«Χειροκροτάει εύκολα ο κόσμος, αγάπη μου»





Η Μαρινέλλα στο Μέγαρο Μουσικής. Γιατί οι μεγάλες ερμηνεύτριες δεν χάνονται ακόμη κι αν τραγούδησαν τα εύκολα χιτ της κάθε εποχής. Ακόμη και όταν οι περιστάσεις υπολείπονται του ταλέντου τους. Σαράντα χρόνια στο τραγούδι με τόλμη και ήθος. Ξεκίνησε ως δεύτερη φωνή στον Στέλιο Καζαντζίδη, αλλά η μεγάλη καριέρα ήρθε μετά. Ο κόσμος την αγάπησε πολύ και την ακολούθησε όπου κι αν τον καλούσε. Ποιος άλλος τραγουδιστής έχει να επιδείξει μια τέτοια θητεία; Ποιος άλλος τραγουδιστής με τόσο λάθος κινήσεις ­ δισκογραφικές κυρίως ­ ευτύχησε τέτοιας καριέρας; Είναι έκπληξη, τελικά, αυτή η εμφάνιση; Δεν δικαιούται η Μαρινέλλα, αδιαφιλονίκητα σπουδαία ερμηνεύτρια, μια διαφορετική συναυλία; Μια διαφορετική, από τα συνήθη της, ευκαιρία; Ο μουσικολόγος Λάμπρος Λιάβας, που επέλεξε μαζί της το ρεπερτόριο, βάζει τα πράγματα στη θέση τους: «Η Μαρινέλλα με την εμφάνισή της στο Μέγαρο επιβεβαιώνει τη θέση και τον ρόλο της ως «κλασικής» φωνής του ελληνικού τραγουδιού. Είναι από τους ελάχιστους εκπροσώπους της παλιάς καλής φρουράς του τραγουδιού που έχει διαγράψει μια τόσο πλούσια και πολύμορφη πορεία και εξακολουθεί να παραμένει γοητευτική και μάχιμη με μια φωνή και τεχνική σαν το παλιό κρασί που ωριμάζει. Επιστρέψαμε παρέα στην αφετηρία της καριέρας της, όταν πρωτοείπε τα τραγούδια της Νίνου και της Βέμπο με τους περιοδεύοντες θιάσους και στα κέντρα της Θεσσαλονίκης όπου γνώρισε τον Καζαντζίδη. Μιλήσαμε ώρες κοντά στο τζάκι και μέσα από τις διηγήσεις ξεπήδησαν αβίαστα τα τραγούδια». «Από το «Μινόρε της αυγής» και τις γέφυρες ανάμεσα στο ρεμπέτικο και στο λαϊκό που συνυπάρχουν με τις μελωδίες του Γιαννίδη, του Σιουγιούλ και του Χαιρόπουλου, από τα λαϊκά πάλκα δίπλα στον Καζαντζίδη, τον Παγιουμτζή και τον Τσιτσάνη στριφογυρίσαμε στους δίσκους του τζούκμποξ της δεκαετίας του ’60. Και από τις χαρακτηριστικές εμφανίσεις της στις ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου περάσαμε στη μυσταγωγία της πλακιώτικης μπουάτ δίπλα στον Χατζή κι από ‘κεί στις μουσικές σκηνές ξεδιπλώνοντας την αστραφτερή θεατρική παρουσία της» λέει ο Λ. Λιάβας εξηγώντας τη διαδρομή που ακολούθησαν για να επιλέξουν ρεπερτόριο. «Η Μαρινέλλα με αυτή τη συναυλία επανέρχεται στο πατρικό της σπίτι με την άνεση και τη φυσικότητα που νιώθει κανείς όταν παίρνει δύναμη συνομιλώντας με τους οικείους και τους φίλους. Δεν είναι «φιλοξενούμενη» ούτε παρείσακτη σ’ αυτόν τον χώρο, που έχει κατά καιρούς ταλαιπωρηθεί από «ρετρό» αναδρομές ή ανίερες λεηλασίες. Δεν κάνουμε μια «νοσταλγική» αναδρομή, απλώς επιστρέφουμε στο μέλλον». Για τη Μαρινέλλα αυτή η συναυλία είναι όπως όλες οι άλλες. «Τι πρέπει να σημαίνει δηλαδή; Να σηκώσω μπαϊράκι; Να σηκώσω σημαία; Επειδή είναι στο Μέγαρο; Και τι είναι το Μέγαρο; Ενα λαϊκό οίκημα δεν είναι; Δεν κάνει ουρές ο κόσμος για να πάρει εισιτήρια; Ο λαός δεν μπαίνει; Λαϊκό είναι λοιπόν».





­ Τα τραγούδια είναι πάντα συνδεδεμένα με την πρώτη τους ερμηνεία.
Τα περισσότερα από αυτά που θα ερμηνεύσετε στο Μέγαρο έχουν ερμηνευθεί από άλλους. Μπήκατε στον πειρασμό να θέλετε να ξεπεράσετε τις πρώτες εκτελέσεις;


«Εχω την αγωνία να τα πω όπως θέλω εγώ, σαν Μαρινέλλα. Οχι όπως τα έλεγε η Βέμπο, η Δανάη, ο Γούναρης. Το θέμα είναι να τα ερμηνεύσω όπως αυτά περνάνε μέσα μου».


­ Ηταν έκπληξη για σας αυτή η πρόταση για το Μέγαρο;


«Οχι. Από τις αρχές της λειτουργίας του Μεγάρου, μου είχε κάνει πρόταση ο κ. Λαμπράκης, αλλά δεν ξέρω για ποιον λόγο δεν έγινε αυτή η συνεργασία τότε».


­ Γιατί αργήσατε τόσο πολύ να κάνετε συναυλίες; Γιατί σας κράτησαν οι μεγάλες πίστες;


«Ετυχε. Ποιος να με κρατήσει; Κανένας δεν με κράτησε».


­ Το καλό ελληνικό τραγούδι και οι άνθρωποι που το υποστηρίζουν έχουν προ καιρού εγκαταλείψει τις μεγάλες πίστες. Το ποιοτικό τραγούδι από άλλους χώρους διεκδικεί ακροατές. Εσείς, γιατί δεν περάσατε στην άλλη όχθη;


«Τελευταία φορά που τραγούδησα σε μεγάλους χώρους ήταν στη «Νεράιδα» το ’91 με τον Πάριο και μετά από τέσσερα χρόνια στο «Rex». Δηλαδή από το ’91 σταμάτησα να τραγουδάω στην παραλία. Στα οκτώ χρόνια μία φορά εμφανίστηκα, για τρεις μήνες στο «Rex». Είναι πολύ; Σκορπίστηκα; Πριν από οκτώ χρόνια άλλωστε δεν ήταν πια και τόσο πολλές οι συναυλίες. Το έκανε ο Νταλάρας και ήταν ο μόνος που μπόρεσε να επιβληθεί και τα κατάφερε επάξια, έκανε πράγματα σπουδαία ο Γιώργος».


­ Γιατί διακόψατε τις εμφανίσεις σας;


«Δεν ήθελα, ούτε τώρα θέλω. Αν υπάρξει κάτι που να μου κεντρίσει το ενδιαφέρον, πάλι θα εξορμήσω.».


­ Ποιος ήταν καλός παρτενέρ για σας στο τραγούδι;


«Ο Καζαντζίδης ήταν σπουδαίος γιατί πήρα πολλά απ’ αυτόν. Ο Χατζής ήταν από τους καλύτερους μπορώ να πω, σπουδαίος καλλιτέχνης, μεγάλος. Ο Πάριος επίσης. Ο Νταλάρας, παρ’ όλο που δουλέψαμε μαζί στην αρχή της καριέρας του, ήταν υπέροχος. Εχω δουλέψει με τον Διονυσίου, τον Καλογιάννη, τον Βοσκόπουλο. Ηταν όλοι…. πώς το λένε, και οι επτά ήσαν υπέροχοι. Είμαι άνθρωπος που κάνει με όλους. Μπορώ και τραγουδάω με διαφορετικές φωνές. Θυμάμαι με τον Πάριο που κλαίγαμε πάνω στην πίστα. Υπήρχαν βραδιές με τον Χατζή που ερωτευόμασταν, με τον Γιώργο που ανατριχιάζαμε. Είναι σαν να έχεις πολλούς εραστές. Ο καθένας έχει τον τρόπο του να σ’ αγαπάει. Ετσι είναι οι παρτενέρ, τι νομίζεις. Αμα τραγουδάς με έναν άνθρωπο και τον κοιτάς στα μάτια, καταλαβαίνεις τι είναι. Ξέρεις πόσα καντάρια συναίσθημα έχει».


­ Σας στενοχώρησε η πρόσφατη εικόνα του Καζαντζίδη στην τηλεόραση;


«Η επόμενη ερώτηση;».


­ Υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής όλα αυτά τα χρόνια; Κάτι που σας χαρακτηρίζει;


«Το απεριόριστο τρακ που έχω. Κι αυτή τη στιγμή που σου μιλάω, είναι φοβερό το τι τρακ έχω. Φαντάσου να βγω να τραγουδήσω στο Μέγαρο ­ όχι μόνο στο Μέγαρο, οπουδήποτε. Μπορεί την παραμονή της συναυλίας να μην έχω λαιμό, να είμαι κλειστή, τέτοια. Αυτό δεν θα το ξεπεράσω ποτέ, μακάρι να περάσουν εκατό χρόνια».


­ Το ρεπερτόριό σας σπανίως αποδείχθηκε ισάξιο της φωνής σας. Εχετε κάνει καριέρα όχι βοηθούμενη από τα τραγούδια σας.


«Ολοι, όχι μόνο εγώ, έχουμε πει και καλά και κακά τραγούδια. Βέβαια εγώ μπορεί να είπα λίγο περισσότερο τα δεύτερα από τους άλλους. Λοιπόν;».


­ Τα τραγούδια που έγραψε για σας ο Στέφανος Κορκολής πώς τα αντιμετωπίζετε; Οχι ως λάθος;


«Οχι. Τίποτε λάθος».


­ Σας έχουν λείψει τα μεγάλα τραγούδια;


«Οχι, αφού μπορώ και τα δανείζομαι και τα λέω. Δεν έχω ποτέ, μα ποτέ ζηλέψει στη ζωή μου. Ούτε τα ωραία τραγούδια. Δεν ξέρω τι θα πει αυτό το συναίσθημα. Του Ξαρχάκου ή του Καλδάρα τα είπαν η Μοσχολιού, ο Μπιθικώτσης, ο Κόκκοτας, τι να κάνω; Δεν τα είπα. Με γεια τους, με χαρά τους, τους βγάζω το καπέλο που τα είπαν. Αξια τα είπαν. Ισως μ’ εμένα να μην ήταν τόσο καλά. Μπορεί να μην τα έλεγα τόσο καλά εγώ. Και τα είπαν πολύ καλύτερα εκείνοι. Τώρα τι να κάνουμε; Να φέρουμε τον χρόνο πίσω; Δεν γίνεται. Κοιτάμε μπροστά».


­ Το ότι δεν ασχολούνται πια οι δισκογραφικές εταιρείες με τις μεγάλες φωνές αλλά με τα είδη του τραγουδιού πώς το κρίνετε;


«Καλά κάνουν. Αυτό συμφέρει τις εταιρείες. Ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε. Οι μεγάλες φωνές, αυτές που υπάρχουν και θέλουν να επιβιώσουν κάνουν μόνοι τους το κουμάντο τους. Προσωπικά ό,τι θέλω θα κάνω. Δεν θα ‘ρθει κανένας να μου πει, καμιά εταιρεία, «κοίτα, θα πεις της τάδε τα τραγούδια». Μη σώσει και τα πω ποτέ. Θα μου κόψει το ρεύμα; Να μη φάω; Ο καθένας κάνει το κουμάντο του. Κι εγώ κάνω το δικό μου».


­ Δεν δώσατε πολλή σημασία στη δισκογραφία, έτσι δεν είναι;


«Ετσι είναι. Ποτέ. Είναι ψυχρό πράγμα για μένα το στούντιο. Η σχέση μου με τον κόσμο: αυτό με ενδιέφερε πάντα. Είχα την αμεσότητα με τον κόσμο. Ο ηλεκτρισμός, η ενέργεια, τα μαγνητικά εκείνης της ώρας. Μετά, πέρασαν τα χρόνια, τώρα δεν είμαι παιδάκι. Εχω όμως πάντα την ίδια καταπληκτική διάθεση για ζωή. Και καμία ανησυχία για το τι θα γίνει αύριο».


­ Και το θρυλούμενο άγχος του καλλιτέχνη να είναι στην επικαιρότητα; Πώς γλιτώνει κανείς απ’ αυτό;


«Ουδέποτε πήρα στο τηλέφωνο δημοσιογράφο να πω «ξέρεις, έβγαλα καινούργιο δίσκο». Με παρακαλάνε να δώσω συνεντεύξεις και τους λέω «πάμε να πιούμε ένα ούζο τώρα». Εχω βρει το νόημα της ζωής εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Δεν με αγγίζει τίποτε. Δεν το λέω από εγωισμό. Παίρνω τους ανθρώπους κατ’ αρχήν όπως είναι. Λέμε οι παλιοί ­ βάζω και τον εαυτό μου μέσα ­ «ωχ, μωρέ, τα παιδάκια τα χτεσινά που βγαίνουν και μιλάνε». Ασ’ τα, είναι η ώρα τους να περάσουν αυτό το λούκι. Δεν γίνεται αλλιώς. Οσοι μπορούν ν’ αντέξουν θα κρατήσουν. Ο κόσμος που ανεβάζει, με τον ίδιο τρόπο κατεβάζει. Ξεχνάει ο κόσμος. Σε φτύνει, σε ανεβάζει. Χειροκροτούν εύκολα, αγάπη μου».


­ Οι καλλιτέχνες κολακεύουν το κοινό τους;


«Ναι, το κάνουν. Οσο πιο πολλά όμως δίνεις στον κόσμο τόσο πιο πολλά θέλει. Γι’ αυτό δεν έχω δώσει πολλά στον κόσμο. Τα κρατάω για μένα και για πέντε φίλους. Δεν έχω ανάγκη να πάω στο υπουργείο και να πάρω επιχορηγήσεις. Γιατί; Για να μη γυρίσει κανένας και μου πει «για έλα εδώ, μου χρωστάς». Δεν χρωστάω πουθενά. Καμία κυβέρνηση, καμία διαφήμιση, κανένα σουξέ δεν μπορεί να σου εξασφαλίσει τον σεβασμό του κόσμου. Πρέπει να τον κερδίσεις μόνος σου. Χρειάζεται χρόνος γι’ αυτό. Εχω κάνει μεγάλη κατάθεση εγώ, πολύ μεγάλη. Το εισπράττω. Δόξα τω Θεώ».


­ Είστε αυτό που λέμε αυτοδημιούργητη;


«Βεβαίως. Κανονικά, μετά τον χωρισμό μου με τον Καζαντζίδη θα έπρεπε να μην υπήρχα. Ποιο ντουέτο επέζησε; Ποιο ντουέτο θα μπορούσε να επιζήσει μετά από τον κολοσσό που λέγεται Καζαντζίδης; Καμία. Είμαι η μόνη από τα ντουέτα της εποχής που επέζησε και το λέω με πολύ καμάρι».


­ Δεν επιζήσατε απλώς, κάνατε και αυτά που θέλατε. Αλλάξατε τα προγράμματα της νύχτας. Πώς κρίνετε σήμερα τις επίδοξες σοουγούμαν; Υπάρχει κάτι καινούργιο σ’ αυτά τα προγράμματα;


«Ακόμη κάνουν προγράμματα που έκανα εγώ τον καιρό που βγήκα. Υπάρχει καλυτέρευση στα ηχητικά, στα φώτα. Εμείς φωτάκια είχαμε λίγα, αλλά κάναμε τη δουλειά μας και ήταν καταπληκτικά».


­ Και ήσασταν και ντυμένη. Εννοώ με κανονικά φορέματα, δεν έλειπαν βασικά κομμάτια υφάσματος.


«Πάντα ντυμένη. Δεν ήθελα να προκαλέσει η εμφάνισή μου και να χάσει ο κόσμος απ’ αυτό που θα άκουγε. Αν με έβλεπε γδυτή, δεν θα άκουγε τι έλεγα. Κι εγώ ήθελα να με βλέπει και να με ακούει».


­ Είναι εύκολο σήμερα να κατακτήσει μια τραγουδίστρια τον κόσμο;


«Τώρα; Τρία πουλάκια κάθονται. Οταν πάει κάποιος για να δει μόνο μπούτι, πισινό, βρακί ασορτί με το απ’ έξω φουστάνι και δαντέλα… εντάξει, πάει για να χαλβαδιάσει. Αλλά άμα θέλει να ακούσει, δεν θα πάει να δει το τσιτσίδι».


­ Εχει μοιραστεί πολύ η πίτα, έχει αποπροσανατολιστεί και το κοινό.


«Είναι ντροπή για τη δουλειά. Οι εταιρείες δεν έχουν ανάγκη να βάλουν να πει η Μαρινέλλα τραγούδια τού τάδε. Οχι, καλέ. Πού την έχουν ανάγκη; Θα βάλουν την Κατερίνα που θα τα σκίσει. Θα την κάνουν οι ηχολήπτες γραμμούλα-γραμμούλα και λεξούλα-λεξούλα… Θαύματα κάνει η τεχνολογία. Εδώ πάνε τώρα και κάνουν συναυλίες σε κλαμπ στη Ρόδο κι αλλού, και τι τραγουδάνε; Πλέιμπακ. Ενα εκατομμύριο το βράδυ για να τραγουδήσουν πλέιμπακ! Είναι δυνατόν; Και όμως είναι».


­ Υπάρχει μυστικό για να διατηρείται η φωνή ωραία; Πολλοί υποστηρίζουν ότι τώρα τραγουδάτε ακόμη καλύτερα. Ο χρόνος δεν φθείρει;


«Ενα πράγμα δεν γίνεται: λίφτινγκ στις χορδές. Κατ’ αρχήν δεν ξοδεύομαι τσάμπα. Δεν καπνίζω τα τελευταία εννέα χρόνια. Δεν ξενυχτάω πολύ, εκτός και αν υπάρχει ανάγκη. Μου αρέσει να τρώω, να πίνω, να βγαίνω στα ταβερνάκια. Και το πιο σπουδαίο: δεν έχω άγχος. Εφυγα από τον Καζαντζίδη μ’ ένα ‘κατοστάρικο στην τσέπη. Δεν είχα πού να πάω, και πάλι δεν είχα άγχος. Λέω: ο Θεός είναι μεγάλος, ξέρει και τα δίνει κατά την καρδιά του ανθρώπου».


­ Οταν δεν τραγουδάτε τι σας αρέσει να κάνετε;


«Κάνω πολλά ταξίδια. Δεν έχει κάνει άνθρωπος τόσα ταξίδια αναψυχής».


­ Δεν σας λείπει το τραγούδι;


«Σώπα, καλέ!».


­ Μια ευτυχισμένη ζωή δηλαδή;


«Μια υγιής, υγιέστατη ζωή».


­ Δεν σας έχει λείψει ο σύντροφος;


«Οχι. Ξέρεις τι λένε συνήθως; «Ναι, αλλά, βρε παιδιά, μπαίνω μέσα στο σπίτι, βάζω το κλειδί και είναι άδειο». Σ’ εμένα δεν συμβαίνει αυτό. Στο ίδιο σπίτι μένει η αδελφή μου, η οικογένειά της, το παιδί μου. Δεν νιώθω μόνη. Είμαι πανευτυχής. Εχω κάνει τις επιλογές μου».


­ Εχετε ζήσει μεγάλους έρωτες.


«Πάλι καταλήγω στην ίδια λέξη: χορτασμένη. Πολύ αγάπησα, πολύ με αγάπησαν, πολύ ερωτεύτηκα, πολύ χτυπήθηκα, πολύ πόνεσα. Δεν έκανα τίποτε λίγο».


­ Ο έρωτας δεν έχει ηλικία. Θα τον υποδεχόσασταν σήμερα;


«Αν είναι να έρθει, ας έρθει. Αλλιώς να προσπεράσει. Δεν βγήκα στη γύρα ποτέ. Κατ’ αρχήν τώρα δεν με κοιτάνε πια, τελείωσε. Πάει και αυτό το θέμα, κλείσαμε».


Η Μαρινέλλα εμφανίζεται αύριο, 8.30 μ.μ., στο Μέγαρο Μουσικής σε φιλανθρωπική συναυλία του Χατζηκυριάκειου Ιδρύματος.