H πρόοδος στη θαλάσσια γεωλογία και στην υποβρύχια τεχνολογία καθιστά πλέον ρεαλιστικά τα σχέδια για εξόρυξη χρυσού και άλλων μετάλλων από βάθη μεγαλύτερα των δύο χιλιομέτρων. Σύμφωνα με τους ειδικούς, η μεταλλευτική βιομηχανία θα μπορέσει πολύ σύντομα να αρχίσει να δραστηριοποιείται στους ωκεανούς. «Πριν από 20 χρόνια οι περισσότερες μεταλλευτικές εταιρείες δεν ήθελαν καν να ακούσουν για αυτή την πιθανότητα. Πίστευαν ότι είναι υπερβολικά δύσκολο. Τώρα όμως πολλοί διαπιστώνουν ότι είναι πολύ ευκολότερο να κατεβείς δύο χιλιόμετρα νερού από το να κατεβείς δύο χιλιόμετρα βράχου» υποστηρίζει ο δρ Στίβεν Σκοτ, καθηγητής Γεωλογίας του Πανεπιστημίου του Τορόντο.


Ο μεγάλος πειρασμός για τη βιομηχανία είναι οι αποθέσεις πολυμεταλλικών σουλφιδίων στον ωκεάνιο πυθμένα. Το υλικό αυτό, πλούσιο σε χρυσό, άργυρο, χαλκό, μόλυβδο και ψευδάργυρο, παράγεται σε ηφαιστειακά ενεργές περιοχές από υδροθερμικά φρεάτια, γνωστές ως «καπνιστήρια». Τα φρεάτια αυτά δημιουργούνται σε σημεία όπου το θαλασσινό νερό διαπερνά τον πορώδη πυθμένα, θερμαίνεται και αναδύεται ξανά μέσα από σχισμές. Το κατάμαυρο νερό παρασύρει διαλυμένα μεταλλικά άλατα, τα οποία όταν έρθουν σε επαφή με ψυχρό νερό καθιζάνουν και σχηματίζουν δομές σαν καμινάδες. Με τον καιρό, οι πύργοι αυτοί καταρρέουν και το υλικό τους διασπείρεται. Οι δύο πρώτες εταιρείες υποθαλάσσιας εξόρυξης, η Nautilus Minerals και η Neptune Minerals, εξετάζουν το δυναμικό αποθέσεων σουλφιδίων σε διάφορες περιοχές του κόσμου. H Nautilus, σε συνεργασία με άλλη εταιρεία εξόρυξης χρυσού, έχει εξασφαλίσει τα δικαιώματα για μια έκταση του βυθού στα εγχώρια ύδατα της Νέας Ζηλανδίας, έξω από το νησί Νορθ Αϊλαντ. Οι δύο εταιρείες έχουν πάρει άδεια για να εξερευνήσουν μια περιοχή 15 χιλιάδων τετραγωνικών χιλιομέτρων και ήδη έχουν ξεκινήσει την προετοιμασία ξοδεύοντας 2,7 εκατομμύρια δολάρια, ενώ αναμένεται να ξοδέψουν τους επόμενους μήνες άλλα 4,3 εκατ. δολάρια για την ολοκλήρωση της έρευνας και της προετοιμασίας.


Αν όλα πάνε καλά, στη Νέα Ζηλανδία θα μπουν σε εφαρμογή τα σχέδια των χρυσοθήρων της θάλασσας που θέλουν να μετατρέψουν τους ωκεανούς σε απέραντο εργοτάξιο. Μέχρι στιγμής έχουν εντοπιστεί 150 ενεργά υδροθερμικά φρεάτια ενώ έχουν εντοπιστεί άλλα 110 σημεία στους πυθμένες των ωκεανών στα οποία υπάρχουν ενδείξεις ότι έχουν δημιουργηθεί τέτοια φρεάτια. Καθώς, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, οι υποθαλάσσιες εργασίες εξόρυξης υπόσχονται μεγαλύτερη ευκολία και μικρότερο κόστος από την εξόρυξη στην επιφάνεια της Γης, δεν είναι λίγοι εκείνοι που προβλέπουν ότι οι ωκεανοί θα μετατραπούν σύντομα σε ένα τεράστιο «εργοτάξιο ορυχείων».


Ενας άλλος στόχος για τα υποβρύχια ορυχεία είναι οι κόνδυλοι μαγγανίου, σφαιρίδια που δημιουργούνται από την αργή καθίζηση μετάλλων του θαλασσινού νερού. Τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 υπήρξε μια διεθνής προσπάθεια, κόστους 650 εκατ. δολαρίων, για την ανάσυρση κονδύλων σε βιομηχανική κλίμακα.


Αν και το πρόγραμμα τελικά εγκαταλείφθηκε, η τεχνογνωσία που αποκτήθηκε ίσως αποδειχθεί πολύτιμη. Οι κόνδυλοι, όπως και τα σουλφίδια, απλώς κείτονται στον πυθμένα και δεν υπάρχει ανάγκη ανασκαφής. Είναι επίσης δεδομένο ότι η τεχνολογία που χρησιμοποιείται σε υπεράκτιες πλατφόρμες πετρελαίου, όπως για παράδειγμα η χρήση υποβρύχιων ρομπότ, μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα για χρήση σε υποθαλάσσια ορυχεία. «Τα υποθαλάσσια ορυχεία θα είναι πιο φιλικά για το περιβάλλον, δεδομένου ότι δεν απαιτείται σκάψιμο ούτε μόνιμες εγκαταστάσεις που θα άφηναν σημάδια στον βυθό» αναφέρει ο Σκοτ. Το υποθαλάσσιο ορυχείο που λειτουργεί στο μεγαλύτερο βάθος αυτή τη στιγμή είναι ένα αδαμαντωρυχείο έξω από τις νότιες ακτές της Αφρικής. Το ορυχείο βρίσκεται σε βάθος λίγων εκατοντάδων μέτρων.


Μπορεί οι ειδικοί να υποστηρίζουν ότι τα θαλάσσια ορυχεία θα είναι πιο οικολογικά επειδή δεν απαιτείται σκάψιμο, όμως όσον αφορά τα υδροθερμικά φρεάτια υπάρχει μεγάλο ερωτηματικό και πρέπει να απαντηθούν πολλά οικολογικά ζητήματα γιατί τα φρεάτια αυτά φιλοξενούν πληθώρα μορφών ζωής και μάλιστα εξωτικών. Μάλιστα κάποιες από τις θεωρίες για την εμφάνιση της ζωής στον πλανήτη «δείχνουν» τα υδροθερμικά φρεάτια ως τον χώρο όπου αναπτύχθηκαν οι πρώτες μορφές ζωής. Τι επιπτώσεις θα έχει λοιπόν στα οικοσυστήματα των φρεατίων η δημιουργία ορυχείων εκεί; Υπάρχει κίνδυνος να καταστραφούν και να χαθούν μαζί τους μορφές ζωής των οποίων ούτε καν γνωρίζουμε ακόμη την ύπαρξη; Χαρακτηριστικότερη περίπτωση υδροθερμικών φρεατίων είναι αυτά που ανακαλύφθηκαν το 2000 στο μέσον του Ατλαντικού. Οι ειδικοί ονόμασαν τα συγκεκριμένα φρεάτια «χαμένη πόλη» και σε αυτό εντοπίστηκαν εξωτικές μορφές ζωής όπως διαφανείς γαρίδες, οστρακοειδή που απολαμβάνουν το καυτό νερό και αρχαιοβακτήρια που τρέφονται με μεθάνιο και υδρογόνο. H χαμένη πόλη ανακαλύφθηκε τυχαία το 2000 από ερευνητική ομάδα που απετελείτο από αμερικανούς και ελβετούς επιστήμονες οι οποίοι μελετούσαν ένα υποθαλάσσιο όρος στο κέντρο του Ατλαντικού από όπου αναβλύζει περιοδικά καυτό μάγμα. Το νερό του ωκεανού εισχωρεί βαθιά μέσα στον πυθμένα, θερμαίνεται από χημικές αντιδράσεις και ξαναβγαίνει στην επιφάνεια μέσα από σχισμές. Το νερό αυτό έχει θερμοκρασία ως και 90 βαθμών Κελσίου, είναι ισχυρά αλκαλικό (pH 11) και μεταφέρει ιόντα ανθρακικού ασβεστίου. Καθώς ψύχεται, το ανθρακικό ασβέστιο καθιζάνει και σχηματίζει τις χαρακτηριστικές κούφιες στήλες. Μέσα σε αυτές τις στήλες ανακαλύφτηκαν τα αρχαιοβακτήρια τα οποία τρέφονται με υδρογόνο και μεθάνιο διαλυμένο στο νερό. Τα βακτήρια αυτά, με τη σειρά τους, συντηρούν ολόκληρο το τοπικό οικοσύστημα. Το εν λόγω φρεάτιο αποτελείται από λευκές «καμινάδες» και διαφέρει από τα φρεάτια με τα μαύρα καπνιστήρια στα οποία η μικροβιακή ζωή βασίζεται στο διοξείδιο του άνθρακα και το υδρόθειο. H «ατραξιόν» των μαύρων καμινάδων είναι θαλάσσια σκουλήκια με μήκος άνω του ενός μέτρου.