Δύο άπαικτα έργα και μία επανάληψη περιλαμβάνονται στο ρεπερτόριο της προσεχούς χειμερινής σεζόν (1998-99) στο θέατρο «Εμπρός», το οποίο έχει ήδη επιλέξει και την παράσταση με την οποία θα υποδεχθεί τη νέα χιλιετία. Και ενώ η εφετεινή χρονιά δεν έχει ακόμη κατεβάσει την αυλαία, εκεί στην πλατεία Αγίων Αναργύρων, στου Ψυρρή, ηθοποιοί και σκηνοθέτες βρίσκονται ήδη στην «επόμενη ημέρα». Μπορεί η «Αγγέλα» να συνεχίσει να παίζεται ως τις 17 Μαΐου και ο «Γυάλινος κόσμος» ως το τέλος του μήνα, η ομάδα όμως του «Εμπρός» είναι κιόλας στο 2000.


Ο σκηνοθέτης Τάσος Μπαντής, εκ των συνιδρυτών του «Εμπρός» και «καλλιτεχνικός διευθυντής» ατύπως του θεάτρου, κάνει τη δική του αποτίμηση προτού γυρίσει τη σελίδα στο αύριο. Θυμάται ότι ένα χρόνο νωρίτερα οι πρώτες, περιορισμένες, παραστάσεις του «Γυάλινου κόσμου» έδειχναν ότι «κάτι γίνεται» καθώς οι αντιδράσεις του κόσμου ήταν θερμές. «Στο θέατρο όμως», λέει, «η επιτυχία δεν προκαθορίζεται. Απλώς έρχεται. Η χημεία κάποιων πραγμάτων οδηγεί στην εκρηκτική απήχηση μιας παράστασης. Και αυτό είναι το σημαντικό. Οπως συμβαίνει κατά κανόνα με το δικό μας θέατρο, υπάρχει μια αρχική περιέργεια του κοινού για ό,τι παρουσιάζουμε. Από τη στιγμή που ικανοποιείται θετικά, ενεργοποιείται και λειτουργεί το «από στόμα σε στόμα». Οταν μια παράσταση ακουστεί, φυσικό επακόλουθο είναι να την αγκαλιάσει και ο Τύπος». Πιστεύει όμως ότι «τώρα πια υπάρχει ένα κοινό που με συγκινητικό φανατισμό παρακολουθεί τη δουλειά μας. Μου έχει κάνει ιδιαίτερη εντύπωση ο τρόπος με τον οποίο το κοινό αγκάλιασε την «Αγγέλα». Μια παράσταση με νέα παιδιά, άγνωστα, που για πρώτη φορά πάτησαν το πόδι τους στο σανίδι. Από κάθε άποψη ήταν μεγάλο το ρίσκο. Η ανταπόκριση του κοινού δείχνει την εμπιστοσύνη του στο θέατρό μας και αυτό μας δημιουργεί αυξημένες υποχρεώσεις. Κάθε φορά προσπαθούμε με κάθε μέσο που διαθέτουμε να υπηρετήσουμε τα έργα που ανεβάζουμε, χωρίς τσιγκουνιές. Και αυτό αναγνωρίζεται από το κοινό».


Η εφετεινή μεγάλη επιτυχία ήταν ο «Γυάλινος κόσμος» του Τενεσί Γουίλιαμς σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Μαυρίκιου. Ενδιάμεσα ήταν κι άλλες. Μια αντίστοιχη στο παρελθόν ήταν ο «Αμερικανικός Βούβαλος» του Ντέιβιντ Μάμετ σε σκηνοθεσία του Τάσου Μπαντή. Πόσο δέσμιο τέτοιων επιτυχιών μπορεί να είναι το «Εμπρός»; «Χρειάζονται περίσκεψη και προσοχή» απαντά. «Σκοπός του δικού μας θεάτρου δεν είναι ούτε πρέπει να είναι οι εμπορικές επιτυχίες. Στο θέατρο ψάχνεις κάτι. Αν αυτό που ψάχνεις έχει ανταπόκριση, αυτό σου δίνει χαρά και ευχαρίστηση. Αλίμονο αν η ανταπόκριση σε κάτι δημιουργήσει μια συνταγή και πορεύεσαι βασισμένος σε αυτή τη συνταγή. Κάτι τέτοιο είναι θάνατος». Προσθέτει όμως ότι δεν έχει καμία προκατάληψη με το εμπορικό. «Το θέατρο διψάει να είναι εμπορικό. Να έρχεται, δηλαδή, ο κόσμος να βλέπει τη δουλειά σου. Τι μεγαλύτερη χαρά από μια γεμάτη αίθουσα; Ο κόσμος όμως πρέπει να θέλει να έρθει να συναντήσει τον δικό σου τρόπο να αντιλαμβάνεσαι το θέατρο και αυτός ο τρόπος να έχει κάτι να του πει. Δυστυχώς, αυτό δεν συμβαίνει. Βλέπω όμως και πιστεύω ότι από τους νέους κάτι αρχίζει να γίνεται, κάτι κινείται. Ελπίζω ότι κάτι θα βγει».


Η πίστη στους νέους εφέτος φάνηκε εμπράκτως στο «Εμπρός». Και οι δύο παραστάσεις, στον Επάνω και στον Κάτω Χώρο, στελεχώθηκαν, κατά 95%, από τα νέα παιδιά της σχολής των «Μορφών». «Είναι παιδιά που διαμορφώθηκαν και πλάστηκαν στα χέρια μας. Είναι η πρώτη μας φουρνιά. Παίρνουν τη σκυτάλη και τιμούν τον χώρο που τα τίμησε με την εμπιστοσύνη του. Εφέτος πήραμε ρίσκο και αυτό το ρίσκο μάς οδήγησε στην επιτυχία». Ο ίδιος πιστεύει ότι το θέατρο «οφείλει να ρισκάρει συνεχώς». Το ρεπερτόριο που παρουσίασε στα οκτώ χρόνια λειτουργίας του το «Εμπρός» (είχε «γενέθλια» στις 2 Μαΐου) διαθέτει εναλλαγές και διακυμάνσεις: έργα κλασικά και σύγχρονα, ελληνικά και ξένα, φάρσες και δραματικά. «Υπάρχει μια προοπτική, ανοίγματα που θέλουμε να κάνουμε, καινούργια ρίσκα που κρατούν το θέατρο ζωντανό. Δεν αναμασάμε τις επιτυχίες μας».


Η συνεργασία με τους νέους ηθοποιούς – αποφοίτους της σχολής δεν πρόκειται να λειτουργήσει δεσμευτικά. «Για μας τα παιδιά λειτουργούν απελευθερωτικά και προωθητικά. Θέλουμε να ανοίξει το τοπίο περιέχοντας ένα γερό σταθερό πυρήνα ανθρώπων που μπορούν με μεγαλύτερη ευκολία και αποτελεσματικότητα να συνεννοηθούν για ορισμένα βασικά καλλιτεχνικά ζητήματα. Το ίδιο θέλουμε να συμβεί και με τη σκηνοθεσία». Τα πρώτα πέντε χρόνια λειτουργίας του «Εμπρός» σκηνοθετούσε ο Μπαντής και έπαιζαν η Ράνια Οικονομίδου, ο Δημήτρης Καταλειφός, ο Γιώργος Κέντρος (συνιδρυτές του θεάτρου) και λίγοι ακόμη. Επειτα αυτό άλλαξε, αρχικά με σκηνοθέτες όπως ο Νίκος Μαστοράκης και ο Πάνος Παπαδόπουλος και πρόσφατα με τον Δημήτρη Μαυρίκιο. «Και αυτό είναι το θετικό για μας. Γιατί κανένας από εμάς δεν αντιλαμβάνεται το θέατρο ως ένα προσωπικό του μαγαζάκι μέσα από το οποίο ικανοποιεί τις όποιες καλλιτεχνικές φιλοδοξίες του. Εχουμε έναν πολύ ευρύτερο οραματισμό και παλεύουμε γι΄ αυτόν».


Με μια σταθερά ανοδική πορεία το «Εμπρός» επιμένει σε ένα θέατρο ουσίας, χωρίς τυμπανοκρουσίες. Η ίδρυση της Δραματικής Σχολής συνέβαλε στους στόχους του. «Με συγκινεί που ακούω να παραλληλίζεται το θέατρό μας με το Θέατρο Τέχνης επί Κουν αλλά είμαι ο πλέον αναρμόδιος για να το σχολιάσω. Ισως υπάρχει ένα κοινό στοιχείο εμμονής σε ορισμένα πράγματα: αφοσίωση, πεισματική προσήλωση στους στόχους, άρα και ένας επαναστατικός σπόρος. Εμείς οφείλουμε μόνο να επιμένουμε. Τα υπόλοιπα μόνον οι άλλοι μπορούν να τα πουν». Πιστεύει άλλωστε στους καλλιτέχνες που διαχωρίζουν και διαφοροποιούν την καλλιτεχνική στάση τους και υπερασπίζονται αυτό που κάνουν με αλήθεια και γενναιότητα. «Αυτή είναι η ουσία του θεάτρου. Κάθε τέχνη είναι μια προσωπική περιπέτεια. Το να θέλει ο καθένας να γονιμοποιείται μέσα από αυτή την περιπέτεια είναι πολύ σημαντικό». Και συνεχίζει: «Επικρατεί η άποψη μιας εύκολης, άκοπης, ανώδυνης επιτυχίας και πλουτισμού, μιας ανάδειξης μέσα σε αυτόν τον χώρο. Εμείς δεν την υπερασπιζόμαστε». Μα υπάρχει χώρος για τόσο ρομαντισμό; «Αν δεν υπάρχει, τότε δεν με ενδιαφέρει να κάνω αυτή τη δουλειά. Δεν θεωρώ το θέατρο ένα επάγγελμα όπως όλα τα άλλα. Κάνω θέατρο για να αναγνωρίσω καλύτερα τον κόσμο, τον εαυτό μου, τους άλλους».


Τελειώνοντας η εφετεινή χρονιά βρίσκει το «Εμπρός» εν αναμονή των νέων επιχορηγήσεων, που θα είναι πλέον μονοετείς. «Και αυτό είναι πολύ καλύτερο για μας» λέει ο Τάσος Μπαντής. «Θα κάνουμε την αίτησή μας για τον συγκεκριμένο προϋπολογισμό. Το σύστημα των τριετών επιχορηγήσεων ήταν δεσμευτικό. Γιατί οι παραγωγές μας είναι, για τα δεδομένα μας, πανάκριβες και όση επιτυχία και αν έχουν οι παραστάσεις μας, η δυνατότητα απόσβεσης, λόγω περιορισμένης χωρητικότητας, είναι ελάχιστη. Επιπλέον το κράτος τα δύο τελευταία χρόνια ήταν ασυνεπέστατο, με αποτέλεσμα να συσσωρεύονται τα χρέη μας. Για να ανταποκριθούμε στις υποχρεώσεις που δημιουργούσε το πλαίσιο της επιχορήγησης, κάναμε νέα έξοδα. Γι΄ αυτό καλύτερα χρόνο με τον χρόνο», ελπίζοντας ότι έτσι θα τους «λυθούν τα χέρια» και θα μπορέσουν περισσότερο απερίσπαστοι να κάνουν την καλλιτεχνική δουλειά τους. Διότι, αν και είναι συνιδρυτής με τον Δημήτρη Καταλειφό και τη Ράνια Οικονομίδου, ο όγκος της δουλειάς πέφτει σε αυτόν. «Ο Δημήτρης και η Ράνια είναι κατ΄ αρχήν ηθοποιοί και μέσα από αυτή την ιδιότητά τους δρουν και καταθέτουν την περιουσία τους. Εγώ, ως σκηνοθέτης και έχοντας μια πιο σφαιρική αίσθηση και αντίληψη των πραγμάτων και του συνόλου, διαδραματίζω ένα ρόλο πολύ διαφορετικό από τον δικό τους. Το σημαντικό όμως είναι η διασταύρωσή μας, ο διάλογος μεταξύ μας, με τις αντιθέσεις και τις διαφωνίες μας. Πράγματι είμαι εγώ εκείνος που επωμίζεται τα περισσότερα από τα άχαρα αλλά η τελική ευθύνη είναι από κοινού».


Παρά τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει, πάντως, ο Τάσος Μπαντής και το θέατρο, ο ίδιος νιώθει να βρίσκεται σε μια πολύ δημιουργική φάση της ζωής του. «Και αυτό το χρωστάω σε μεγάλο βαθμό στα παιδιά, στους μαθητές της σχολής. Μου ανανεώνουν τη ματιά πάνω στον κόσμο και στο θέατρο. Και όσο τους δίνουμε τόσο μας ανταμείβουν. Αυτό άλλωστε δεν είναι το νόημα του θεάτρου; Η ανταλλαγή». Απόλυτα δοσμένος στο θέατρο, ο Τάσος Μπαντής παραδέχεται πως «ό,τι κάνω περιστρέφεται γύρω από το θέατρο. Αυτό είναι η ζωή μου». Και ως απόδειξη έρχεται η επανάκαμψή του στην υποκριτική καθώς το καλοκαίρι θα κρατήσει τον ρόλο του Παιδαγωγού στην «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή που θα ανεβάσει ο Μιχαήλ Μαρμαρινός στην Επίδαυρο, με την Αμαλία Μουτούση στον επώνυμο ρόλο. «Δέχθηκα να ξαναπαίξω, μετά από 15 χρόνια, όχι για να ξεκινήσω μια καριέρα ηθοποιού αλλά γιατί εκτιμώ βαθιά τον Μιχαήλ και την Αμαλία και τη δουλειά που κάνουν».


Το ρεπερτόριο του 1998-99


* Στον Επάνω Οροφο θα συνεχισθεί για δεύτερη χρονιά ο «Γυάλινος κόσμος» του Τενεσί Γουίλιαμς σε μετάφραση και σκηνοθεσία του Δημήτρη Μαυρίκιου. Με τη Ράνια Οικονομίδου και τους Νίκο Κουρή, Αγγελική Παπαθεμελή και Αγη Εμμανουήλ. Εναρξη στα μέσα Οκτωβρίου.


* Στον Κάτω Οροφο θα σκηνοθετήσει για πρώτη φορά ο Δημήτρης Καταλειφός το έργο του Εντεν φον Χόρβατ «Ο Ντον Ζουάν έρχεται από τον πόλεμο». Η μετάφραση είναι της Δήμητρας Μπούζα, σε συνεργασία με τον σκηνοθέτη. Το έργο επρόκειτο να ανεβεί πριν από τέσσερα χρόνια. Παίζει ο ίδιος και 11 γυναίκες. Τους 36 ρόλους θα παίξουν εννέα ηθοποιοί ενώ σε δύο στιγμιότυπα θα παίξουν και δύο νέα κορίτσια της σχολής. Εναρξη στα τέλη Οκτωβρίου.


* Η τρίτη πρεμιέρα του «Εμπρός» θα γίνει σε ένα χώρο εκτός του θεάτρου που θα διαμορφωθεί ειδικά για τις ανάγκες της παράστασης και δεν έχει οριστικοποιηθεί. Εκεί ο Τάσος Μπαντής θα ανεβάσει ένα καινούργιο άπαικτο ελληνικό έργο του Δημήτρη Κορδάτου με τίτλο «Το ημερολόγιο της άμμου». Στο παρελθόν έχουν ανεβεί τα έργα του «Νταν» από τον Γιώργο Αρμένη στο θέατρο «Πορεία», «Η διάρρηξη» από τον Θανάση Παπαγεωργίου στη «Στοά» και «Λίγο πριν, λίγο μετά», πάλι από τον Θανάση Παπαγεωργίου στο Εθνικό. Το έργο διαδραματίζεται πάνω στην άμμο. Τα σκηνικά και τα κοστούμια θα είναι της Ελένης Μανωλοπούλου (που συνεργάστηκε εφέτος και στην «Αγγέλα»). Τους δύο κεντρικούς ήρωες θα υποδυθούν ο Γιώργος Μοσχίδης και ο Ιωσήφ Πολυζωίδης (που παίζει στην «Αγγέλα»). Τον γυναικείο ρόλο θα κρατήσει η Μαρία Κεχαγιόγλου. Το καστ συμπληρώνεται από έναν ακόμη ηθοποιό (που δεν έχει ακόμη κλείσει) καθώς και δύο νέους, αποφοίτους της σχολής, τον Πέτρο Αλατζά και την Ιωάννα Παγιατάκη. Η έναρξη των παραστάσεων θα γίνει στις αρχές Ιανουαρίου 1999.


Μιλώντας για το ρεπερτόριο της σεζόν 1998-99 ο Τάσος Μπαντής τονίζει ότι «για μας το γεγονός ότι σκηνοθετεί ο Δημήτρης ο Καταλειφός είναι πολύ σημαντικό. Αυτά είναι βήματα που εμπλουτίζουν στο σύνολό τους τη δουλειά μας στο θέατρο. Αν και ο Καταλειφός είναι ένας κατ’ εξοχήν ηθοποιός, έχει και μια σφαιρική αντίληψη για το θέατρο. Και πολύ συνειδητά τον σπρώχνω προς την κατεύθυνση αυτή προτού μπει στον ίδιο το ευλογημένο μικρόβιο της σκηνοθεσίας. Γιατί η σκηνοθεσία θα του ανοίξει και νέους ορίζοντες στη δουλειά του ως ηθοποιού».


Για «Το ημερολόγιο της άμμου» ο σκηνοθέτης διηγείται: «Δεν γνώριζα καθόλου τον συγγραφέα. Πέρυσι, στο τέλος του καλοκαιριού, ήρθε και με βρήκε και μου έδωσε το έργο του. Μόλις το διάβασα αποφάσισα να το ανεβάσω οπωσδήποτε. Το θεωρώ πολύ σπουδαίο και πιστεύω ότι προχωρεί τη δραματουργική μας γραφή. Είναι ένα έργο που το έχω αγαπήσει. Είναι ένα σύνθετο έργο, που κινείται σε πολλά επίπεδα. Κατ΄ αρχήν είναι μια απλή, άμεσα αναγνωρίσιμη ιστορία, που πατά γερά σε ρεαλιστικά δεδομένα αλλά συνεχώς τα υπερβαίνει και συνθέτει ένα ποιητικό σύμπαν. Είναι ένα έργο που θίγει μεγάλα υπαρξιακά ζητήματα. Θέμα του είναι η προσφυγιά. Η προσφυγιά που είναι το κουκούτσι της ζωής. Η ζωή η ίδια είναι μια προσφυγιά». Ο κεντρικός ήρωας είναι ένας ηλικιωμένος πρόσφυγας ο οποίος επιστρέφει για να πεθάνει στο μέρος όπου γεννήθηκε. Εκεί διασταυρώνεται με ένα νέο πρόσφυγα που έρχεται στον τόπο αυτόν για να ζήσει τη ζωή του. Στο έργο δεν υπάρχει κανένας προσδιορισμός τόπου. «Υπάρχει μόνον ένα παντού που είναι ταυτόχρονα και ένα πουθενά» εξηγεί ο Τ. Μπαντής. Γύρω από τα δύο αυτά πρόσωπα υπάρχουν ο γιος του ηλικιωμένου πρόσφυγα (είναι μισθοφόρος) και η γυναίκα του (που είναι ξένη και στον τόπο της ήταν βιολονίστρια). «Ολοι, δηλαδή, είναι ξεριζωμένοι και ο καθένας τους βιώνει με τον δικό του τρόπο την προσφυγιά και προσπαθεί να ανασυστήσει τη ζωή του. Ο γέρος κλείνει τον κύκλο της ζωής του κρατώντας ημερολόγιο όπου προσπαθεί να στριμώξει την εμπειρία του από τη διαδρομή στη ζωή. Η άμμος είναι το σημείο σύγκλισης. Ενα σημείο που το παίρνει ο αέρας». Επί σκηνής εμφανίζονται ακόμη δύο νέοι ηθοποιοί στους ρόλους των γονέων του ηλικιωμένου, σε νεαρή όμως ηλικία.


Το ρεπερτόριο του 1999-2000


Δύο έργα σε ένα ενιαίο κατά κάποιον τρόπο ανέβασμα πρόκειται να παρουσιασθούν στο «Εμπρός» τη σεζόν 1999-2000. Πρόκειται για τον «Βυσσινόκηπο» του Αντον Τσέχοφ και «Το Τσέρκι» του ρώσου συγγραφέα Βικτόρ Σλάφκιν (γραμμένο την εποχή του Γκορμπατσόφ). Η παράσταση, σε σκηνοθεσία του Τάσου Μπαντή, θέλει να παντρέψει ένα κλασικό με ένα σύγχρονο έργο. Την ίδια περίοδο θα περιληφθεί στο ρεπερτόριο και το σύγχρονο ελληνικό έργο του πρωτοεμφανιζόμενου φιλολόγου και συγγραφέα από την Κω Αντώνη Νικολή με τίτλο «Η άσπρη πέτρα».


«Με την παραγωγή των δύο ρωσικών έργων», σημειώνει ο σκηνοθέτης, «θα κλείσει μια χιλιετία στην ιστορία της ανθρωπότητας και θα ξεκινήσει μια νέα. Και αυτό ήταν κάτι που με απασχολούσε εδώ και χρόνια. Αυτά τα δύο έργα έχουν μέσα στο μυαλό μου μια σχέση με τη στιγμή στην οποία θα βρίσκεται τότε η ανθρωπότητα. Είναι το τέλος της ιστορίας. Στον «Βυσσινόκηπο» μια τάξη πεθαίνει. Στο «Τσέρκι» μια παρέα ρώσων σαραντάρηδων πάνε να περάσουν ένα Σαββατοκύριακο στο σπίτι στην εξοχή που κληρονόμησε ένας από την παρέα από τη γιαγιά του που πέθανε. Το βρίσκουν σφραγισμένο, το ανοίγουν και χάνονται μέσα στο παρελθόν του». Οσο για το ελληνικό έργο, ο Τάσος Μπαντής λέει ότι κατέληξε σε αυτό γιατί «θίγει με οξυδέρκεια και βαθύτητα ένα τολμηρό θέμα: τη διαμόρφωση της ανδρικής ταυτότητας. Επίσης, καθώς το έργο αναφέρεται στην αστική τάξη, με εντυπωσίασε η ευχέρεια λόγου του συγγραφέα αυτής ακριβώς της αστικής τάξης».


* Την ερχόμενη εβδομάδα ο Γιάννης Χουβαρδάς, καλλιτεχνικός διευθυντής του θεάτρου «Αμόρε», μιλά για τις μελλοντικές παραστάσεις του «Θεάτρου του Νότου».