστοίχων δυνατοτήτων του αλλά μάλλον εμπλούτισαν και ουσιαστικοποίησαν τη σχετική παραγωγή του ως τον θάνατό του. Οσο για το τι θα είχε συμβεί στον μεγάλο δημιουργό αν ζούσε στις ημέρες μας, ο κ. Σολδάτος λέει: «Δεν μπορούμε να εικάσουμε ποια θα ήταν η πορεία της καλλιτεχνικής δημιουργίας του Γιαννούλη Χαλεπά αν ζούσε την ιστορία του έναν αιώνα αργότερα, στην εποχή των αποτελεσματικών και χωρίς σοβαρές περιοριστικές παρενέργειες θεραπειών. Είναι όμως βέβαιον ότι η ποιότητα της ζωής του θα ήταν αναμφισβήτητα καλύτερη και πιθανότατα η προσαρμογή του σε αντίξοες περιβαλλοντικές συνθήκες πολύ πιο επιτυχής. Αυτό που πιθανώς θα χανόταν για το διαχρονικό κοινό του ως μοναδική εξέλιξη στην τεχνοτροπία του θα αντισταθμιζόταν για τον ίδιο από τη διατήρηση της ευεξίας του. Για μας τους σύγχρονους ψυχιάτρους δεν μένει παρά να υποκλιθούμε με σεβασμό μπροστά στο έργο ενός μεγάλου έλληνα καλλιτέχνη που ανήκει στις τάξεις εκείνων που φρόντισαν οι συνάδελφοί μας πριν από εκατό και πλέον χρόνια».