«Εκεί που είσαι ήμουνα κι εδώ που είμαι θα ‘ρθεις» λέει ο λαός, αλλά το γνωμικό αυτό μάλλον χρειάζεται συμπλήρωση, τουλάχιστον ως προς το δεύτερο μέρος: από το 1850 και μετά παρατηρείται μια σταθερή αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης με αποτέλεσμα κάθε γενιά όχι μόνο να φτάνει την προηγούμενη, αλλά και να την ξεπερνά.
Σύμφωνα δε με τους συγγραφείς του βιβλίου «The 100-Year Life: Living and Working in an age of Longevity», το οποίο μόλις κυκλοφόρησε στην ελληνική γλώσσα από τον μη κερδοσκοπικό ερευνητικό οργανισμό «διαΝΕΟσις» με τίτλο «Ο Γρίφος των 100 Χρόνων: Ζωή, εργασία και εκπαίδευση στην εποχή της μακροβιότητας», η τάση για ολοένα και μακρύτερο βίο δεν φαίνεται προς το παρόν να κάμπτεται.
Η ζωή είναι πολύ γλυκιά για να αρνηθεί κανείς ένα δώρο χρόνου, αλλά ένα τέτοιο δώρο μπορεί να είναι ευχή και κατάρα. Θέστε το θέμα σε μια παρέα και αμέσως οι αντιδράσεις είναι ανάμεικτες. Η χαρά του δώρου σκιάζεται από ερωτήματα του τύπου «τι να την κάνω περισσότερη ζωή αν είμαι γέρος και άρρωστος;» ή «εκεί που έχουν φτάσει οι συντάξεις, θα έχω τα χρήματα που πρέπει για να μπορώ να ζω αξιοπρεπώς;». Τέτοιες ανησυχίες θέλησαν να διερευνήσουν και οι συγγραφείς, η ψυχολόγος Λίντα Γκράτον (Lynda Gratton) και ο οικονομολόγος Αντριου Σκοτ (Andrew Scott), καθηγητές αμφότεροι της διάσημης London School of Ecomomics (LSE).
Καθώς η Γκράτον διδάσκει διοίκηση επιχειρήσεων και ειδικεύεται, μεταξύ άλλων, στα θέματα ανθρώπινου δυναμικού, ο συνδυασμός των ερευνητικών ενδιαφερόντων και των γνώσεων των δύο συγγραφέων υπήρξε ιδιαίτερα γόνιμος. Εκεί που ο Σκοτ θέτει τα αμείλικτα θέματα των οικονομικών αναλύσεων, η Γκράτον προσθέτει τον ανθρώπινο παράγοντα. Και τα οικονομικά θέματα, όπως εύκολα μπορεί κανείς να φανταστεί, είναι πολλά όταν ένας πληθυσμός γηράσκει. Οταν δηλαδή οι μεγαλύτεροι σε ηλικία πολίτες αυξάνονται και πρέπει μέσω των συνταξιοδοτικών προγραμμάτων να συντηρηθούν από τους νεότερους, ο αριθμός των οποίων ολοένα και μειώνεται. Ωστόσο, το πόνημα των Γκράτον και Σκοτ δεν έχει στόχο να καθοδηγήσει κυβερνήσεις στο πώς να χειριστούν το θέμα της γήρανσης του πληθυσμού, αλλά να βάλει τον καθέναν από εμάς ξεχωριστά να αντιληφθεί το πώς η μακροβιότητα αλλάζει τον κόσμο γύρω μας και πώς θα πρέπει να προσαρμοστούμε στις επερχόμενες αλλαγές.

Ο Τζακ, ο Τζιμ και η Τζέιν

Και το κάνει μέσα από τα παραδείγματα τριών υποθετικών ανθρώπων, οι οποίοι γεννήθηκαν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Ο Τζακ γεννήθηκε το 1945, εργάστηκε για 42 χρόνια και υπήρξε συνταξιούχος για μόλις 8 χρόνια. Στη διάρκεια της ζωής του, μόνο ένα μικρό ποσοστό του μισθού του παρακρατούνταν για τη σύνταξή του, η οποία ενισχύθηκε από εργοδοτικές εισφορές και κυβερνητική μέριμνα. Ο Τζίμι γεννήθηκε το 1971 και έχει ένα προσδόκιμο επιβίωσης που αγγίζει τα 87 έτη. Δεχόμενοι ότι θα ζήσει μέχρι τα 85, αν δουλέψει για 44 χρόνια θα χρειαστεί να αποταμιεύει το 17% του εισοδήματός του ως εργαζομένου για να μπορεί να χρηματοδοτήσει μια εικοσαετία σύνταξης. Αν αυτό φαίνεται πολύ, δείτε και την Τζέιν: γεννημένη το 1998, θα χρειαστεί να χρηματοδοτήσει 35 χρόνια σύνταξης αν εργαστεί για 44 χρόνια. Για να το πετύχει αυτό θα πρέπει να αποταμιεύει το 25% του μισθού της, πράγμα σχεδόν ακατόρθωτο με δεδομένες της ανάγκες της ζωής, από την αγορά ενός σπιτιού μέχρι τις σπουδές των παιδιών της. Ούτε λίγο ούτε πολύ, μέσα από αυτά τα παραδείγματα οι συγγραφείς μάς λένε ότι το να εργάζεται κανείς μέχρι τα 80 χρόνια του θα γίνει ένα συνηθισμένο φαινόμενο, καθώς οι αιωνόβιοι θα γίνονται ολοένα και περισσότεροι.

Εργασία και χαρά!

Στην πραγματικότητα, το θέμα της επιμήκυνσης του εργασιακού βίου μάς αφορά ήδη. Οπως γνωρίζουν όσοι βρέθηκαν στο αμφιθέατρο παρακολουθώντας μάθημα του Σκοτ, ένα από τα προβλήματα που τίθενται στους σημερινούς φοιτητές είναι το ακόλουθο: «Αν ζήσετε 100 χρόνια, κάθε χρόνο αποταμιεύετε το 10% του εισοδήματός σας και θέλετε να πάρετε σύνταξη που θα αντιστοιχεί στο 50% του τελευταίου μισθού σας, σε ποια ηλικία θα συνταξιοδοτηθείτε;». Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα είναι «στα ογδόντα» και όπως επισημαίνεται στο βιβλίο, στο σημείο αυτό η τάξη σιωπά.
Στη σιωπή της τάξης, και πιθανότατα των αναγνωστών τους, οι Γκράτον και Σκοτ έχουν να αντιπροτείνουν πολλά για να μας κάνουν να αποδεχθούμε την άποψή τους ότι η μακροβιότητα μακράν του να είναι κατάρα είναι ένα δώρο πολύτιμου χρόνου γεμάτου εμπειρίες, πολλαπλές σταδιοδρομίες, πλούσιες σχέσεις και αυξημένες πιθανότητες αυτοεκπλήρωσης. Ιδιαίτερα για αυτό το τελευταίο οι συγγραφείς επισημαίνουν ότι όσο μικρότερη η διαδρομή τόσο μεγαλύτερη η εξάρτησή της από τις αρχικές παραμέτρους. Αντιθέτως, όσο μακραίνει ο βίος τόσο μειώνεται η επίδραση των συνθηκών εκκίνησης. Με άλλα λόγια, οι συγγραφείς μας προτρέπουν να πάρουμε την κατάσταση στα χέρια μας και αντί να μιζεριάσουμε στην προοπτική να ζήσουμε περισσότερο, να αδράξουμε την ευκαιρία να γίνουμε αυτό που θέλουμε. Ή έστω, να κάνουμε την ανάγκη φιλοτιμία και να δούμε τα πράγματα αλλιώς. Πώς αλλιώς;

Κοσμογονικές αλλαγές

Κατ’ αρχάς να αποδεχθούμε έγκαιρα το γεγονός και να ενεργήσουμε συστηματικά ώστε να μην αφήσουμε τις συνέπειες της μακροβιότητας να γίνουν πρόβλημα. Και οι συνέπειες είναι πάρα πολλές και πολύ σημαντικές. Στην πράξη, αλλάζουν όλα στην εκπαίδευση και στην εργασία και αυτό έχει βεβαίως αντίκτυπο στις ανθρώπινες σχέσεις.
Μέχρι σήμερα έχουμε συνηθίσει η ενήλικη ανθρώπινη ζωή να έχει τρία βασικά στάδια: την εκπαίδευση, την εργασία, τη συνταξιοδότηση. Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν θα μείνει ως έχει, προειδοποιούν οι συγγραφείς! Οπως έγινε ήδη φανερό από τα παραδείγματα των τριών υποθετικών ανθρώπων, το στάδιο της εργασίας θα πρέπει να επιμηκυνθεί ίσως και πέρα από τα 80, προκειμένου να μπορέσει να υποστηριχθεί το στάδιο μιας εικοσαετούς και πλέον συνταξιοδότησης.
Αλλά σε έναν κόσμο που μεταβάλλεται με ταχείς ρυθμούς δεν υπάρχει εκπαίδευση που να εξασφαλίζει στα 20 τα απαιτούμενα προσόντα για τα επόμενα 60 χρόνια! Αφήστε που ακριβώς για αυτόν τον λόγο είναι και ασύμφορο να επενδύει κανείς σε μια μακρά εκπαίδευση, αφού είναι απολύτως βέβαιον ότι θα χρειαστεί να επανεκπαιδευτεί. Συνεχιζόμενη εκπαίδευση λοιπόν και αλλαγές σταδιοδρομίας με παύσεις και μεταβάσεις θα είναι το μοτίβο της ζωής των παιδιών που γεννιούνται σήμερα, αλλά και των σημερινών εικοσάρηδων και τριαντάρηδων που φαίνεται πως ήδη έχουν αποδεχθεί αυτό το μοντέλο.
Οσο για την εργασία, αλλάζει και αυτή: «Η νέα τεχνολογία θα μας δώσει τη δυνατότητα να είμαστε περισσότερο ευέλικτοι ως προς το πού και πότε θα εργαζόμαστε (και συνεπώς να δουλεύουμε από το σπίτι ή μέσω Internet), θα διευκολύνει τη δημιουργία επαφών, π.χ. μεταξύ ατόμων και θέσεων εργασίας, ή μεταξύ ατόμων με κοινά ενδιαφέροντα (κάνοντας την είσοδό τους στην αγορά εργασίας πιο εύκολη), θα κάνει την επικοινωνία πιο εύκολη και με χαμηλότερο κόστος (και συνεπώς οι άνθρωποι θα δουλεύουν περισσότερο σε εικονικές ή παγκόσμιες ομάδες) και θα συμβάλει στην αντιμετώπιση των προβλημάτων μας με έναν πιο συλλογικό-συνεργαστικό τρόπο (και έτσι θα μάθουμε να δημιουργούμε μεγάλες κοινότητες αποτελούμενες από ανθρώπους με παρόμοιες δεξιότητες και αντιλήψεις)» σημειώνεται στη σελίδα 89.
Η ρευστότητα του περιβάλλοντος (εργασιακού και όχι μόνο) καθιστά την επένδυση στις ανθρώπινες σχέσεις ακόμη πιο πολύτιμη απ’ ό,τι είναι σήμερα, λένε οι συγγραφείς, σημειώνοντας χαρακτηριστικά ότι «μπορεί κανείς να αγοράσει ένα σπίτι στην εξοχή και να αρχίσει μια καινούργια ζωή, αλλά δεν μπορεί να αγοράσει καινούργιους καλύτερους φίλους». Τα ανθρώπινα δίκτυα και οι σχέσεις φαίνεται, μέσα από πλειάδα παραδειγμάτων, πως αποτελούν το μεγαλύτερο πλεονέκτημα για μια επιτυχή μακρά ζωή. Ταυτόχρονα όμως θα απαιτηθεί από εμάς μια ριζική αλλαγή νοοτροπίας, μια διαθεσιμότητα να αγκαλιάσουμε το καινούργιο, μια προσαρμοστικότητα (που δεν είναι πάντα δεδομένη όσο περνούν τα χρόνια), μια διάθεση να διατηρήσουμε τη νεανικότητά μας για πολλά πολλά χρόνια.

Η ελληνική προσαρμογή

Δεν υπάρχει σημείο του βιβλίου των Γκράτον και Σκοτ όπου ο αναγνώστης να μην κάνει την αναγωγή του στην ελληνική πραγματικότητα. Μόνο να σκεφτεί κανείς το ήδη υπάρχον δημογραφικό πρόβλημα της χώρας σε συνδυασμό με τις ήδη πολύ επώδυνες μειώσεις συντάξεων, αντιλαμβάνεται ότι η χώρα μας θα αντιμετωπίσει στο μέλλον οξύ πρόβλημα με τη μακροβιότητα των πολιτών της. Ευτυχώς, στην ελληνική το βιβλίο έχει εμπλουτιστεί με το επίμετρο του επιμελητή Πλάτωνα Τήνιου, επίκουρου καθηγητή στο Τμήμα Στατιστικής και Ασφαλιστικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Πειραιώς, που βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Από τις πολλές χρήσιμες επισημάνσεις επιλέγουμε αυτή που αφορά μια αληθινή μάστιγα, την προκατάληψη κατά της μεγαλύτερης ηλικίας. Οπως σημειώνεται στη σελίδα 387: «Είμαστε η μόνη χώρα που έλαβε δραστικά μέτρα το 2016 και το 2017 για να περιορίσει την εργασία συνταξιούχων, όταν οι εταίροι μας την ενθαρρύνουν (και, σημειωτέον, αφού περικόψαμε δραστικά τις συντάξεις τους). Στην πράξη, η κοινή γνώμη κυριαρχείται από την εντύπωση ότι οι μεγαλύτεροι παίρνουν τις δουλειές από τους νεότερους και ότι τάχα η πρόωρη συνταξιοδότηση βοηθάει στην καταπολέμηση της ανεργίας των νέων. Αυτό είναι μια εκδοχή της «Πλάνης του Σταθερού Αποθέματος Εργασίας», δηλαδή η εντύπωση ότι υπάρχει δεδομένος όγκος εργασίας και μοιράζεται ανάμεσα στους ενδιαφερομένους –σαν παιχνίδι με μουσικές καρέκλες».
Τέλος, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το από το 2016 που πρωτοκυκλοφόρησε στη Βρετανία, το πόνημα των Γκράτον και Σκοτ έχει πυροδοτήσει μια σειρά συζητήσεων, έχει οδηγήσει σε βραβεύσεις των συγγραφέων αλλά και σε επικρίσεις. Οι σφοδρότεροι επικριτές καταλογίζουν στους καθηγητές της LSE ότι μοιάζουν να είναι στον δικό τους ελιτίστικο κόσμο και αγνοούν ότι για τη συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων δεν υπάρχουν και πολλές επιλογές ζωής σήμερα.
Στην πραγματικότητα, κανείς δεν γνωρίζει επακριβώς τι θα γίνει στο μέλλον, όμως το να συζητούνται οι παράμετροι δεν έβλαψε ποτέ κανέναν.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ