Πριν από λίγες ημέρες, για πρώτη φορά στα γαλλοβρετανικά χρονικά, ένας βρετανός πρωθυπουργός εκλήθη να μιλήσει στη γαλλική Εθνοσυνέλευση. Η ομιλία του (σε καλά γαλλικά!) είχε ως κεντρικό θέμα τον περίφημο «τρίτο δρόμο» μεταξύ του άγριου θατσερισμού και του κορπορατιστικού κρατικιστικού καπιταλισμού της συμβατικής σοσιαλδημοκρατίας. Η απήχηση που είχε η ομιλία του ήταν μεγάλη όχι μόνο στους γάλλους πολιτικούς αλλά και σε ευρύτερους κύκλους ­ σε βαθμό που ο όρος «le blairisme» να έχει πια καθιερωθεί στον χώρο των γαλλικών ΜΜΕ.


Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και στη Γερμανία, όπου ο σοσιαλδημοκράτης Σρέντερ, ο πιθανός διάδοχος του Κολ στην καγκελαρία, όχι μόνο θαυμάζει τον Τόνι Μπλερ αλλά και χρησιμοποιεί συστηματικά στοιχεία από την ορολογία και τα συνθήματα του «Νέου» Εργατικού Κόμματος.


Οι αντίπαλοι του Μπλερ (κυρίως στον χώρο της παραδοσιακής Αριστεράς) αποδίδουν το φαινόμενο της λεγόμενης «μπλερομανίας» σε επιφανειακούς παράγοντες: στο «σεξ απίλ» του νεαρού πρωθυπουργού, στη φωτογένεια και στην ευφράδειά του, στην ικανότητά του να χρησιμοποιεί έξυπνα τα μίντια κλπ. Νομίζω όμως ότι η δημοτικότητα του Μπλερ στην καρδιά της Γηραιάς Ηπείρου έχει πιο βαθιές ρίζες. Εχει να κάνει με το ότι οι Ευρωπαίοι έχουν αντιληφθεί πως η βρετανική εργατική κυβέρνηση όχι μόνο στα λόγια αλλά και στην πράξη προσπαθεί σοβαρά να παντρέψει τη λογική της αγοράς στον οικονομικό τομέα με τη λογική της αλληλεγγύης στον κοινωνικό. Αν μελετήσει κανείς τον πρόσφατα ανακοινωθέντα προϋπολογισμό της κυβέρνησης Μπλερ, θα αντιληφθεί πως υπάρχει μια μεγάλη δόση αλήθειας στη διαίσθηση αυτή του κόσμου.


* Η ανακατανομή


Ενα εντυπωσιακό χαρακτηριστικό του προϋπολογισμού είναι ότι για πρώτη φορά γίνεται μια σοβαρή προσπάθεια συντονισμού της φορολογικής και της κοινωνικής πολιτικής. Στο παρελθόν οι δύο αυτές πολιτικές βάδιζαν παράλληλα χωρίς να λαμβάνει υπόψη η μία τα μέτρα της άλλης κατά συστηματικό τρόπο. Το αποτέλεσμα αυτής της στεγανοποίησης ήταν ότι διάφορα φιλολαϊκά κυβερνητικά μέτρα στον χώρο των κοινωνικών παροχών εξουδετερώνονταν από τη φορολογική πολιτική. Για παράδειγμα, στο παρελθόν πολλοί άνεργοι δεν είχαν κανένα κίνητρο να βρουν εργασία. Στην περίπτωση που θα έβρισκαν, ο μισθός τους ­ μετά τη φορολογία ­ ήταν χαμηλότερος από το επίδομα ανεργίας που θα έπαιρναν αν παρέμεναν άνεργοι.


Με τα νέα μέτρα, όπου οι φόροι και οι κοινωνικές παροχές συντονίζονται μέσω ενός συστήματος φορολογικών πιστώσεων (tax credits), οι περισσότεροι από αυτούς που βρίσκονταν στη λεγόμενη «παγίδα της φτώχειας» (poverty trap) είναι τώρα σε θέση να βγουν από αυτό το αδιέξοδο. Το σύστημα θα λειτουργεί κατά τέτοιον τρόπο που θα έχει κανείς οικονομικά πλέον κίνητρα για να περάσει από την παθητική εξάρτηση του επιδόματος της ανεργίας στην «κοινωνική ενεργοποίησή» του είτε μέσω της αγοράς εργασίας είτε μέσω επαγγελματικής μετεκπαίδευσης ή διά της προσφοράς υπηρεσιών του στην κοινότητα.


Η βασική ιδέα πίσω από τον συντονισμό φορολογικής και κοινωνικής πολιτικής είναι η δημιουργία ενός νέου συστήματος ενίσχυσης των οικονομικά αδύνατων τάξεων. Το σύστημα αυτό θα βασίζεται λιγότερο στη γραφειοκρατική εφαρμογή γενικών και αφηρημένων αρχών και περισσότερο στην ουσιαστική υποστήριξη όλων αυτών που έχουν πραγματική ανάγκη κρατικής βοήθειας. Ετσι με τα νέα μέτρα η κυβέρνηση είναι σε θέση να προσφέρει ένα εξασφαλισμένο μίνιμουμ 180 στερλινών την εβδομάδα σε κάθε οικογένεια της οποίας ένα μέλος της τουλάχιστον εργάζεται (σε πλήρη απασχόληση). Με αυτή την κίνηση η κρατική βοήθεια στις φτωχές εργαζόμενες οικογένειες υπερδιπλασιάστηκε! (βλ. «Independent», 18.3.1998).


Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι με αυτό το μέτρο έχουμε μια σοβαρή ανακατανομή του εισοδήματος, μια σημαντική μεταφορά πόρων από τις σχετικά εύπορες στις οικονομικά αδύνατες τάξεις. Οπως πολύ χαρακτηριστικά ανέφερε το κύριο άρθρο του «Observer» (22.3.98), «ο Γκόρντον Μπράουν (υπουργός Οικονομικών), χωρίς να αθετήσει την υπόσχεσή του για δημοσιονομική αυστηρότητα, άλλαξε το φορολογικό και ασφαλιστικό σύστημα κατά τέτοιον τρόπο που 10 δισ. στερλίνες ανακατανεμήθηκαν προς όφελος του 30% του πληθυσμού το οποίο βρίσκεται στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας ­ και κανένας δεν διαμαρτυρήθηκε».


Αυτό που πρέπει να τονισθεί εδώ είναι ότι κοιτώντας τον προϋπολογισμό στο σύνολό του αυτή η σημαντική ανακατανομή έγινε εις βάρος των εύπορων τάξεων. Οπως δείχνει με λεπτομέρειες και μάλλον με αποδοκιμασία ο «Economist», η αύξηση των εισοδημάτων του περιθωριοποιημένου 1/3 είναι ανάλογη με τη μείωση των εισοδημάτων του 30% του πληθυσμού που βρίσκεται στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας (21.3.98, σελ. 33).


* Οι αντιδράσεις


Και αυτό έγινε χωρίς σοβαρές αρνητικές αντιδράσεις στο επίπεδο της κομματικής αντιπολίτευσης, στο επίπεδο της κοινωνίας των πολιτών. Με βάση μια δημοσκόπηση της MORI (για το τηλεοπτικό κανάλι ITV), μια μεγάλη μερίδα των «χαμένων» ομολόγησε ότι ο προϋπολογισμός του Γκόρντον Μπράουν δεν ήταν καλός γι’ αυτούς αλλά ήταν καλός για τη χώρα! («Independent», «Ο Μπράουν βάζει στην πρώτη γραμμή τις οικογένειες και τα παιδιά», 18.3.198).


Οσο για τις επιχειρήσεις, η εργατική κυβέρνηση όχι μόνο δεν αύξησε αλλά μείωσε κατά μία μονάδα το λεγόμενο corporation tax. Ετσι η σημαντική ενίσχυση του περιθωριοποιημένου 1/3 του πληθυσμού ούτε δημιούργησε αρνητικές αντιδράσεις στον επιχειρηματικό κόσμο ούτε και θα έχει πληθωριστικές επιπτώσεις (η πρόγνωση για τον πληθωρισμό είναι 3% για το 1998 και 2,5% για τον επόμενο χρόνο).


* Τα περιθώρια


Μπορεί βεβαίως κανείς να υποστηρίξει ότι η ανακατανομή θα μπορούσε να είναι ακόμη πιο δραματική, κυρίως αν ο υπουργός Οικονομικών καταργούσε την αρχή της καθολικότητας σε δύο επιπλέον χώρους: στις «παροχές για το παιδί» (child benefit), φορολογώντας το σχετικό επίδομα που δίνεται στις εύπορες οικογένειες και καταργώντας τη δυνατότητα που έχουν σήμερα όλοι (ανεξαρτήτως οικονομικής κατάστασης) να αφαιρούν από το φορολογήσιμο εισόδημά τους τις δόσεις δανείου για την απόκτηση ιδιωτικής κατοικίας. Ο πρωθυπουργός, για καθαρά ψηφοθηρικούς λόγους, δεν άφησε τον Γκόρντον Μπράουν (ο οποίος περισσότερο από κάθε άλλον αντιπροσωπεύει την «κοινωνική συνείδηση» της Κεντροαριστεράς) να θίξει τις μεσαίες/εύπορες τάξεις στους δύο αυτούς τομείς. Ο υπουργός Οικονομικών προειδοποίησε όμως ότι στον επόμενο προϋπολογισμό δεν θα τηρηθεί η αρχή της καθολικότητας σε ό,τι αφορά τις παροχές για τα παιδιά.


Με άλλα λόγια, παρ’ όλο που η ανακατανομή θα μπορούσε να είναι πολύ μεγαλύτερη (και ελπίζω να είναι στην επόμενη φορολογική περίοδο), ήδη έχει γίνει ένα πολύ σημαντικό πρώτο βήμα. Ενα βήμα που δείχνει ότι ακόμη και μέσα στα πλαίσια του σημερινού καπιταλιστικού συστήματος (όπου το κεφάλαιο έχει πολύ μεγαλύτερη δύναμη από την οργανωμένη εργασία) υπάρχουν περιθώρια για την ουσιαστική υποστήριξη των οικονομικά αδύνατων τάξεων. Αυτά τα περιθώρια συρρικνώνονται δραστικά όταν κανείς επιμένει, όπως η παραδοσιακή Αριστερά, στην πάση θυσία διατήρηση της αρχής της καθολικότητας των παροχών. Οπως έχω υποστηρίξει συχνά από αυτές τις στήλες, η καθολικότητα των παροχών ευνοεί τις εύπορες παρά τις άπορες τάξεις. Πράγματι μια συμβατική σοσιαλιστική/σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση που θα προσπαθούσε να καλυτερεύσει τη θέση του περιθωριοποιημένου 1/3 του πληθυσμού μέσω της αύξησης των κοινωνικών παροχών προς όλους θα χρειαζόταν πολλαπλάσιους πόρους. Αυτό δείχνει καθαρά ότι στη σημερινή καπιταλιστική συγκυρία το κοινωνικό κράτος δεν βαίνει αναγκαστικά προς κατάργηση ­ όπως υποστηρίζουν οι Κασσάνδρες της Αριστεράς. Αν οι κεντροαριστερές δυνάμεις κατορθώσουν να σπάσουν το ταμπού της καθολικότητας των παροχών, τότε το κράτος πρόνοιας μπορεί να αναδιαρθρωθεί κατά τρόπο πολύ πιο θετικό για τις τάξεις που πραγματικά το χρειάζονται.


* Η ανεργία


Υπάρχει και μια άλλη βασική αντίρρηση στο κοινωνικό πρόγραμμα της νέας εργατικής κυβέρνησης: η ανακατανομή που έγινε βοηθά τις φτωχές εργαζόμενες οικογένειες. Τι γίνεται όμως με τις οικογένειες των ανέργων; Οπως υποστήριξα σε ένα προηγούμενο άρθρο μου («Το Βήμα», 1.3.98), η δεύτερη μεγάλη καινοτομία της κυβέρνησης Μπλερ είναι το πέρασμα από ένα σύστημα όπου οι άνεργοι πληρώνονται από το κράτος χωρίς να προσφέρουν κανένα αντάλλαγμα σε ένα σύστημα όπου αυτοί που μπορούν να εργασθούν είναι υποχρεωμένοι να παραμένουν «κοινωνικά ενεργοποιημένοι» ­ ακόμη και όταν δεν βρίσκουν απασχόληση στην αγορά εργασίας. Το μότο του μπλερισμού είναι «δουλειά γι’ αυτούς που μπορούν και ασφάλεια σ’ αυτούς που δεν μπορούν».


Ετσι ο προϋπολογισμός διαθέτει σημαντικά ποσά για τη δημιουργία ενός πλαισίου όπου οι ευρισκόμενοι εκτός αγοράς εργασίας θα έχουν να διαλέξουν μεταξύ επαγγελματικής μετεκπαίδευσης και προσφοράς των υπηρεσιών τους σε τομείς (περιβάλλον, κοινότητα) όπου οι κοινωνικές ανάγκες δεν καλύπτονται από τους μηχανισμούς της αγοράς. Δηλαδή, ο μπλερισμός προσπαθεί να δημιουργήσει μια κατάσταση όπου αυτοί που «μπορούν» θα κινούνται στο τρίγωνο αγορά εργασίας – μετεκπαίδευση – υπηρεσίες στην κοινότητα.


Τέλος, η αποφασιστικότητα της εργατικής κυβέρνησης να ενεργοποιήσει όλο το εργατικό δυναμικό της χώρας φαίνεται επίσης από τα σημαντικά μέτρα του προϋπολογισμού που ενθαρρύνουν τις επιχειρήσεις να προσλαμβάνουν εργάτες με χαμηλή ειδίκευση (π.χ. οι επιχειρηματίες δεν θα πληρώνουν στο κράτος ασφάλεια για υπαλλήλους τους που κερδίζουν λιγότερο από 80 στερλίνες την εβδομάδα).


* Το συμπέρασμα


Ο «μπλερισμός» δεν είναι μια παροδική μόδα. Οπως ο θατσερισμός στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 υπήρξε η πολιτική αντίδραση μιας μεγάλης μερίδας της συντηρητικής τάξης στη ραγδαία παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, με τον μπλερισμό οι περιθωριοποιημένες τάξεις της Βρετανίας απέκτησαν επιτέλους μια πολιτική εκπροσώπηση που ξεπερνά την παθητική θρηνολογία ή/και την ανεγκέφαλη επαναστατική ρητορεία της παραδοσιακής Αριστεράς. Παρ’ όλο που τα βήματα που έγιναν ως τώρα είναι μικρά και διστακτικά, δείχνουν προς τη σωστή κατεύθυνση. Συνδυάζουν τη λογική της αγοράς (δημοσιονομική αυστηρότητα, ανταγωνιστικότητα) με τη λογική της αλληλεγγύης (ανακατανομή, δουλειά για όσους μπορούν, ασφάλεια για όσους δεν μπορούν). Προσφέρουν μια λύση στο διπλό πρόβλημα της ανεργίας και της κρίσης του «καθολικού» κοινωνικού κράτους που είναι πολύ πιο ανθρώπινη από τις προτάσεις της νεοφιλελεύθερης Δεξιάς και πολύ πιο ρεαλιστική από αυτές της παραδοσιακής Αριστεράς.


Οσον αφορά τη χώρα μας, παρ’ όλο που δεν υπάρχει τίποτε προς μίμηση στην εξωτερική πολιτική της εργατικής κυβέρνησης (διστακτικότητα στην ΟΝΕ, δουλοπρεπή πολιτική έναντι των ΗΠΑ στην ιρακινή κρίση), η ελληνική Κεντροαριστερά μπορεί να μάθει πολλά μελετώντας τη φορολογική και την κοινωνική πολιτική του μπλερισμού.