ΑΚΟΥΣΑ να τη λένε ταμπούρι, άκουσα να τη λένε ομπρέλα. Το πιο ενδιαφέρον ήταν όταν κάποιος την είπε άρση βαρών χωρίς Ιακώβου και, εννοείται, χωρίς Πύρρο Δήμα. Ο λόγος περί βουλευτικής ασυλίας. Εμεινα στον τελευταίο χαρακτηρισμό από τις σπαρτές κουβέντες. Η άρση βαρών, σε όποιον τομέα, θέλει πάντα κάποιον να της φωνάζει «κράτα γερά…». Πόσο μάλλον όταν τα βάρη, που καλούνται να σηκώνουν οι πατέρες του έθνους, θέλουν γενναιότητα και καθ’ ημέραν ήθος για να μην αποβαίνουν μπάρα που πέφτει και πλακώνει τους ίδιους προσωπικά αλλά και το κοινοβούλιο ως θεσμό.


Ο αντίκτυπος από την αρνητική συμπεριφορά κάποιων πολιτικών μας δημιουργεί έναν επικίνδυνο… διπολισμό στην κοινή γνώμη. Από τη μια μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά (σε επίπεδο προσώπων) και από την άλλη ο θεσμός του κοινοβουλίου αντιμετωπίζεται με απαξία και καταρρακώνεται το κύρος του. Με άλλα λόγια η γενίκευση είναι το δίκοπο μαχαίρι που όμως βρίσκει σημείο να ξιφουλκεί υπό τη σκέπη νοσηρών φαινομένων.


Πριν από λίγους μήνες, με αφορμή το θέμα της βουλευτικής ασυλίας, ο πρόεδρος της Βουλής κ. Απόστολος Κακλαμάνης (Πρακτικά Βουλής, Συνεδρίαση ΠΓ’, 12.2.98, σελ. 5.423 – 5.424) ανέφερε: «Κύριοι συνάδελφοι, σας λέγω τούτο: το κοινοβούλιο και όχι καθένας από τις χιλιάδες που πέρασαν από το κοινοβούλιο αυτό, χρησιμοποιείται ευρύτατα σήμερα σαν ένα δημόσιο πτυελοδοχείο. Οποιος θέλει να ξεσπάσει για κάτι, για κάτι που νιώθει ή που πράγματι αδικείται, όποιος θέλει να βγάλει αυτό που λέει ο απλός άνθρωπος «τα οποιαδήποτε απωθημένα έχει», ξεσπάει σε αυτόν τον θεσμό, ο οποίος δεν έχει καμία άλλη προστασία, πέρα από την εμπιστοσύνη και την απόφαση του λαού να τον προστατεύσει».


* «Δέρνω και δεν πληρώνω»


Λίγες ημέρες μετά, η Βουλή απέρριπτε για πολλοστή φορά την αίτηση άρσης της ασυλίας βουλευτών. Ανάμεσα στους υπό κρίσιν ήταν ο κ. Ι. Τσακλίδης, ο οποίος είχε δηλώσει στη Βουλή απολογούμενος ότι: «Επειδή εγώ είμαι βουλευτής και έχω ασυλία, μπορώ να τον δείρω χωρίς να τον προστατεύσει η Αστυνομία. Αυτό ήθελα εκείνη την ώρα να το αισθάνεται ο διαιτητής. Περίμενε από δευτερόλεπτο σε δευτερόλεπτο ότι εγώ θα τον δείρω. Αυτό ήθελα να του δείξω με τη συμπεριφορά μου, ότι μπορώ να το κάνω…». Ο βουλευτής Καβάλας είχε εισβάλει στον αγωνιστικό χώρο μετά τη λήξη του ποδοσφαιρικού αγώνα Καβάλας – Ολυμπιακού (19.1.1997) και επετέθη στον διαιτητή. Το αίτημα να δικαστεί για τα αδικήματα της αυθαίρετης εισόδου στον αγωνιστικό ώρα, της βιαιοπραγίας και εξύβρισης σε αθλητικό χώρο έπεσε στο κενό.


Ο ίδιος είχε περιγράψει την «ιερή» αγανάκτηση που τον έσπρωξε στη συμπεριφορά α λα χούλιγκαν: «Μετά την ισοφάριση της Καβάλας διέκρινα μια αγωνία του διαιτητή, ο οποίος έδινε κάποια φάουλ ανύπαρκτα (…). Εψαχνε δηλαδή εναγωνίως να πέσει κάποιος μέσα στην περιοχή της Καβάλας με οποιονδήποτε τρόπο. Σε κάποια φάση λοιπόν γίνεται μια σέντρα μέσα στην περιοχή της Καβάλας και αποκρούει ο αμυντικός κανονικότατα (…). Ξαφνικά ο σπίκερ λέει: «Αν είναι δυνατόν, νομίζω ότι σφύριξε πέναλτι» (…). Εδώ, κύριοι συνάδελφοι, δεν υπήρχε ανθρώπινο λάθος. Υπήρχε σκοπιμότητα. Το δηλώνω κατηγορηματικά, δεν έχω καμία αμφιβολία (…)».


Αλλαγή σκηνικού. Λεωφόρος Μαραθώνος. Κοινό σημείο: μια πράξη που κυριολεκτικά «πυροδότησε» το κοινό αίσθημα. Μεσημέρι Σαββάτου 27 Ιανουάριου 1996. Οι δρόμοι πλημμυρισμένοι από τις καταρρακτώδεις βροχές των ημερών. Ο βουλευτής κ. Θόδωρος Κατσίκης επιβαίνει στο αυτοκίνητό του και φθάνει στο 35ο χιλιόμετρο της λεωφόρου Μαραθώνος, όπου κάτοικοι της περιοχής διαμαρτύρονται για την «ανοχύρωτη» πόλη τους σε περιπτώσεις βροχοπτώσεων. Γίνεται φραστικό επεισόδιο ανάμεσα στον οδηγό του κ. Κατσίκη και σε έναν κάτοικο, τον κ. Γεώργιο Στ. Πλακίτση, επεμβαίνουν οι άνδρες ασφαλείας του βουλευτή. Τότε ακούγονται δύο πυροβολισμοί. Ποιος ήταν ο πιστολέρο; Είχε τραβήξει όπλο ο κ. Κατσίκης. Σύμφωνα με μαρτυρίες, είχε ρίξει στο έδαφος, μπροστά στα πόδια του Γ. Πλακίτση. Σύμφωνα με τον βουλευτή, πυροβόλησε «για να… σώσει τον πολίτη που κινδύνευε από άλλους κατοίκους με τους οποίους συνεπλάκη»!


Στις 13 Νοεμβρίου η εισαγγελική αίτηση για άρση της ασυλίας του κ. Θόδωρου Κατσίκη προσκρούει στην αντίθετη άποψη των κομμάτων της βουλής. Μαζί και οι σχετικές αιτήσεις που αφορούσαν τους: κ. Ευ. Γιαννόπουλο (για συκοφαντική δυσφήμηση, ύστερα από μήνυση εις βάρος του που υπεβλήθη επειδή σε συνέντευξη Τύπου στην Πάτρα είχε κατηγορήσει έναν πολίτη ως εμπλεκόμενο σε λαθρεμπόριο καυσίμων), κ. Φ. Χατζημιχάλη (για ανθρωποκτονία εξ αμελείας σε τροχαίο δυστύχημα που συνέβη στη λ. Συγγρού), κ. Π. Καμμένο (για απιστία όταν ήταν αντιπρόεδρος της προβληματικής εταιρείας Ελίντα ΑΕ, προτού εκλεγεί βουλευτής), κ. Ε. Μπούτα (για ηθική αυτουργία σε παρακώλυση συγκοινωνιών, κατά τη διάρκεια των περυσινών αγροτικών κινητοποιήσεων), κ. Ε. Κοντομάρη (για κατάληψη αιγιαλού, όταν ήταν περιφερειακός διευθυντής Δ. Αττικής).


* Ως συνήθως, απόρριψη


Στα ταμπούρια της άρσης ασυλίας δίνονται μάχες και οι αντιμαχόμενοι κοντράρονται στο όνομά της. Για παράδειγμα τον Απρίλιο του 1997, Πάσχα ήταν, οι «σουβλιστές» εκφράσεις είχαν την τιμητική τους. Οπως έγραφε ο μικρο-πολιτικός στα «ΝΕΑ» (23.4.97), ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ κ. Μ. Φραγκιαδουλάκης χαρακτήριζε δημοσίως τον δήμαρχο κ. Κ. Ασλάνη (επίσης ΠΑΣΟΚ) ως «αήθη, προσωρινό και εργολάβο σε μαύρες εποχές», ενώ ο δήμαρχος του αντέτεινε ότι είναι «άθλιος συκοφάντης» και τον προκαλεί να παραιτηθεί από τη βουλευτική ασυλία για να τον μηνύσει. Μήλον της έριδος απόφαση του ΥΠΕΧΩΔΕ με την οποία δεν συμφωνούσε ο δήμαρχος και διείδε παρέμβαση του βουλευτή… Το θέμα είναι ότι ζητείς δεν ζητείς την άρση ασυλίας, το αίτημα απορρίπτεται «ως συνήθως».


Δεν είναι έκπληξη να ακούμε κατά καιρούς τον κατάλογο της απόρριψης αιτήσεων άρσης ασυλίας που συχνά έρχονται σε συσκευασία… πακέτου. Οπως το 1990 που η αρμόδια επιτροπή της Βουλής απέρριψε σε μια συνεδρίαση αιτήματα για την άρση ασυλίας 12 βουλευτών, το 1994 απερρίφθησαν οκτώ αιτήσεις των δικαστικών αρχών για την άρση ασυλίας των κκ. Ε. Κουρτίδη (πλαστογραφία κατ’ εξακολούθησιν), Ε. Χαϊτίδη (παράβαση καθήκοντος), Δ. Πιπεργιά (πλαστογραφία, νόθευση μετά χρήσεως και διατάραξη λειτουργίας κοινωφελούς εγκατάστασης), Α. Ακριβάκη, (υποστήριξη εφέσεώς του κατά πρωτοδίκου αποφάσεως και απιστία κατά συναυτουργία εις βάρος της Ολυμπιακής), Π. Καμμένου (συκοφαντική δυσφήμηση διά του Τύπου), Ε. Ζαφειρόπουλου (έγκαιρη καταβολή εργοδοτικών και εργατικών εισφορών στο ΙΚΑ), Γ. Καλαντζή (παράβαση καθήκοντος), Κ. Σοφούλη (απιστία από κοινού σχετικά με την υπηρεσία εις βάρος της ΕΤΒΑ).


Ο 50χρονος βουλευτής Σάμου της Νέας Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμηνάς πρωταγωνίστησε σε ένα αυτοκινητικό δυστύχημα, με δραματικές διαστάσεις. Βουβός ο θρήνος της οικογένειας της συνεπιβάτιδός του, Ελλης Πηλίδου, που έχασε τη ζωή της, δυνατή η κατακραυγή για τον βουλευτή που χρησιμοποίησε την ιδιότητά του για να ξεφύγει από τις ευθύνες του. Ο Κ. Καραμηνάς αρνήθηκε ότι οι άνδρες της Τροχαίας τού ζήτησαν να κάνει αλκοτέστ και ότι πρόβαλε τη βουλευτική του ασυλία. Αρνήθηκε ότι είχε πιει περισσότερα από δύο ποτά. Αρνήθηκε ότι γνώριζε την κοπέλα που είχε στο αυτοκίνητο, υποστηρίζοντας ότι την έβλεπε για πρώτη φορά και την πήρε από τον δρόμο για να την πάει σπίτι της. Αρνήθηκε ότι έτρεχε με ταχύτητα άνω των 70 χλμ. Αρνήθηκε ότι υπήρχε και δεύτερη κοπέλα στο όχημά του. Ολα τα στοιχεία τον διαψεύδουν. Το σίγουρο είναι ότι στην κρίσιμη στιγμή φορούσε τη «ζώνη ασφαλείας» της βουλευτικής ασυλίας για να γλιτώσει την πρόσκρουση με την πραγματικότητα. Που όσο βαριές συνέπειες και αν έχει, απαιτεί γενναιότητα για να αντιμετωπισθεί. Ηδη ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας παρέπεμψε τον Κ. Καραμηνά στην Επιτροπή Δεοντολογίας του κόμματος, ενώ δεν αποκλείεται η παραπομπή του βουλευτή στο Πειθαρχικό.


Ο δικαιολογημένος σάλος που προκλήθηκε από τη στάση του βουλευτή επανέφερε το ζήτημα της άρσης της βουλευτικής ασυλίας για ποινικά αδικήματα. Το γεγονός ότι από το 1974 έχουν κατατεθεί πάνω από 600 εισαγγελικές αιτήσεις για άρση της βουλευτικής ασυλίας και έγιναν δεκτές από τη Βουλή μόνο τρεις δεν είναι άνευ σημασίας. Δίνει μια στατιστική εικόνα για μια πάγια τακτική που γίνεται μπούμερανγκ για την αξιοπιστία του πολιτικού κόσμου.


Μόνο τρεις φορές ψηφίστηκε άρση ασυλίας


Από τη μεταπολίτευση και εντεύθεν, μόνο τρεις φορές υπήρξε η… έκπληξη. Αρση ασυλίας για ποινικά αδικήματα έγινε για τον βουλευτή κ. Γ. Παναγιωτόπουλο (οικονομική υπόθεση με τη Βαλκάν Εξπορτ), τον κ. Αλ. Ακριβάκη (υπόθεση Μπόινγκ, όταν ήταν πρόεδρος της Ολυμπιακής) και τον Ευ. Παπανικολάου (εμπλοκή σε υπόθεση ναρκωτικών). Η τελευταία περίπτωση είχε πάρει ευρείες διαστάσεις καθώς σχετιζόταν με την αποφυλάκιση του κατηγορουμένου για ναρκωτικά κ. Ευ. Χατζάρα από το Τριμελές Εφετείο του Ναυπλίου, με την προσκόμιση πλαστών πιστοποιητικών από κρατικό νοσοκομείο. Η υπόθεση δεν αποτέλεσε μόνο παράδειγμα σκανδαλώδους απόφασης αποφυλάκισης κατηγορουμένου για ναρκωτικά με παραπλάνηση του δικαστηρίου αλλά είχε αντίκτυπο και στο ελληνικό κοινοβούλιο. Ο πρώην βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας εφέρετο ότι είχε εμπλακεί στην υπόθεση και η Βουλή αποφάσισε να άρει τη βουλευτική ασυλία για να ξεκαθαριστεί το ζήτημα.


Πολιτικά παιχνίδια στο παρασκήνιο


ΣΥΧΝΑ η άρση ασυλίας μπαίνει στο παιχνίδι της γάτας και του ποντικιού. Δηλαδή οι ψηφοφορίες για την άρση ή μη χρησιμοποιούνται για την εξαγωγή πολιτικών συμπερασμάτων. Μετρώνται οι ψήφοι και το «who is who» της ψήφου, για να αναδειχθούν οι αντιπάθειες εκ των έσω και οι ισορροπίες δυνάμεων στην εσωκομματική κονίστρα αλλά και κόντρες μεταξύ κομμάτων. Βλέπουμε λοιπόν να δημιουργείται μείζον θέμα όταν βουλευτές του ίδιου κόμματος με τον υπό κρίση βουλευτή ψηφίζουν υπέρ της άρσης ασυλίας ή όταν βουλευτές της αντίπερα όχθης ψηφίζουν κατά της άρσης, αν και το πρότεινε το κόμμα τους… Ετσι είχαν υπερτονιστεί οι εντυπώσεις με βάση τον αριθμό των ψήφων με τους οποίους απερρίφθησαν οι αιτήσεις για άρση ασυλίας της υπουργού Ανάπτυξης κυρίας Βάσως Παπανδρέου και του βουλευτή κ. Γιώργου Καρατζαφέρη, τον Νοέμβριο του 1996. Για τη μεν υπουργό είχε ζητηθεί η άρση από τον πρώην βουλευτή κ. Στ. Στεφανόπουλο για συκοφαντική δυσφήμηση εις βάρος του, σχετικά με την υπόθεση του καζίνου στον Φλοίσβο, ενώ ο κ. Καρατζαφέρης κατηγορείτο για παράνομη κατοχή συχνοτήτων της ΕΡΤ. Τότε είχαν πάρει φωτιά οι… αριθμομηχανές συμπερασμάτων, καθώς ο κ. Καρατζαφέρης πήρε 200 ψήφους κατά της άρσης και 18 θετικές, ενώ η υπουργός 189 κατά και 38 υπέρ.


Ανάλογα σχόλια υπήρξαν παλαιότερα, τον Ιούνιο του 1994, όταν απερρίφθη η εισαγγελική αίτηση για άρση ασυλίας του βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας κ. Αγγ. Μπρατάκου, καθώς πάμπολλοι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ απουσίαζαν από την ψηφοφορία. Ο βουλευτής κατηγορείτο για ηθική αυτουργία στην υπόθεση ψευδορκίας των σωματοφυλάκων του Κοσκωτά εις βάρος του Α. Παπανδρέου.