Θα μπορούσε ποτέ ένα κομμάτι τυρί να μας στείλει στο νοσοκομείο εξαιτίας σοβαρής υπερτασικής κρίσης; Και όμως θα μπορούσε αν είχε συνδυασθεί με ορισμένα φάρμακα που λαμβάνονται από πολλούς ασθενείς με προβλήματα στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Θα ήταν επίσης πιθανό ένα ποτήρι υγιεινός χυμός γκρέιπφρουτ να στοιχίσει σοβαρά στην υγεία μας ακυρώνοντας τη δράση σημαντικών φαρμάκων όπως είναι ορισμένα αγχολυτικά, αντιισταμινικά, ακόμη και ανοσοκατασταλτικά φάρμακα και χημειοθεραπείες. Οι φαρμακολόγοι το γνωρίζουν καλά, πολλοί ασθενείς όμως όχι: δύο από τις βασικότερες «σχέσεις» της ζωής μας, η μόνιμη και αναγκαία για την επιβίωσή μας που αφορά την τροφή αλλά και εκείνη, παροδική ή μόνιμη, που κάποια στιγμή – δυστυχώς – αναπτύσσουμε με τα φάρμακα, μπορεί να αποδειχθούν άκρως… επικίνδυνες. Σύμφωνα με μελέτες, ποσοστό της τάξεως του 5% του γενικού πληθυσμού κινδυνεύει από επικίνδυνες αλληλεπιδράσεις μεταξύ τροφίμων και φαρμάκων. H λίστα των «επικίνδυνων σχέσεων» μακριά – και όσο νέα φάρμακα βγαίνουν στην αγορά είναι επόμενο να γίνεται όλο και μακρότερη: από μία και μόνο έρευνα που διεξήχθη στη Γερμανία ο κατάλογος των φαρμάκων που είναι πιθανό να αλληλεπιδράσουν με τροφές είχε περισσότερες από 300 καταχωρίσεις. Οπως επισημαίνουν μάλιστα οι ειδήμονες είναι πολύ δύσκολο να γίνει η πλήρης «χαρτογράφηση» των επικίνδυνων αυτών διασταυρώσεων καθώς όταν ένας ασθενής εμφανίζει παρενέργειες ύστερα από τη λήψη ενός φαρμάκου δεν μπορεί εύκολα να εντοπισθεί αν αυτές οφείλονται σε αλληλεπίδραση με κάποια συγκεκριμένη τροφή. Σε κάθε περίπτωση, όπως αναφέρεται και σε έντυπο που εξέδωσε η αρμόδια Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (Food and Drug Administration, FDA) αναφορικά με το συγκεκριμένο ζήτημα, η μόνη λύση προκειμένου οι ασθενείς να περάσουν χωρίς απώλειες τα επικίνδυνα σταυροδρόμια είναι να συζητούν αναλυτικά με τον γιατρό τους σχετικά με όλες τις πτυχές κάθε σκευάσματος που λαμβάνουν. Ως γνωστόν η σωστή ενημέρωση σώζει ζωές – στην κυριολεξία…


Ολοι οι ειδικοί στον χώρο των φαρμάκων και της διατροφής το γνωρίζουν: όταν λαμβάνουμε ένα φάρμακο οι τροφές που καταναλώνουμε παράλληλα μπορούν να μειώσουν τη δράση του, ακόμη και να την ακυρώσουν, ή αντιθέτως να αυξήσουν την απορρόφησή του από τον οργανισμό. Δυστυχώς δεν το γνωρίζουν και όλοι οι ασθενείς. Αν και οι περισσότεροι έχουν ακούσει σχετικά με τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ διαφορετικών φαρμακευτικών ουσιών, αποτελούν μειοψηφία εκείνοι που έχουν υπόψη τους ότι και η διατροφή τους μπορεί να επηρεάσει τη δράση των φαρμάκων.


Οπως αναφέρει η κυρία Μαρία Σκουρολιάκου, λέκτορας Εντερικής και Παρεντερικής Διατροφής στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, κλινική φαρμακοποιός και συγγραφέας του πανεπιστημιακού συγγράμματος «Αλληλεπιδράσεις φαρμάκου – τροφής», «ως αλληλεπίδραση μεταξύ φαρμάκου και τροφής νοείται κάθε φαινόμενο κατά το οποίο η συμπεριφορά του φαρμάκου στον οργανισμό μεταβάλλεται και απέχει της αναμενομένης εξαιτίας της άμεσης ή και έμμεσης επίδρασης της τροφής ή κατά το οποίο η λήψη του φαρμάκου μεταβάλλει την κινητική και τις ιδιότητες κάποιας συγκεκριμένης τροφής ή συστατικού της και πιθανώς έχει γενικότερες επιπτώσεις στη διαιτητική κατάσταση του οργανισμού του ασθενή».


Ο κίνδυνος αλληλεπίδρασης μεταξύ τροφών και φαρμάκων έχει διαστάσεις πολύ μεγαλύτερες απ’ ό,τι πιθανώς εκτιμούν οι περισσότεροι: ερευνητές του Πανεπιστημίου Τεμπλ στη Φιλαδέλφεια ανακάλυψαν ότι ποσοστό της τάξεως του 5% του πληθυσμού κινδυνεύει από αυτές. Πρώτοι στη λίστα οι ηλικιωμένοι που λαμβάνουν συνήθως περισσότερα του ενός σκευάσματα κάθε ημέρα αλλά και οι χρονίως πάσχοντες που επίσης επιβαρύνονται αρκετές φορές με πολλά φάρμακα, τα οποία μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις έχουν πολύ μικρό «θεραπευτικό παράθυρο». Αυτό σημαίνει ότι η δράση τους ακυρώνεται ή προκαλούνται σοβαρές παρενέργειες ακόμη και αν μεταβληθεί στο ελάχιστο η συγκέντρωσή τους στην κυκλοφορία του αίματος. Στην ομάδα υψηλού κινδύνου περιλαμβάνονται επίσης τα αλκοολικά άτομα, οι έγκυοι, τα βρέφη και τα παιδιά, οι νηστεύοντες, αλλά και οι παχύσαρκοι.


Πάντως η κυρία Σκουρολιάκου υπογραμμίζει ότι υπάρχουν πολλοί και διαφορετικοί παράγοντες που επηρεάζουν τις αλληλεπιδράσεις τροφών και φαρμάκων και καθορίζουν την έκτασή τους. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται τα πολιτισμικά στοιχεία, οι οικονομικές συνθήκες και η γεωγραφία μιας χώρας που καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις διατροφικές συνήθειες ενός πληθυσμού, αλλά και τα φάρμακα που συνήθως χρησιμοποιεί – είναι π.χ. χαρακτηριστικό ότι οι Ιάπωνες εμφανίζουν γενικά μικρότερη απόκριση από άλλους λαούς σε αντιυπερτασικές θεραπείες εξαιτίας της πλουσιότερης σε αλάτι διατροφής τους. Υπάρχουν όμως και ατομικοί παράγοντες, όπως είναι το βάρος, η ηλικία, το φύλο, η μυϊκή μάζα, η κατάσταση της ηπατικής και νεφρικής λειτουργίας, το κάπνισμα, αλλά και οι προτιμήσεις στον τρόπο μαγειρέματος (για παράδειγμα, το ψητό κρέας στα κάρβουνα περιέχει πολυκυκλικούς υδρογονάνθρακες που παρεμβαίνουν στην ηπατική λειτουργία με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο μεταβολισμός ενός μεγάλου αριθμού φαρμάκων).


Στο σημαντικό και ταυτοχρόνως άγνωστο σε πολλούς ασθενείς ζήτημα των αλληλεπιδράσεων αφιερώνει και ειδικό έντυπό της η FDA το οποίο ανανεώθηκε πρόσφατα (Μάρτιος 2006). Σε αυτό επισημαίνεται ότι «ορισμένες τροφές και ποτά, το αλκοόλ, η καφεΐνη, ακόμη και το τσιγάρο, μπορούν να αλληλεπιδράσουν με τα φάρμακα, κάνοντάς τα λιγότερο αποτελεσματικά ή προκαλώντας σοβαρές παρενέργειες». Στο έντυπο συστήνεται στους ασθενείς να ακολουθούν αυστηρά τις οδηγίες του θεράποντος γιατρού τους σχετικά με τη λήψη φαρμάκων και να τον ενημερώνουν για όλα τα σκευάσματα που λαμβάνουν, συνταγογραφούμενα ή μη, καθώς και για τη λήψη συμπληρωμάτων διατροφής, όπως βιταμίνες, μέταλλα, αλλά και βότανα.


Σημειώνεται ότι και ορισμένα φυσικά προϊόντα και θεραπευτικά βότανα που λαμβάνονται από αρκετά άτομα μπορεί να εμφανίσουν αλληλεπίδραση με φάρμακα. Ορισμένα από αυτά είναι το Ginkgo biloba, το οποίο σε συνδυασμό με αντιπηκτικά και αντιαιμοπεταλιακά φάρμακα αυξάνει τον κίνδυνο αιμορραγίας, το Ginseng που μπορεί να επιτείνει την υπογλυκαιμική δράση αντιδιαβητικών φαρμάκων, το σκόρδο που σε συνδυασμό με αντιπηκτικά και αντιαιμοπεταλιακά φάρμακα αυξάνει τον κίνδυνο αιμορραγίας, αλλά και η βαλεριάνα, η οποία επιτείνει τη δράση ορισμένων κατασταλτικών φαρμάκων του κεντρικού νευρικού συστήματος.


Αλληλεπιδράσεις τροφίμων και φαρμάκων, ων ουκ έστιν αριθμός. Μόνο σε μελέτη που διεξήγαγε το 2002 η Ενωση Γερμανών Φαρμακοποιών κατεγράφησαν 315 φάρμακα τα οποία θα μπορούσαν να έλθουν σε σοβαρή… κόντρα με τροφές. Ωστόσο, ως φαίνεται, είναι πολύ περισσότερες οι αλληλεπιδράσεις που δεν επιβεβαιώνονται μα και άλλες καινούργιες που προκύπτουν όσο νέα φάρμακα εμφανίζονται στην αγορά. Για ένα τέτοιο πρόβλημα λοιπόν όπου αποδεικνύεται ότι οριστική λύση δεν είναι δυνατό να βρεθεί ποτέ, δικλείδα ασφαλείας αποτελούν μόνον οι ειδικοί με τους οποίους οι ασθενείς οφείλουν να έχουν μόνιμη… αλληλεπίδραση πριν από τη λήψη οποιουδήποτε φαρμάκου.


Είναι ένα από τα κύρια «συστατικά» του ευρωπαϊκού πρωινού αλλά και διαφορετικών συνταγών διαίτης. Ωστόσο ο συνδυασμός του χυμού γκρέιπφρουτ, περί ου ο λόγος, με πολλές φαρμακευτικές ουσίες μπορεί να είναι άκρως… εκρηκτικός. Οπως επισημαίνει η κυρία Σκουρολιάκου, η κατανάλωση χυμού γκρέιπφρουτ ενόσω ο ασθενής ακολουθεί θεραπευτική αγωγή με αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης οδηγεί σε αύξηση των επιπέδων των φαρμάκων στον οργανισμό. Παράλληλα ο χυμός γκρέιπφρουτ μπορεί να αλληλεπιδράσει με πολλά άλλα φάρμακα, όπως είναι οι ανταγωνιστές ασβεστίου, ορισμένα φάρμακα για τη μείωση της χοληστερόλης, σκευάσματα με οιστρογόνα όπως είναι τα αντισυλληπτικά, αγχολυτικά όπως οι βενζοδιαζεπίνες, αλλά και αντιισταμινικά φάρμακα και σκευάσματα που δρουν στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Το φαινόμενο αυτό πιστεύεται ότι οφείλεται σε ορισμένα – κατά τα λοιπά ευεργετικά – φλαβονοειδή που περιέχονται στο γκρέιπφρουτ και τα οποία μπλοκάρουν τη δράση μιας οικογένειας ενζύμων που αφθονεί στο ήπαρ και εμπλέκεται στον μεταβολισμό περίπου του 60% των φαρμάκων. Μάλιστα ένα ποτήρι χυμός φαίνεται ότι σε ορισμένες περιπτώσεις είναι αρκετό για να κάνει… τη ζημιά. Ποσότητα 200-250 ml μπορεί π.χ. να διπλασιάσει τη συγκέντρωση του ανταγωνιστή του ασβεστίου φελοδιπίνη.


Αλλά και ο χυμός πορτοκαλιού μπορεί να αλληλεπιδράσει με κάποια φάρμακα – συνήθως με αντιόξινα που περιέχουν παράγωγα αλουμινίου, αλλά και με κάποια αντιβιοτικά των οποίων μειώνει τη δραστικότητα.