Ως γνωστόν η εξάπλωση της κοινωνικής βίας, μορφή της οποίας αποτελεί και η εγκληματικότητα, δεν εξαρτάται μόνο από την αστυνομική πρακτική αλλά κυρίως από τις κοινωνικές συνθήκες, υποτάσσεται σε ηθικούς κώδικες και πρακτικές και επηρεάζεται από εξωγενείς παράγοντες. Είναι μύθος ότι υπάρχει σήμερα, για παράδειγμα, αύξηση του αριθμού των κλοπών ­ μια εγκληματική πράξη που χαρακτηρίζει κατ’ εξοχήν τους αλλοδαπούς ­ αλλά είναι αλήθεια ότι υπάρχει μια μετεξέλιξη της διαδικασίας τελέσεώς τους. Από αυτή την άποψη η «ευθύνη» δεν θα πρέπει να αναζητηθεί αποκλειστικά και μόνο στη συμπεριφορά (ορισμένων) αλλοδαπών αλλά και στους όρους που έχουν διαμορφωθεί για την αποδοχή του φαινομένου της (λαθρο)μετανάστευσης.


Είναι αλήθεια ότι η «αστυνομική λογική» περί δημιουργίας μιας ανεξέλεγκτης κατάστασης μετά την εφαρμογή στην πράξη των ρυθμίσεων για την «πράσινη κάρτα» έχει βάση. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι κλοπές από 34.408 που ήταν το πρώτο εξάμηνο του 1997, όταν ήταν σε πλήρη εξέλιξη οι επιχειρήσεις «σκούπα» της αστυνομίας, αυξήθηκαν σε 40.619 το δεύτερο εξάμηνο του 1997, όταν άρχισαν να γίνονται γνωστές οι προθέσεις της κυβερνήσεως για την «πράσινη κάρτα», γεγονός που επιβεβαιώνει και την εκτίμηση ότι το ειδικό βάρος των αλλοδαπών σε αυτή τη μορφή εγκληματικότητας είναι υψηλό. Το κυρίαρχο όμως δεν είναι αυτή καθεαυτή η αύξηση των κλοπών ­ που μειώθηκαν εξάλλου συνολικά το 1997 συγκριτικά με το 1996 ­ αλλά η ποιοτική διαφοροποίηση των δραστών και η συμπεριφορά των διωκτικών αρχών.


* Ποιοτικές αλλαγές


Οι παραδοσιακοί διαρρήκτες, που κοσμούσαν τα αστυνομικά δελτία στο πρόσφατο (ναι σωστά διαβάσατε, στο πρόσφατο) παρελθόν είχαν ένα άλλο άρωμα: ήταν γραφικές φιγούρες, γνωστοί κατά κύριο λόγο στις διωκτικές αρχές που τους ανέμεναν μετά από κάθε κλοπή στους κλεπταποδόχους, που και αυτοί ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού, κυρίως, στα αστικά κέντρα. Σήμερα, αντιθέτως, οι δράστες, κατά κύριο λόγο Ρουμάνοι, Γιουγκοσλάβοι και Αλβανοί, είναι αδίστακτοι. Εισβάλλουν στα διαμερίσματα οπλισμένοι και δεν διστάζουν ακόμη και να σκοτώσουν όταν αισθανθούν ότι κινδυνεύουν. Η Αστυνομία, από την άλλη πλευρά, εμφανίζεται ανίκανη όχι μόνο να αποτρέψει αλλά και να εξιχνιάσει αυτές τις μορφές εγκληματικών πράξεων ­ ίσως επειδή έχει καταρρεύσει το παραδοσιακό σύστημα των πληροφοριοδοτών και οι κλεπταποδόχοι έχουν εξαφανιστεί αφού τα προϊόντα των κλοπών εξάγονται στο εξωτερικό. Ετσι, για παράδειγμα, οι κλοπές που εξιχνιάστηκαν ­ με τον τρόπο έστω που εξιχνιάστηκαν ­ κατά τη διάρκεια του 1997 ήταν μόλις το 10%.


* Διασπορά σε όλη την επικράτεια


Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι σήμερα παρατηρείται μια διασπορά των κλοπών ανά την επικράτεια και κυρίως σε παραθεριστικές περιοχές, κάτι που πριν από μία μόλις δεκαετία ήταν αδιανόητο. Ετσι, λοιπόν, μπορεί η Αττική να κρατά τα σκήπτρα, καθώς κατά τη διάρκεια του 1997 καταγράφηκαν 51.478 κλοπές (53.436 είχαν καταγραφεί το 1996), αλλά αυτή η μορφή εγκληματικότας απλώθηκε και σε ολόκληρη την Ελλάδα. Το 1997 καταγράφηκαν 6.707 κλοπές στη Θεσσαλονίκη, 1.019 στη Θράκη, 2.403 στη Δυτική Ελλάδα, 1.668 στη Θεσσαλία, 809 στα νησιά του Ιονίου, 2.114 στην Κρήτη, 533 στα νησιά του Αιγαίου, 3.121 στην Πελοπόννησο και 2.140 στη Στερεά Ελλάδα. Με άλλα λόγια, οι κλοπές τείνουν να μετεξελιχθούν σε μια σύγχρονη μάστιγα που έχει αγκαλιάσει ολόκληρη την ελληνική κοινωνία.


Το ίδιο όμως ­ και σε ακόμη πιο ανησυχητικό βαθμό ­ συμβαίνει και με τις ληστείες που παραμένουν κατ’ εξοχήν ελληνικό φαινόμενο εγκληματικής δράσης, αφού οι δράστες είναι κατά κύριο λόγο Ελληνες. Οι ληστείες και κυρίως οι ένοπλες ληστείες, αποτελούν μία από τις βασικές μορφές μετεξέλιξης του εγκλήματος στην Ελλάδα. Και αυτό γιατί σήμερα προϋποθέτουν ένα στοιχειώδες επίπεδο οργάνωσης, τη χρήση σύγχρονων τεχνικών μέσων και τη διασπορά ικανού οπλισμού. Η αύξηση των ληστειών όμως, που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια (μόνο το 1997 αυξήθηκαν περίπου 20% σε σχέση με το 1996), έχει σχέση και με μια σειρά άλλους παράγοντες.


Κατ’ αρχήν η «αστυνομική λογική» απέδιδε την αύξηση των ληστειών στα πλημμελή μέτρα φρούρησης των φυλακών. Εκτιμούσε ότι οι δράστες ήταν κατά κύριο λόγο δραπέτες των σωφρονιστικών καταστημάτων, κάτι που επιβεβαιωνόταν και από τις (όποιες) εξιχνιάσεις. Αργότερα, στη δεκαετία του 1980, η αύξηση του αριθμού των ένοπλων ληστειών αποδόθηκε στην απροθυμία των τραπεζών να λάβουν μέτρα φρούρησης και στον αυξημένο όγκο των χρημάτων που διακινούνταν καθημερινά με χρηματαποστολές στο κέντρο της Αθήνας.


* Τα νέα «άλλοθι»


Παρά τα μέτρα ενίσχυσης όμως των συστημάτων ασφαλείας των τραπεζών που ελήφθησαν, οι ληστείες εξακολουθούσαν να αυξάνονται. Τότε, ως διά μαγείας, ευρέθη ένα νέο «άλλοθι» ώστε να δικαιολογηθεί η αδυναμία αντιμετώπισης του φαινομένου που μοιάζει κατά πολύ με το σημερινό «άλλοθι» της «πράσινης κάρτας». Η αιτία για την αύξηση των ληστειών αναζητήθηκε στα μέτρα αποσυμφόρησης των φυλακών και στο καθεστώς χορήγησης αδειών στους κρατούμενους. Το ερώτημα όμως που ανέκυψε ήταν ποιος διευκόλυνε τη δράση των αδειούχων κρατουμένων οι οποίοι δεν διέθεταν ούτε τον χρόνο να οργανώσουν ένοπλες ληστείες αλλά ούτε και να εξεύρουν και τον αναγκαίο οπλισμό.


Ωσπου αποκαλύφθηκε ότι οι μόνοι που είχαν συμφέρον από την αύξηση του αριθμού των ληστειών ήταν μόνο οι ιδιωτικές εταιρείες παροχής προστασίας που αποτελούν το «αντίδοτο» της εποχής του εγκλήματος. Ισως αυτή είναι και η πλέον ανησυχητική εξέλιξη του φαινομένου ­ στον βαθμό βεβαίως που ευσταθούν οι υπόνοιες των αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ.


Υπάρχει όμως ακόμη μία αλήθεια γύρω από τις ληστείες, που πηγάζει από τη μελέτη των στατιστικών δεδομένων: έχουν απλωθεί σε ολόκληρη την Ελλάδα. Ετσι, για παράδειγμα, το 1997 καταγράφηκαν 1.276 ληστείες στην Αττική αλλά και 268 στη Θεσσαλονίκη, 119 στην Πελοπόννησο, 49 στη Στερεά Ελλάδα, 43 στην Κρήτη, 62 στην Κεντρική Μακεδονία, 17 στην Ηπειρο, 85 στη Δυτική Ελλάδα και 43 στη Θράκη. Η τάση, λοιπόν, δεν είναι αυξητική μόνο στην Αττική αλλά και στην επαρχία, στην οποία μεταφέρουν τη δράση τους όλο και περισσότεροι σύγχρονοι «νταβέληδες».


* Η υλικοτεχνική υποδομή


Αν ισχύει το δόγμα ότι η εγκληματικότητα είναι συνάρτηση της συμπεριφοράς των διωκτικών αρχών, τότε αυτό επιβεβαιώνεται πλήρως στην υπόθεση των ληστειών. Ετσι, αν και η ΕΛ.ΑΣ. δεν διαθέτει σώμα ντετέκτιβ ­ κάτι που συμβαίνει σε πολλές ξένες χώρες ­, εν τούτοις εμφανίζει ένα σχετικά υψηλό ποσοστό εξιχνιάσεων ληστειών.


Το ίδιο συμβαίνει και με τις ανθρωποκτονίες και με τους βιασμούς. Κατά τη διάρκεια του 1997 εξιχνιάστηκαν 596 ληστείες, ένας αριθμός αρκετά υψηλός αν ληφθεί υπόψη ότι το σύνολο των ληστειών ήταν 2.044. Την ίδια περίοδο εξιχνιάστηκαν 156 ανθρωποκτονίες, ενώ είχαν καταγραφεί 251 και συνελήφθησαν 104 βιαστές, τη στιγμή που οι βιασμοί ήταν 164. Η εξέλιξη αυτή, εκτός των άλλων, καταδεικνύει, πρώτον, ότι οι εγκληματικές αυτές πράξεις πραγματοποιούνται από έναν στενό, πλήρως ανιχνεύσιμο, κύκλο δραστών και, δεύτερον, ότι έχει αρχίσει να αποδίδει ο εκσυγχρονισμός της υλικοτεχνικής υποδομής της ΕΛΑΣ.


Είναι αλήθεια ότι στις ληστείες, αλλά κυρίως στις κλοπές, όπως και στην πορνεία επιδρούν και διαφορετικοί παράμετροι. Ετσι λοιπόν έχει διαπιστωθεί ότι για έναν ικανό αριθμό κλοπών δεν ευθύνονται μόνο οι αλλοδαποί αλλά και οι τοξικομανείς που μέσω αυτών αναζητούν έναν τρόπο εξασφάλισης της δόσης τους. Η εγκληματικότητα, δηλαδή, έχει μεταβληθεί σε ένα κουβάρι με πολύχρωμες και μπερδεμένες κλωστές.


Τα ναρκωτικά όμως, που έχουν εξαπλωθεί ευρέως, είναι ίσως η πλέον δυναμική μορφή του οργανωμένου εγκλήματος στην Ελλάδα. Το 1990 είχαν αποκαλυφθεί 2.331 υποθέσεις διακίνησης ναρκωτικών, ενώ το 1997 6.382, δηλαδή σχεδόν τριπλασιάστηκαν. Το 1997 οι υποθέσεις διακίνησης ναρκωτικών αυξήθηκαν δραματικά και σε σχέση με το 1996, οπότε είχαν καταγραφεί 4.695 υποθέσεις. Τα άτομα που κατηγορήθηκαν για εμπορία ναρκωτικών το 1990 ήταν 3.393, ενώ το 1997 ήταν 9.507. Δραματική ήταν η αύξηση και των ποσοτήτων των ναρκωτικών ουσιών που κατασχέθηκαν. Ετσι το 1990 κατασχέθηκαν 51,7 κιλά ηρωίνη και 33,4 κιλά κοκαΐνη, ενώ το 1997 125,9 κιλά ηρωίνη και 16,1 κιλά κοκαΐνη. Οι θάνατοι από ναρκωτικά το 1990 ήταν 66 ενώ το 1997 ήταν 213.


* Το εμπόριο «λευκού θανάτου»


Τι δείχνουν τα στοιχεία; Πρώτον, μια δυναμική αύξηση του φαινομένου, γεγονός που ερμηνεύεται και από τη δυναμική είσοδο στο εμπόριο του «λευκού θανάτου» τόσο των ρωσικής όσο και της αλβανικής μαφίας. Δεύτερον, ότι η Ελλάδα δεν αποτελεί μόνο ένα παραδοσιακό διαμετακομιστικό κέντρο εμπορίου ναρκωτικών αλλά και μια δυναμική αγορά στην οποία κάθε έτος τζιράρονται περίπου 500 δισ. δραχμές. Τρίτον, η Ελλάδα διαδραματίζει πλέον σοβαρό ρόλο και στο ξέπλυμα βρώμικου χρήματος. Αρκεί να ληφθεί υπόψη ότι αυτή τη στιγμή διερευνώνται πάνω από 20 περιπτώσεις.


* Οι «νονοί της νύχτας»


Είναι αλήθεια ότι το θέμα των ναρκωτικών δεν είναι μόνο κοινωνικό αλλά έχει άμεση σχέση και με την ποιοτική μετεξέλιξη του εγκλήματος στην Ελλάδα. Τα ναρκωτικά, όπως και οι «νονοί της νύχτας», αποτελούν τις δύο εκφράσεις του οργανωμένου εγκλήματος στη χώρα μας. Η διάσταση αυτή προσλαμβάνει ιδιαίτερη σημασία αν ληφθεί υπόψη ότι ουδείς μεγαλέμπορος ναρκωτικών ­ πλην ελαχίστων ίσως εξαιρέσεων ­ έχει συλληφθεί ως σήμερα. Ούτε βεβαίως έχουν συλληφθεί οι μεγαλονονοί της νύχτας, οι οποίοι, εκτός των άλλων, διατηρούν ισχυρές διασυνδέσεις στα Σώματα Ασφαλείας. Οι συλληφθέντες για εμπόριο ναρκωτικών είναι κυρίως «βαποράκια» ή, στην καλύτερη περίπτωση, απλοί μεταφορείς μεγάλων, κατά τα άλλα, ποσοτήτων ηρωίνης και κοκαΐνης. Οι ληστείες και οι εξηγήσεις της ΕΛ.ΑΣ. Από ποιους κινδυνεύουμε πραγματικά


ΑΝ ΥΙΟΘΕΤΟΥΣΑΜΕ την «αστυνομική λογική», τότε αβίαστα θα καταλήγαμε στο συμπέρασμα ότι για την έξαρση της εγκληματικότητας ή, πιο σωστά, της κοινωνικής βίας που παρατηρείται εσχάτως υπεύθυνοι είναι δύο υπουργοί της κυβερνήσεως. Ο πρώτος είναι ο υπουργός Εργασίας κ. Μ. Παπαϊωάννου, ο οποίος αποδεχόμενος την ιδέα του προκατόχου του κ. Ι. Σκουλαρίκη καθιέρωσε την «πράσινη κάρτα» νομιμοποιώντας τους αλλοδαπούς, και ο δεύτερος ο υπουργός Δικαιοσύνης κ. Ευ. Γιαννόπουλος, που καθυστερεί αδικαιολογήτως την εφαρμογή των κυβερνητικών αποφάσεων για τη σύσταση του Σώματος Φρούρησης Σωφρονιστικών Καταστημάτων και τον απεγκλωβισμό της ΕΛ.ΑΣ. από την επίδοση των δικογράφων ­ γεγονότα που θα είχαν ως αποτέλεσμα να απελευθερωθεί ένας ικανός αριθμός αστυνομικών οι οποίοι θα διατίθεντο στην αστυνόμευση.


Η «αστυνομική λογική», που κατά μια διαβολική σύμπτωση δεν επικροτείται από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Δημόσιας Τάξης, υποτάσσεται στην αντίληψη ότι «οι εγκληματίες εκμεταλλεύονται απλώς τις ευκαιρίες». Το σκεπτικό αυτό εμπεριέχει ψήγματα αλήθειας αλλά δεν ανταποκρίνεται στην κατάσταση που έχει διαμορφωθεί σήμερα στον τομέα της εγκληματικότητας, έστω και αν αποτελεί το μοναδικό σχεδόν επιχείρημα για την ερμηνεία της απότομης έξαρσης του φαινομένου. Γύρω όμως από αυτό το θέμα έχουν οικοδομηθεί πολλοί μύθοι και ελάχιστες αλήθειες.


Πράγματι, είναι αλήθεια ότι το 1997 κατεγράφη μια αύξηση των δεικτών της εγκληματικότητας συγκριτικά με το 1996. Η αύξηση αυτή διατηρείται και τους πρώτους μήνες του 1998, αν και ακόμη δεν υπάρχουν σαφή στατιστικά δεδομένα. Το Βιβλίο Συμβάντων όμως της ΕΛ.ΑΣ. είναι ενδεικτικό της τάσης που παρατηρείται. Ισως αυτό να είναι και μία από τις παραμέτρους που θορύβησαν την ηγεσία του υπουργείου Δημόσιας Τάξης που αναζητεί τρόπους κάλυψης του εγκληματικού ελλείμματος στην Ελλάδα, αξιοποιώντας παραδοσιακές μεθόδους αποτροπής, όπως είναι οι νυκτερινές περιπολίες και οι έφοδοι σε σπίτια υπόπτων, κυρίως αλλοπαδών.


Είναι μύθος όμως ότι οι μορφές της εγκληματικότητας που εμφανίζουν αυξημένους δείκτες το 1997 είναι καθοριστικοί. Και αυτό για δύο λόγους: Ο πρώτος είναι ότι οι δείκτες των εγκληματικών πράξεων που συγκεντρώνουν εσχάτως τους προβολείς της επικαιρότητας, κατά τη διάρκεια του 1997 εμφάνισαν κάμψη. Ο δεύτερος είναι ότι η συμμετοχή των αλλοδαπών στην εγκληματικότητα τα τελευταία χρόνια, αν και αυξήθηκε, εν τούτοις δεν είναι καθοριστική.


Θέλετε ορισμένα παραδείγματα; Λοιπόν, κατά τη διάρκεια του 1996 είχαν καταγραφεί 1.595 ληστείες ενώ το 1997 αυξήθηκαν σε 2.044. Κατά τη διάρκεια του 1997 πραγματοποιήθηκαν 75.027 κλοπές, ενώ το 1996 είχαν γίνει 80.516, δηλαδή μειώθηκαν κατά 5.500 περίπου. Αύξηση υπήρξε και στις ανθρωποκτονίες που από 169 που ήταν το 1996 έφθασαν τις 251 το 1997. Το 1997 μειώθηκαν δραστικά οι απάτες που σχετίζονται με τα ηλεκτρονικά παιχνίδια (από 7.487 υποθέσεις που καταγράφηκαν το 1996 μειώθηκαν σε 4.268 υποθέσεις το 1998), γεγονός που αποδίδεται στη νομιμοποίηση του τζόγου ενώ, όπως ήταν επακόλουθο, αυξήθηκαν σημαντικά οι υποθέσεις παραβιάσεων του νόμου περί ναρκωτικών.


Το ερώτημα που ανακύπτει είναι: η αύξηση που παρατηρείται σε ορισμένες εγκληματικές πράξεις δικαιολογεί την ανησυχία; Αναμφιβόλως, ναι. Μόνο που η ανησυχία αυτή θα έπρεπε να έχει ως αφετηρία της το πραγματικό εύρος του «εγκληματικού χάρτη», να αντανακλά την πραγματική διάσταση του φαινομένου της κοινωνικής βίας και να κατευθύνει σε κανάλια υπεύθυνης αντιμετώπισής της. Γιατί ο πραγματικός κίνδυνος για την Ελλάδα δεν προέρχεται από μια σχετική, έστω, αύξηση των δεικτών της εγκληματικότητας αλλά από την «ποιοτική μετεξέλιξη» του εγκλήματος ­ μια διάσταση που παραμένει συνήθως στην αφάνεια. Πόσο συμμετέχουν οι λαθρομετανάστες


ΕΙΝΑΙ μύθος ότι για την αύξηση της εγκληματικότητας στην Ελλάδα ευθύνονται αποκλειστικά και μόνον οι αλλοδαποί. Οι απόψεις που διατυπώνονται για τη δημιουργία «στρατοπέδων συγκέντρωσης για τους αλλοδαπούς», ώστε να προστατευθεί η δημόσια ασφάλεια, οι προτροπές για «τη δημιουργία ομάδων αυτοπροστασίας από τους αλλοδαπούς» και οι συνταγές για «επιτήρηση των συνόρων της εγκληματικότητας από ιδιωτικές εταιρείες προστασίας» όχι μόνο δεν έχουν πραγματική υπόσταση αλλά ευνοούν την ανάπτυξη φαινομένων ρατσισμού, τα οποία μάλιστα καταβάλλεται προσπάθεια να εκμεταλλευθούν διάφοροι κύκλοι που απεργάζονται πολιτικές λύσεις λεπενικού τύπου.


Η αλήθεια είναι ότι το ειδικό βάρος των αλλοδαπών στο σύνολο της εγκληματικότητας στην Ελλάδα διατηρείται ακόμη σχετικά χαμηλό. Θέλετε ορισμένα παραδείγματα; Το πρώτο εξάμηνο του 1996 οι έλληνες δράστες (στο σύνολο της εγκληματικότητας) ήταν 141.249 ενώ οι αλλοδαποί 4.717, ενώ το δεύτερο εξάμηνο του 1996 οι Ελληνες ήταν 111.355 και οι αλλοδαποί 5.372. Το πρώτο εξάμηνο του 1997 οι έλληνες δράστες υπερέβησαν τις 112.000, ενώ αντιθέτως παρατηρείται μια μείωση των αλλοδαπών. Βεβαίως, το δεύτερο εξάμηνο του 1997, όπως και το πρώτο τρίμηνο του 1998, οι εγκληματικές πράξεις με δράστες αλλοδαπούς έχουν αυξηθεί σημαντικά. Παρά ταύτα όμως το ειδικό βάρος των αλλοδαπών εξακολουθεί να παραμένει σε χαμηλά επίπεδα στο σύνολο της εγκληματικότητας. Εκτός τούτου δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι οι αλλοδαποί, παρά τις ρυθμίσεις για την «πράσινη κάρτα», εξακολουθούν να αστυνομεύονται.


Υπάρχει όμως ακόμη μία αλήθεια που συνδέεται με την εγκληματικότητα. Τα ρατσιστικού τύπου αναθέματα περί «μάστιγας των αλλοδαπών», που βρίσκουν πρόσφορο έδαφος και λόγω των υψηλών ποσοστών της ανεργίας, ευνοούν, εκτός των άλλων, και την ανάπτυξη των κοινωνικών φαινομένων της γκετοποίησης διαφόρων περιοχών. Ηδη, όπως δείχνουν μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί από διάφορους φορείς, περιοχές όπως το Μεταξουργείο, η πλατεία Βάθης και ο Κολωνός, τείνουν να μετατραπούν σε γκέτο. Είναι ίσως η πλέον οδυνηρή εξέλιξη.