Ο Thomas Edison ήταν ένας μεγάλος εφευρέτης με 1.039 διπλώματα ευρεσιτεχνιών. Από μικρό παιδί είχε μεγάλη έφεση προς την επιστήμη και ξόδευε πολύ χρόνο μαστορεύοντας σε ένα χημικό εργαστήριο στο υπόγειο του σπιτιού των γονιών του. Ο Edison είχε όμως και κάποιες δυσκολίες στη μάθηση, όπως στο λεκτικό επίπεδο, στη γλωσσική ικανότητα και πιθανόν να ήταν δυσλεκτικός. Ωστόσο ο Edison έμεινε στην ιστορία ως ιδιοφυΐα και ένας από τους ευφυέστερους ανθρώπους.


Τι είναι όμως η ευφυΐα που συνδέεται με τις επιδόσεις μας στο σχολείο και στη ζωή, με τις επιτυχίες μας ή τις αποτυχίες μας; Από ποιους παράγοντες εξαρτάται; Είναι η κληρονομικότητα ή το περιβάλλον που διαμορφώνει αυτό που αποκαλούμε νοημοσύνη; Είναι αλήθεια ότι τα ερωτήματα εξακολουθούν να είναι περισσότερα από τις απαντήσεις. Γι’ αυτό ο ακριβής ορισμός της νοημοσύνης είναι πιθανόν επί του παρόντος αδύνατος, αν και θα μπορούσαμε να πούμε ότι η νοημοσύνη είναι η ικανότητα χειρισμού της πολυπλοκότητας και επίλυσης προβλημάτων μέσα σε ένα χρήσιμο πλαίσιο. Αναμφίβολα η νοημοσύνη αντανακλά μια κατάσταση που υπερβαίνει έναν αριθμό, τον δείκτη νοημοσύνης (IQ, Intelligent Quotient), ο οποίος διαμορφώνεται από σχετικά τεστ.


H προσέγγιση του δείκτη νοημοσύνης προκάλεσε πολλές συζητήσεις και πρακτικές που έφθασαν ως τις φυλετικές διακρίσεις, ενοχοποιώντας λ.χ. τους μαύρους ως υποδεέστερους των λευκών στη βάση δήθεν γενετικών διαφορών. Τέτοιες όμως διαφορές δεν υπάρχουν, όπως τεκμαίρεται από τα ευρήματα της χαρτογράφησης του γονιδιώματος του ανθρώπου. Πέραν τούτου και σε συνδυασμό με την εκτίμηση συμμετοχής δεκάδων γονιδίων στη διαμόρφωση του IQ, η συζήτηση συνεχίζει να είναι θερμή.


Στον τόνο αυτόν έχει εισαχθεί και η άποψη της πολλαπλής νοημοσύνης από τον Howard Gardner, ο οποίος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η νοημοσύνη του ανθρώπου συγκροτείται από εννέα επί μέρους στοιχεία-ικανότητες. H νοημοσύνη, δηλαδή, δεν θεωρείται μια ποσότητα νοητικής δύναμης αλλά μια ψυχοβιολογική δυναμική επίλυσης προβλημάτων ή δημιουργικότητας που έχει αξία τουλάχιστον μέσα σε ένα πολιτιστικό πλαίσιο.


Χρησιμοποιώντας ορισμένα κριτήρια βασισμένα στην αναπτυξιακή βιολογία, στην εξέλιξη, στη λειτουργία του εγκεφάλου και σε άλλες επιστημονικές περιοχές, ο Gardner περιέγραψε διάφορες ικανότητες, από αυτές που βασίζονται στις αισθήσεις ως αυτές που έχουν να κάνουν με τον σχεδιασμό, το χιούμορ ή ακόμη και με τη σεξουαλικότητα. Και στον βαθμό που μια ικανότητα ικανοποιεί όλα ή τα περισσότερα κριτήρια που χρησιμοποίησε ο Gardner, τότε λογίζεται ως μια ξεχωριστή νοημοσύνη.


Στο πλαίσιο αυτό χώρεσε τις εξής εννέα νοημοσύνες: γλωσσική, λογικομαθηματική, μουσική, αντίληψης του χώρου, σωματική-κιναισθητική (όπως π.χ. αυτή που αφορά τους αθλητές και τους χορευτές), διαπροσωπική (η ικανότητα να «διαβάζουμε» τη διάθεση, τα κίνητρα και άλλες νοητικές καταστάσεις άλλων ανθρώπων), ενδοπροσωπική (ικανότητα προσέγγισης των συναισθημάτων κάποιου και ο επηρεασμός της συμπεριφοράς του) – η διαπροσωπική και η ενδοπροσωπική ικανότητα συντίθενται στη γενικότερη συναισθηματική ικανότητα.


Αλλη κατά τον Gardner ξεχωριστή νοημοσύνη είναι και η φυσιογνωστική, που εμπλουτίζει την ικανότητα αναγνώρισης και κατηγοριοποίησης των πραγμάτων της φύσης (όπως λ.χ. αναδείχθηκε στον Δαρβίνο), και μια άλλη αφορά την υπαρξιακή νοημοσύνη, με την οποία μπορεί κανείς να θέτει βασικά ερωτήματα για την ύπαρξη, τη ζωή και τον θάνατο, όπως λ.χ. θρησκευτικοί διανοητές και φιλόσοφοι (π.χ., Δαλάι Λάμα). Η διάκριση σε εννέα νοημοσύνες συμπληρώνεται και από τις απόψεις ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν όλες τις νοημοσύνες και ότι, όπως φαινόμαστε διαφορετικοί με διαφορετικές προσωπικότητες, έτσι ο καθένας έχει το δικό του αμάλγαμα από τις εννέα νοημοσύνες.


Σε οξεία αντιπαράθεση με τη θεωρία της πολλαπλής νοημοσύνης βρίσκεται η άποψη της Gottfredson για την ύπαρξη ενός μόνο γενικού παράγοντα (g) της νοημοσύνης, ο οποίος περιγράφει κυρίως τη νοητική ικανότητα παρά την αποκτηθείσα γνώση και συμβάλλει στη διάκριση των ατόμων σε προικισμένα, φυσιολογικά ή νοητικά αδύναμα. Νοημοσύνες όπως η γλωσσική ή η λογικομαθηματική βρίσκονται κάτω από τον παράγοντα αυτόν, όπως και όλα τα ταλέντα του ανθρώπου εξαρτώνται τόσο από τη γνώση όσο και από την εμπειρία της εργασίας, του επαγγέλματος. Υπό την έννοια αυτή ο γενικός παράγοντας της νοημοσύνης δεν είναι κάποια μορφή επιτεύγματος αλλά ένας ρυθμιστικός παράγοντας της μάθησης που επηρεάζει και τον ρυθμό κατάκτησης της γνώσης και της εμπειρίας.


H επιχείρηση στήριξης του εν λόγω παράγοντα σε βιολογική και γενετική βάση προκάλεσε ανάφλεξη της ρατσιστικής αντίληψης για τη φύση της νοημοσύνης. H πρακτική εφαρμογή λ.χ. της κληρονομικής άποψης για τον δείκτη νοημοσύνης είχε ως αποτέλεσμα ακόμη και στειρώσεις ανθρώπων, όπως και διακρίσεις. H βιολογική «τεκμηρίωση» του εν λόγω γενικού παράγοντα οδήγησε σε ερευνητικές προσπάθειες προβολής του στο επίπεδο του νευρικού συστήματος, με ορισμένους ερευνητές να υποστηρίζουν ότι οι διαφορές των ανθρώπων ως προς τον γενικό αυτόν παράγοντα νοημοσύνης οφείλονται στην ταχύτητα και στην αποτελεσματικότητα της νευρικής εγκεφαλικής λειτουργίας και διαδικασίας που επηρεάζονται και από το περιβάλλον.


Μέσα σε αυτό το πλαίσιο «ανάγνωσης» της άποψης για τη νοημοσύνη αποκαλύφθηκε από τον Plomin και μια γονιδιακή παραλλαγή που συσχετίστηκε με την υψηλή νοημοσύνη. Το γονίδιο αυτό τοποθετείται στο 6ο χρωμόσωμα και κωδικοποιεί έναν υποδοχέα ενός αυξητικού παράγοντα, σαν την ινσουλίνη, ο οποίος πιθανόν να επηρεάζει τον μεταβολικό ρυθμό του εγκεφάλου. Το εύρημα αυτό δεν θεωρείται έκπληξη καθώς μερικοί άνθρωποι μπορεί να γεννιούνται πιο έξυπνοι από άλλους.


Σχετικές έρευνες όμως δείχνουν ότι ο δείκτης νοημοσύνης αυξάνεται κατά τρεις μονάδες ανά δεκαετία. Και λίγες δεκαετίες δεν αρκούν για γενετικές αλλαγές. Ούτε δικαιολογείται η «ολιγαρχία» ελάχιστων γονιδίων παρά μόνο ο πολιτισμικός εμπλουτισμός, το περιβάλλον, για τη βελτίωση της νοημοσύνης. Οι διαφορές στη νοημοσύνη, είτε μετρούνται με τον IQ είτε με τον g, φαίνεται ότι είναι τόσο γενετικής όσο και περιβαλλοντικής φύσεως, όπως η προσωπικότητα, τα μουσικά μας ενδιαφέροντα και οι κοινωνικές και πολιτικές μας αντιλήψεις.


Από την άλλη μεριά, η κλασμάτωση της ευφυΐας στις επί μέρους εννέα νοημοσύνες φαίνεται να έχει κυρίως παιδαγωγικομεθοδολογική σημασία για τη βελτίωση κάποιων ταλέντων. Οι μεταξύ τους όμως συσχετίσεις είναι σοβαρές και μειώνουν την αυτονομία τους, τη «δομική» τους διάκριση. H αξιοποίησή τους ωστόσο συμβάλλει στην ανάδειξη τομέων του ατόμου που είχαν «ξεχαστεί».


Τα «ελαστικά» λοιπόν συμπεράσματα που προέρχονται από τέτοιες προσεγγίσεις αντανακλούν τεράστιες κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις. Γι’ αυτό στο θέμα αυτό περισσότερο από κάθε άλλο απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή για να διασφαλίζονται οι ίσες ευκαιρίες και τα βασικά δικαιώματα για όλους να αναπτύξουν τις δικές τους ικανότητες της δικής τους ζωής. Αλλωστε ο ρόλος της νοημοσύνης στη σύγχρονη κοινωνία μας δεν εξαρτάται μόνο από το ποσό της γνώσης που ο καθένας έχει κατακτήσει αλλά και από τις αξίες στις οποίες δίνει έμφαση.


Ο κ. Σταμάτης N. Αλαχιώτης είναι καθηγητής Γενετικής, πρόεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Πατρών.