Δεν είχε καν συμπληρώσει το ενάμισι έτος, θήλαζε ακόμη, και όμως είχε την ικανότητα να χειρίζεται με απίστευτη ευχέρεια τον προφορικό λόγο και να κάνει σε χρόνο-ρεκόρ τις πιο περίπλοκες κατασκευές που θα «παίδευαν» πολύ μεγαλύτερά της παιδιά. Οι γονείς της μόλις «διέκριναν» τις ιδιαίτερες κλίσεις της την παρέδωσαν στα έμπειρα χέρια των ειδικών του Κέντρου Αναπτυξιακής Παιδιατρικής του Νοσοκομείου Παίδων «Αγία Σοφία», του μοναδικού κέντρου στην Ελλάδα που ασχολείται με τη διάγνωση και την παρακολούθηση παιδιών με «ειδικές ανάγκες». Οσο και αν ξενίζει, η χαρισματική μικρούλα της ιστορίας μας εντάσσεται σε αυτή την κατηγορία: έχει πραγματικά ιδιαίτερες ανάγκες, πολύ συγκεκριμένες και διαφορετικές από αυτές των μέσων παιδιών της ηλικίας της. Και χρειάζεται πολύ συγκεκριμένη βοήθεια ώστε να αναπτύξει τις μοναδικές ικανότητές της, κάτι που αν δεν συμβεί μπορεί να αποβεί καταστρεπτικό για το μέλλον της. Οπως αναφέρουν οι ειδικοί, οι ιδιαιτέρως προικισμένοι άνθρωποι, ταλαντούχοι ή χαρισματικοί, που υπολογίζονται στο 2%-5% του γενικού πληθυσμού, δεν κινδυνεύουν από τις ικανότητές τους αλλά από την παρεμπόδιση της εκδήλωσης αυτών των ικανοτήτων από τον περίγυρό τους. Πρέπει λοιπόν η βοήθεια που τους παρέχεται να είναι η μέγιστη δυνατή ώστε να αξιοποιήσουν τα ταλέντα τους. Διότι είναι εκείνοι που ανατρέπουν τη συμβατική γνώση και προχωρούν την ανθρωπότητα ένα βήμα πιο πέρα. Με ποιον τρόπο; Αν εμείς βλέπουμε τον κόσμο με τα μάτια μας, οι έξυπνοι άνθρωποι τον βλέπουν με μεγεθυντικούς φακούς, οι πολύ ευφυείς με μικροσκόπιο και οι χαρισματικοί με ηλεκτρονικό μικροσκόπιο.



Τα χαρισματικά παιδιά αποτελούν ένα αξιοσέβαστο ποσοστό του πληθυσμού, και όμως το εκπαιδευτικό σύστημα ούτε καν τα περιλαμβάνει. Μέσα στον κυκεώνα της ανασφάλειας οι γονείς έχουν έναν «ώμο» στον οποίο μπορούν να ακουμπήσουν λαμβάνοντας εμπεριστατωμένη επιστημονική γνώση. Πρόκειται για το ΑΠΛΟΥΝ (www. aploun. org), τη μοναδική ελληνική επιστημονική ένωση που έχει στόχο την υποστήριξη των χαρισματικών/ταλαντούχων μαθητών. Οπως αναφέρει η πρόεδρος της Ενωσης, μαθηματικός – αναλυτής συστημάτων, κυρία Ευγενία Μελετέα, «προσπαθούμε να πληροφορούμε το κοινό για τις αλήθειες και τους μύθους σχετικά με τα χαρισματικά παιδιά και κυρίως τους γονείς ώστε να μπορούν να αντιμετωπίσουν κατάλληλα τις ανάγκες των παιδιών αυτών».


Εν αρχή λοιπόν ην η σωστή αναγνώριση ενός τέτοιου παιδιού. «Δεν είναι απαραιτήτως χαρισματικό ένα παιδί που παρουσιάζει μια ιδιαίτερη κλίση σε κάποιον τομέα. Σε γενικά πλαίσια τα χαρισματικά παιδιά δεν αποτελούν ποσοστό μεγαλύτερο του 1% του πληθυσμού. Τα παιδιά αυτά παρουσιάζουν εξαιρετικές ικανότητες σε δύο ή περισσότερους τομείς της επιστήμης ή της τέχνης, σε αντίθεση με τα ταλαντούχα, που έχουν ιδιαίτερη ικανότητα σε έναν μόνο τομέα, κατά κανόνα της τέχνης» εξηγεί η κυρία Λορέττα Θωμαΐδου, παιδίατρος – αναπτυξιολόγος, υπεύθυνη του Κέντρου Αναπτυξιακής Παιδιατρικής.


Στο Κέντρο, που λειτουργεί τα τελευταία οκτώ χρόνια, οι ειδικοί υποβάλλουν τα παιδιά σε τεστ προκειμένου να αξιολογήσουν τις ικανότητές τους. Σε αυτά περιλαμβάνεται και ο συμβατικός έλεγχος του δείκτη νοημοσύνης. Σύμφωνα με αυτόν, χαρισματικό θεωρείται το άτομο που εμφανίζει δείκτη μεγαλύτερο του 140. Πρέπει να σημειωθεί ότι ασφαλής μέτρηση του δείκτη γίνεται από την ηλικία των επτά ετών, ενώ ως τότε χρησιμοποιείται για τις μετρήσεις ο αναπτυξιακός δείκτης, ο οποίος παρουσιάζει κάποιες αποκλίσεις. Μετά τη διάγνωση οι αρμόδιοι του Κέντρου δίνουν στους γονείς αλλά και στους δασκάλους – όταν το παιδί βρίσκεται σε σχολική ηλικία – τις κατευθυντήριες γραμμές που πρέπει να ακολουθήσουν. «Ο τρόπος χειρισμού των παιδιών αυτών από μικρή ηλικία είναι καθοριστικός για την εξέλιξή τους αλλά και για την αποδοχή τους από την κοινωνία. Διότι δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι τα παιδιά αυτά ακροβατούν σε ευαίσθητες ισορροπίες. Υπάρχει μια ασύγχρονη ανάπτυξη μεταξύ νόησης και συναισθήματος. Εκεί ελλοχεύει ο κίνδυνος να δημιουργηθούν ψυχολογικά προβλήματα στο παιδί, που μπορεί να εκδηλωθούν με αδιαφορία, απόρριψη, αντικοινωνικότητα και επιθετικότητα» λέει η κυρία Θωμαΐδου.


Δεν είναι δυστυχώς λίγες οι φορές που χαρισματικά παιδιά μένουν στο σκοτάδι. Πολυκεντρικές έρευνες έχουν δείξει ότι ως και 50% των χαρισματικών/ταλαντούχων παιδιών εγκαταλείπουν τις σπουδές τους ως την εφηβεία. Ολα ξεκινούν από την οικογένεια, η οποία πρέπει να έχει τις «κεραίες» τεταμένες ώστε να εντοπίσει εγκαίρως την ιδιαιτερότητα του παιδιού και να ζητήσει τη χείρα βοηθείας των ειδικών. Και βεβαίως να μη φοβηθεί από τη διαπίστωση ότι μεγαλώνει ένα ιδιαίτερο παιδί. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση που μας αφηγήθηκαν οι ειδικοί του Κέντρου στο «Αγία Σοφία». Αφορούσε μια μικρή μαθήτρια η οποία έφθασε με τη μητέρα της στο Κέντρο ύστερα από παραπομπή της δασκάλας της. Το παιδί πήγαινε στην πρώτη δημοτικού και τη στιγμή που οι συμμαθητές του συλλάβιζαν τις προτάσεις στο αναγνωστικό εκείνη ήταν μια πραγματική «βιβλιοφάγος». H μητέρα δεν μπόρεσε να κατανοήσει τις ιδιαίτερες ικανότητες του παιδιού της και, όταν οι ειδικοί διέγνωσαν ότι το παιδί ήταν χαρισματικό, εκείνη απάντησε ότι της ήταν αδύνατον να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις. Εκτοτε εξαφανίστηκε λέγοντας ότι δεν θα ξαναδώσει βιβλίο στην κόρη της…


Ακόμη όμως και στην περίπτωση που οι γονείς έχουν τις καλύτερες των προθέσεων, είναι ο περίγυρος και κυρίως το ίδιο το σύστημα που μπορεί να «πνίξει» τα χαρίσματα των παιδιών. Είναι ενδεικτικό ότι μόλις πριν από λίγους μήνες ελήφθη από το υπουργείο Παιδείας ειδική μέριμνα για την αγωγή των χαρισματικών/ταλαντούχων μαθητών. Συγκεκριμένα σε προσθήκη στο άρθρο 1, παρ. 2, του νόμου 2817/2000 αναφέρεται ότι «ειδικής εκπαιδευτικής μεταχείρισης μπορεί να τύχουν τα άτομα που έχουν ιδιαίτερες νοητικές ικανότητες και ταλέντα». Παρά ταύτα, έγκειται τελικώς στην καλή βούληση του εκάστοτε εκπαιδευτικού ο τρόπος χειρισμού τους. Και αυτό διότι ο νόμος δεν ορίζει ποια είναι η ειδική αγωγή που πρέπει να λάβουν τα παιδιά αυτά. «H διατύπωση δεν είναι εξαρχής ολοκληρωμένη καθώς μπορεί να λάβει αρνητική χροιά, να φαίνεται δηλαδή ότι αφορά τα παιδιά με νοητικά προβλήματα. Ακόμη όμως και αν εκληφθεί θετικά, ότι αφορά δηλαδή τα παιδιά με εξαιρετικές ικανότητες, στην πράξη δεν προσφέρει και πάλι τίποτα. Τα μοντέλα που θα μπορούσαν να ακολουθηθούν, όπως συμβαίνει στο εξωτερικό σε ανάλογες περιπτώσεις, π.χ. ο εμπλουτισμός (παροχή επιπλέον γνώσης στο παιδί ανάλογα με τις ανάγκες του) ή η επιτάχυνση (η τοποθέτηση του παιδιού σε μεγαλύτερη σχολική τάξη), δεν μπορούν να εφαρμοστούν. Στο δημοτικό δεν υπάρχει καν ύλη για εμπλουτισμό, ενώ η επιτάχυνση δεν επιτρέπεται από τον νόμο, με αποτέλεσμα ευλόγως οι διευθυντές των σχολείων να μη δέχονται αυτή τη λύση» αναφέρει η κυρία Μελετέα.


Το πρόβλημα αναγνωρίζουν και οι αρμόδιοι του υπουργείου Παιδείας με τους οποίους ήλθε σε επαφή «Το Βήμα». Οπως μας είπαν, ακόμη και αυτή η προσθήκη όχι μόνο δεν κάνει ειδική σαφή αναφορά στα χαρισματικά παιδιά αλλά ουσιαστικά δεν έχει θέση μέσα σε έναν νόμο που αφορά τα παιδιά με υστέρηση. Υπογράμμισαν ότι το εκπαιδευτικό μας σύστημα βασίζεται σε αυστηρά ηλικιακά κριτήρια, γεγονός που δεν αφήνει περιθώριο για εφαρμογή οποιουδήποτε άλλου μοντέλου διδασκαλίας. Παραδέχθηκαν ότι ο δρόμος είναι ακόμη μακρός ώσπου να υπάρξει μια ουσιαστική παρέμβαση για τα παιδιά αυτά, αφού προϋποθέτει ότι το θέμα θα βρεθεί στις προτεραιότητες του υπουργείου, το υπουργείο θα ζητήσει γνωμοδότηση από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, εκείνο θα επεξεργαστεί το ζήτημα, θα δώσει τα επιστημονικά του «φώτα», θα θεσπισθεί νομοθετικό πλαίσιο και βέβαια όλα τα παραπάνω θα γίνουν και πράξη με την κατάλληλη επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και την εκπόνηση ειδικών προγραμμάτων διδασκαλίας. Περιττό προφανώς να αναφερθεί πόσος χρόνος θα απαιτηθεί για μια τέτοια διαδικασία στην ελληνική πραγματικότητα…


Ιδού δύο περιπτώσεις ενδεικτικές της αδυναμίας είτε των δασκάλων είτε του εκπαιδευτικού συστήματος να χειριστούν το «διαφορετικό». Σε σχολική αίθουσα της B’ δημοτικού ο δάσκαλος μαθαίνει στα παιδιά τον πολλαπλασιασμό. Προσπαθεί να διδάξει πώς προκύπτει το γινόμενο 7X12 με βάση τον συμβατικό τρόπο, δηλαδή 7X2 + 7X10. Ενας μαθητής σηκώνει το χέρι προτείνοντας ως σωστή λύση το 10X12 – 3X12. Ο δάσκαλος λέει στον μαθητή ότι δεν σκέπτεται σωστά, καθώς μάλιστα οι υπόλοιποι συμμαθητές του αντιδρούν, μη μπορώντας να ακολουθήσουν τον τρόπο σκέψης του. Ο μαθητής σταμάτησε να παρακολουθεί για το υπόλοιπο της σχολικής ώρας, ενώ την επόμενη ημέρα δεν ήθελε καν να πάει σχολείο. Οπως παρατηρεί μια εκπαιδευτικός, η κυρία Χρύσα Παπακώστα, «εγώ που διδάσκω ως φιλόλογος επί 20 χρόνια, κατάφερα να «διαγνώσω» τις περιπτώσεις χαρισματικών παιδιών που συνάντησα επειδή έχω μεταπτυχιακές σπουδές στο συγκεκριμένο αντικείμενο. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με αρκετούς συναδέλφους. Ακόμη έστω και αν βρεθούν «πεφωτισμένοι» δάσκαλοι, το εκπαιδευτικό σύστημα παρουσιάζει ελλείψεις».


Στη δεύτερη περίπτωση, που μας διηγήθηκαν γονείς τα στοιχεία των οποίων βρίσκονται στη διάθεση της εφημερίδας, υπήρχαν και «πεφωτισμένοι» γονείς και «πεφωτισμένος» δάσκαλος. Αυτό όμως δεν ήταν αρκετό. Τόσο οι μεν όσο και ο δε ζήτησαν τη βοήθεια των υπευθύνων του ιδιωτικού σχολείου όπου φοιτούσε στην A’ δημοτικού το παιδί, καθώς η γνωστική ικανότητά του ήταν ανώτερη της τάξης όπου βρισκόταν. Συγκεκριμένα ζήτησαν αυτό που, σύμφωνα με τους ειδικούς, αποτελεί και το ιδανικότερο μοντέλο εκπαίδευσης των χαρισματικών παιδιών: την παραμονή του στην τάξη με τους συνομηλίκους του αλλά παράλληλα τον εμπλουτισμό της ύλης. Ωστόσο η αίτησή τους αυτή «σκόνταψε» στο γράμμα του νόμου ή για την ακρίβεια στην ασάφειά του. Οι αρμόδιοι αρνήθηκαν να βοηθήσουν αναφέροντας ότι το νομικό πλαίσιο δεν καλύπτει το θέμα του εμπλουτισμού. Στους γονείς προτάθηκε εμμέσως η τοποθέτηση του παιδιού σε μεγαλύτερη τάξη, γεγονός όμως που στην πράξη σήμαινε πλαστογράφηση της πραγματικής ηλικίας του. Οι γονείς δεν δέχθηκαν αυτή την «πλάγια» λύση και τώρα το παιδί συνεχίζει στην τάξη που αντιστοιχεί στην πραγματική του ηλικία – με ό,τι αυτό συνεπάγεται…


Οπως τονίζουν οι ειδικοί, ο σωστός χειρισμός των χαρισματικών παιδιών δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να φθάνει… στα άκρα. «Δεν χρειάζεται ούτε γκετοποίηση ούτε περιθωριοποίηση. Το ιδανικό είναι να φοιτούν σε κανονικό σχολείο να παρακολουθούν ένα πρόγραμμα εμπλουτισμού. Αξιοποιούν τις πολύ υψηλές ικανότητές τους σε εξωσχολικές δραστηριότητες σε συνεργασία με άλλα παιδιά αναλόγων ικανοτήτων» επισημαίνει η κυρία Θωμαΐδου.


Στην πράξη, πάντως, όπως μας ανέφεραν γονείς τέτοιων παιδιών, το σύστημα «σπρώχνει» τα χαρισματικά παιδιά στα ιδιωτικά σχολεία. Διότι, όπως πιστεύουν, μόνο εκεί δίνεται το περιθώριο – με το αζημίωτο βεβαίως – εμπλουτισμού των γνώσεων μέσα στο γενικότερο πλαίσιο λειτουργίας της τάξης. Το θέμα είναι τι γίνεται με τα παιδιά εκείνα των οποίων οι οικογένειες δεν έχουν την οικονομική ευχέρεια να ανταποκριθούν στα τσουχτερά δίδακτρα. Ισως συμβαίνει αυτό που αρκετοί ειδικοί φοβούνται: ότι, δηλαδή, τα χαρισματικά παιδιά αντιμετωπίζονται ως «κακομαθημένα», «προκλητικά», ακόμη και ως… «μικροί αλήτες». Οσοι δεν δείχνουν ανεκτικότητα με τα διαφορετικά αυτά παιδιά δεν εννοούν όμως το όφελος που μπορεί να έχει η κοινωνία από εκείνα, δηλαδή οι ίδιοι και τα παιδιά τους…


Μητέρα ενός επτάχρονου αγοριού:


«Το παιδί μου άρχισε να μιλάει γύρω στα δύο χρόνια του αλλά μίλησε κάνοντας ολόκληρες προτάσεις. Στα τρία επέδειξε μια εντυπωσιακή για την ηλικία του ικανότητα κατανόησης των λογικομαθηματικών εννοιών. Στο νηπιαγωγείο ήξερε να διαβάζει, να μετρά, κατανοούσε πολλά πράγματα, ήταν… δεν μπορώ να πω πιο έξυπνο ή με περισσότερες γνώσεις αλλά διαφορετικό από τους συνομηλίκους του. Αυτό όμως του δημιούργησε και αρκετές δυσκολίες. Στο προνήπιο η νηπιαγωγός του έκανε την πρόβλεψη ότι το παιδί μου «θα γίνει μεγάλος αλήτης» αφού δεν υπάκουε, τη διέκοπτε, της έκανε τον «έξυπνο», όπως μου είπε. Εγώ όμως «είδα» αυτό που δεν «έβλεπε» η ίδια: ότι το παιδί χρειαζόταν περισσότερα ερεθίσματα διότι έπληττε μέσα στην αίθουσα. Το ίδιο συνέβη και στο νηπιαγωγείο. Στο δημοτικό όμως η κατάσταση έφθασε στο… απροχώρητο. Πέρυσι που πήγε A´ δημοτικού η δασκάλα με καλούσε συχνά για να μου πει ότι το παιδί φερόταν προκλητικά και αγνοούσε τις υποδείξεις της. Π.χ., έβγαζε τα μολύβια του και έπαιζε ή χάζευε. Δεν έκανε τίποτε περισσότερο από το να διοχετεύει την ενεργητικότητά του σε άλλα πράγματα. Τελικά αναγκαστήκαμε να αλλάξουμε σχολείο και μάλιστα στα μέσα της χρονιάς αφού αρνιόταν να μπει στην τάξη. Το άγχος μου όσον αφορά το παιδί μου είναι να μεγαλώσει όσο πιο φυσιολογικά γίνεται και να μάθει να επιβιώνει σε μια κοινωνία που μάλλον δεν θα δέχεται εύκολα την ιδιαιτερότητά του».


Μητέρα ενός εξάχρονου αγοριού:


«Ο γιος μου είχε από μικρός ευχέρεια λόγου και έφεση προς τους αριθμούς και τους υπολογισμούς πράξεων. Αρχικά δεν μας είχε απασχολήσει το ζήτημα αυτών των αυξημένων ικανοτήτων που μας αποκάλυπτε σταδιακά. Οταν όμως ξεκίνησε το νηπιαγωγείο, άρχισαν τα προβλήματα. Και αυτό διότι δεν μπορούσε να συμβαδίσει με τους ρυθμούς που επέβαλλε στην τάξη η δασκάλα του. Ολοκλήρωνε πολύ γρήγορα οποιαδήποτε εργασία του ανέθετε και μετά… βαριόταν και άρχιζε να ασχολείται με άλλα πράγματα. Το αποτέλεσμα ήταν εκείνη να εκνευρίζεται αλλά και τα άλλα παιδιά να μην τον αποδέχονται εύκολα. Ο ίδιος έλεγε ότι «είμαι άτακτος, γι’ αυτό η δασκάλα δεν με συμπαθεί». Εκείνη δεν έδειχνε να αντιλαμβάνεται γιατί το παιδί γινόταν επιθετικό. Αυτή η κατάσταση μας οδήγησε στο Παίδων, όπου οι ειδικοί έκαναν στο παιδί ένα τεστ αξιολόγησης, σύμφωνα με το οποίο κατατασσόταν στα παιδιά με αυξημένες γνωστικές ικανότητες. Ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε το παιδί από τη νηπιαγωγό μάς τρόμαξε. Αναγκαστήκαμε να καταφύγουμε σε ιδιωτικό εκπαιδευτήριο. Δεν αναφέραμε την ιδιαιτερότητα του παιδιού παρά μόνο ζητήσαμε από τη νηπιαγωγό να του δίνει επιπλέον δουλειά στην τάξη. Οι υπεύθυνοι δεν το δέχθηκαν και αντιπρότειναν να το βάλουμε σε μεγαλύτερη τάξη, κάτι που σήμαινε ότι θα έπρεπε να προχωρήσουμε σε πλαστογραφία, αφού θα αλλάζαμε την ημερομηνία γέννησης του παιδιού. Δεν το δεχθήκαμε διότι δεν είμαστε καθόλου σίγουροι ότι όλο αυτό θα απέβαινε τελικά υπέρ του.


Προσωπικά αισθάνομαι συχνά να με «λυγίζει» η διαπίστωση ότι το παιδί μου έχει κάποιες ιδιαιτερότητες. Φοβάμαι όταν τον βλέπω να βιώνει ως τραυματική εμπειρία το σχολείο και να το απορρίπτει. H ανασφάλειά μου επιτείνεται επίσης από το γεγονός ότι δεν ξέρουμε πού να απευθυνθούμε. Και την ίδια στιγμή που νιώθουμε τόσο μόνοι, ξέρουμε ότι δεν έχουμε άλλη επιλογή ώστε να είμαστε «παντογνώστες» και δυνατοί για χάρη του παιδιού μας».