Το πλέον λεπτεπίλεπτο των εγχόρδων, το βιολί, εμφανίστηκε στη Βόρεια Ιταλία περίπου το 1550. Εξαπλώθηκε στις αυλές των μοναρχών μαζί με την Αναγέννηση, μπήκε στα σπίτια των αστών με τη Βιομηχανική Επανάσταση, πήγε στα χέρια των προλεταρίων όταν επένδυσε μουσικά τα έργα του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού», επεβίωσε της ηλεκτρονικής εποχής μας… Και όλα αυτά τα χρόνια παραμένει σχεδόν αναλλοίωτο, ίδιο με εκείνα που έφτιαχναν οι τεχνίτες της Κρεμόνας, κοντά στο Μιλάνο, τον 16ο αιώνα. Ιδιο σε όλα εκτός από τον ήχο. Γιατί τα βιολιά που έφτιαχναν οι φαμίλιες των Στραντιβάρι, Αμάτι και Γκουαρνέρι – μεταξύ των ετών 1600 και 1750 – είχαν «κάτι» που δεν υπάρχει πια! Ο Αντόνιο Στραντιβάρι γεννήθηκε το 1644, έζησε στην Κρεμόνα και έφτιαχνε μουσικά όργανα ως την ημέρα του θανάτου του, το 1737. Ηταν ο δικός του σχεδιασμός που έδωσε στο βιολί τη γεωμετρική μορφή που όλοι γνωρίζουμε. Ενα κουτί σε σχήμα 8, με δύο κατοπτρικές εγκοπές σαν καλλιγραφικό f στην όψη. Για το μπροστινό του καπάκι και τα πλευρά διάλεξε ξύλο πεύκου και για το πίσω καπάκι, ξύλο σφενδάμου. Εκτός από βιολιά ο Στραντιβάρι έφτιαχνε και άρπες, βιόλες, τσέλα και κιθάρες. Από το σύνολο των 1.100 περίπου οργάνων που κατασκεύασε υπάρχουν ακόμη τα 650. Ηταν όμως τέτοια η μαγεία του ήχου των βιολιών του που χιλιάδες αντίγραφα κατασκευάστηκαν με το λογότυπό του. Δεν αρκεί λοιπόν σήμερα να δούμε στο εσωτερικό ενός βιολιού μια ταμπέλα που γράφει «Antonius Stradivarius Cremonensis Faciebat Anno… (χρονολογία)» για να πειστούμε. Αυτό το γνωρίζουν άλλωστε ήδη καλά οι έμποροι μουσικών οργάνων, οι οποίοι για τα ποιοτικά βιολιά ζητούν περίπου 10.000 ευρώ, αλλά για ένα «Strad» (αυθεντικό Stradivarius) ζητούν… εκατομμύριο και πάνω. Ο λόγος είναι ότι από τα τέλη του 19ου αιώνα το οικογενειακά φυλαγμένο μυστικό της επιτυχούς κατασκευής των βιολιών του Στραντιβάρι χάθηκε. Για κάτι τόσο μεγάλης και δυσεύρετης αξίας ήταν επόμενο να γίνουν πάμπολλες προσπάθειες επανασύνδεσης του κομμένου νήματος. Οι κατασκευαστές οργάνων αποσυναρμολόγησαν προσεκτικά τα βιολιά του, μέτρησαν με ακρίβεια κάθε διάστασή τους και τα αναπαρήγαγαν με πιστότητα. Οι φυσικοί ανέλυσαν με τα όργανα των εργαστηρίων τους κάθε μορφή ταλάντωσης των καπακιών και της γέφυρας των χορδών. Οι χημικοί επίσης ανέλυσαν τα βερνίκια και τις κόλλες των φημισμένων βιολιών. Ολα εις μάτην. Κανείς δεν έβρισκε το «κάτι» που έλειπε από τους απογόνους. Φθάνοντας στο έτος 1977, η επιστήμη είχε σχεδόν σηκώσει τα χέρια ψηλά, αποδεχόμενη ότι κάτι θεόπνευστο υπήρχε στη συνταγή του Στραντιβάρι, το οποίο δεν έπιαναν τα όργανά της. Τότε εμφανίστηκε στα γραφεία της Αμερικανικής Ενωσης Βιολιού ένας βιοχημικός ουγγρικής καταγωγής, με μια θεωρία που απέδιδε τη μαγεία ήχου του «Strad» σε ένα… χημικό ατύχημα: τη φωσφάτωση του βιολιού από το μονωτικό βερνίκι που έφτιαξε για τον Στραντιβάρι ο γείτονάς του φαρμακοποιός!


O Γιόζεφ Ναγκιβάρι (Joseph Nagyvary) είχε γεννηθεί το 1936, στην τότε ουγγρική Τρανσυλβανία. Ο πατέρας του, ένας μηχανικός στην επαρχιακή πόλη Κάποσβαρ, έπαιζε βιολί και ο μικρός Joseph πήρε τα πρώτα του μαθήματα το 1944 από έναν τσιγγάνο. Το βιολί του όμως κλάπηκε από κάποιον φαντάρο – ο ίδιος είναι βέβαιος ότι του το πούλησε η μάνα του για λίγο φαγητό. Το 1956, όταν ξέσπασε η φοιτητική εξέγερση, ο Γιόζεφ σπούδαζε χημικός. Μετά τη σοβιετική εισβολή αναγκάστηκε να το σκάσει και κατέληξε στη Ζυρίχη. Εκεί συνέχισε τις σπουδές του αλλά και τα μαθήματα βιολιού. Ανακάλυψε ότι το βιολί που έπαιζε ήταν ένα «Strad» που ανήκε παλιά στον Αϊνστάιν!


Εμενε δίπλα σε έναν κατασκευαστή βιολιών, οπότε άρχισε να παθιάζεται με το όργανο. Στις διακοπές του πήγαινε στη Βόρεια Ιταλία, όπου αναψηλαφούσε τις ξεχασμένες παραδόσεις. Εκεί πρόσεξε ότι, ενώ σε πόλεις όπως το Μιλάνο τα μουσικά όργανα υπέφεραν από σαράκι του ξύλου, εκείνα της Κρεμόνας δεν γνώριζαν το πρόβλημα. Αρχισε λοιπόν να σκέφτεται το ενδεχόμενο κάποιας εντομοκτόνας ουσίας με δράση καταλυτική στις ενώσεις πολυμερών – όπως ο βόραξ -, που ενίσχυσε τον ήχο των βιολιών.


Το 1962 πήγε στο Κέιμπριτζ για μεταπτυχιακό, έπειτα στο Κονέκτικατ των ΗΠΑ και κατέληξε το 1968 στο Πανεπιστήμιο Α&Μ του Τέξας. Από εκεί άρχισε να διαβάζει μανιωδώς βιβλία για την κατασκευή βιολιών, να αγοράζει, να αποσυναρμολογεί και να επανασυναρμολογεί βιολιά ο ίδιος. Επί 25 χρόνια δοκίμαζε και ξαναδοκίμαζε υλικά και ενώσεις, προσπαθώντας να αποδείξει τη θεωρία του. Κάποια ημέρα τού έστειλαν ένα κομμάτι από κορμό σφενδάμου που βρισκόταν για χρόνια στον πάτο της λίμνης Superior. Αναλύοντας το φάσμα υπεριωδών ακτίνων του βρήκε ότι ήταν όμοιο με εκείνο του πίσω καπακιού του Stradivarius! Τι είχε συμβεί; Πολύ απλά, τα χρόνια που ζούσε ο Αντόνιο Στραντιβάρι το μονοπώλιο της ξυλείας είχε το ναυτικό της Βενετίας. Τα ξύλα αποθηκεύονταν στη λιμνοθάλασσα και, μόνο αφού έπαιρνε το ναυτικό ό,τι χρειαζόταν, μπορούσαν οι κατασκευαστές να αγοράσουν ξυλεία για τα εργαστήριά τους. Βρεγμένη φυσικά.


Χρησιμοποιώντας φασματογράφο, ο Ναγκιβάρι εντόπισε στις ενώσεις των κρεμονέζικων βιολιών ασυνήθιστα μεγάλες ποσότητες ποτάσας, σόδας, αλουμινίου, χαλκού, σιδήρου, ασβεστίου και μαγνησίου. Κατάλαβε ότι προέρχονταν – τα περισσότερα – από αντισηπτική κατεργασία του ξύλου, όπως την περιέγραφαν τα βιβλία των αλχημιστών. Ο Στραντιβάρι λοιπόν στέγνωνε τα ξύλα του για μια πενταετία, τα έκοβε και τα κατεργαζόταν σύμφωνα με τα σχέδιά του και, μετά έπρεπε να τα μονώσει από τη φρικτή υγρασία του ιταλικού Βορρά, να τα προφυλάξει από το αδηφάγο σαράκι και να τα βερνικώσει όμορφα και ανθεκτικά. Ολα αυτά με ένα λεπτό στρώμα επάλειψης, τόσο που δεν θα «έθαβε» τους γλυκούς ήχους των βιολιών του. Πώς μπορούσε να το καταφέρει; Ζήτησε τη βοήθεια του φαρμακοτρίφτη στο απέναντι μαγαζί. Ο Ναγκιβάρι ξανάζησε τις στιγμές αυτές με τη φαντασία του πάμπολλες φορές: Πρώτα πήρε πηκτίνη από χυμούς φρούτων, για τη βάση του βερνικιού. Αυτή είναι που κάνει το ζελέ φρούτων να γυαλίζει (αλλά φτιάχνει και υπέροχες πολυμερείς ενώσεις, όπως απέδειξε η ιταλική ανακάλυψη της καραμέλας). Επειτα πήρε το κοινό εντομοκτόνο της εποχής, τον βόρακα (ο οποίος μετατρέπει τις μοριακές αλυσίδες των σακχάρων σε ένα είδος χωροδικτυώματος, που απλώνεται προστατευτικά σαν στολή δύτη πάνω στο ξύλο). Στη συνέχεια χρειάστηκε έναν ρευστοποιητή, κάτι που θα οδηγούσε το βερνίκι σε κάθε πόρο του ξύλου. Πιθανότατα χρησιμοποίησε χολή βοδιού. Τέλος, χρειαζόταν μια λεπτή πούδρα κρυστάλλων, που θα έκανε το βερνίκι να στεγνώσει αστραφτερό και λείο, σαν πορσελάνη (όπως έκαναν ήδη στη Βενετία για τα κρύσταλλα Μουράνο, αλλά δεν ήξεραν τότε ότι ήταν αυτή η πούδρα που θα ενίσχυε και τις υψηλές συχνότητες του οργάνου). Καλοχτυπημένα λοιπόν θραύσματα χαλαζία, κεχριμπαριού, ψευδάργυρου, ρουμπινιού, ζαφειριού, γύψου και κοραλλιών. H πούδρα που βρίσκουμε ακόμη και σήμερα στα Stradivarius είναι απίστευτα λεπτή!


Nagyvarius vs Stradivarius


Εφαρμόζοντας τη συνταγή που πιστεύει ότι ακολούθησε ο Στραντιβάρι, o Ναγκιβάρι άρχισε να κατασκευάζει βιολιά. Τότε ήταν που γνώρισε την αντίσταση του κατεστημένου. «Πουλούσα βιολιά έναντι 5.000 ως 10.000 δολαρίων, που ακούγονταν το ίδιο καλά με εκείνα που οι έμποροι πουλούσαν για ένα εκατομμύριο δολάρια. Αυτό δεν τους άρεσε» λέει. «Ο Γεχούντι Μενουχίν έπαιζε με δικό μου βιολί από 15ετίας, αλλά μου είπε ότι δεν μπορούσε να συνδέσει το όνομά του με τα βιολιά μου, γιατί δεν ήθελε να κάνει εχθρούς τους μεγαλέμπορους που του έδιναν δωρεάν όργανα». Αποφάσισε λοιπόν να κονταροχτυπηθεί σε δημόσιο διαγωνισμό με το φάντασμα του Στραντιβάρι. Τον Σεπτέμβριο που πέρασε – τον μήνα που ο Ναγκιβάρι έγινε συνταξιούχος – ένα ακροατήριο 600 ατόμων συγκεντρώθηκε για να ακούσει τον διεθνούς φήμης βιολονίστα Ντάλιμπορ Καρβάι να παίζει, πίσω από κουρτίνα, τέσσερα μουσικά κομμάτια εις διπλούν. Χωρίς να μπορούν να δουν με ποιο βιολί παίζει την κάθε φορά, το κοινό έπρεπε να βαθμολογήσει το 300 ετών και αξίας 5 εκατομμυρίων δολαρίων Stradivarius «Leonardo da Vinci» και το… ενός μηνός βιολί που κατασκεύασε ο Ναγκιβάρι σε έξι εβδομάδες. Από τους 600 ακροατές οι 303 ήταν τακτικό κοινό συναυλιών και οι 160 επαγγελματίες μουσικοί. Αποτέλεσμα; Το «Nagyvarius» πήρε ελαφρύ προβάδισμα έναντι του «Stradivarius»!


Οταν μετά τον διαγωνισμό ο Ναγκιβάρι ρωτήθηκε για τα μελλοντικά του σχέδια, είπε: «Ο Αντόνιο Στραντιβάρι έφτιαξε τα καλύτερά του μετά τα εβδομήντα του. Εγώ είμαι τώρα 69 ετών, οπότε ίσως μπαίνω στο ίδιο στάδιο». Γιατί όχι άλλωστε; Τα βιολιά του έχουν ήδη επαινεθεί από τη Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης, τη Συμφωνική του Σικάγου και το Κουαρτέτο του Κλίβελαντ. Θα μοσχοπουλήσουν τα επόμενα χρόνια. Βελτιώσεις; Σίγουρα, με πρώτη αυτή στο χρώμα του βερνικιού: «H ταινία «Το κόκκινο βιολί» μού έδωσε μια ιδέα. Σκέπτομαι να χρωματίσω το βερνίκι μου με αίμα» είπε ακάθεκτος ο Τρανσυλβανός. «Δεν θα χρησιμοποιήσω όμως ανθρώπινο αίμα – δεν έχει αρκετό DNA για σωστό πολυμερισμό. Λέω, καλύτερα, να χρησιμοποιήσω αίμα κοτόπουλου» συμπλήρωσε… διορθώνοντάς το.