Η Μάγκι και ο Μπρικ. Ο πατέρας. Τρία πρόσωπα, τρεις ρόλοι γραμμένοι από τον Τενεσί Ουίλιαμς, συνθέτουν ένα διαφορετικό τρίγωνο, το τρίγωνο της «Λυσσασμένης γάτας». Και οικογενειακό και ερωτικό. Το ζευγάρι, ο Μπρικ και η Μάγκι. Ο πατέρας και ο γιος. Ο πατέρας και η νύφη του. Ενα έργο με παρελθόν στη μεγάλη οθόνη (με χολιγουντιανές παραγωγές) και στο σανίδι. Στην αθηναϊκή εκδοχή του στο Εθνικό Θέατρο ο Ανδρέας Βουτσινάς υπογράφει μια παράσταση όπου ο ρεαλισμός εναλλάσσεται με μη ρεαλιστικά στοιχεία. Το αιώνιο παιχνίδι του έρωτα και του θανάτου, της απελπισίας και της ελπίδας, της γονιμότητας και της στειρότητας, της φιλίας και της οικογένειας. Ο αλκοολισμός και η ομοφυλοφιλία. Πολλά τα ερωτήματα που θέτει η «Λυσσασμένη γάτα» και αναπάντητα. Οπως συμβαίνει στα μεγάλα έργα.


Ο πατέρας – Αγγελος Αντωνόπουλος (Α.Α.), ο Μπρικ – Δάνης Κατρανίδης (Δ.Κ.) και η Μάγκι – Φιλαρέτη Κομνηνού (Φ.Κ.) στα παρασκήνια του Εθνικού Θεάτρου συζητούν για την παράσταση, τους ρόλους και τις επί σκηνής σχέσεις τους, το έργο, τον συγγραφέα και τον σκηνοθέτη, τη συνεργασία και την παρουσία τους στην πρώτη κρατική σκηνή της χώρας.


­ Πώς βιώνονται οι σχέσεις, οικογενειακές και ερωτικές, στη «Λυσσασμένη γάτα»;


Αγγελος Αντωνόπουλος: Η σχέση πατέρα και γιου είναι αρχετυπική. Μόνον που εδώ, με την υπογραφή του συγκεκριμένου συγγραφέα, η ανέλιξη των καταστάσεων είναι τέτοια ώστε δίνει πολλά ερεθίσματα στον ηθοποιό που θέλει να παίξει τον ρόλο. Η σχέση τόσο με τον γιο όσο και με τη γυναίκα του, τη μητέρα των γιων του, διαθέτει ιδιαιτερότητες. Ζουν ιδιαίτερες καταστάσεις αφού στην ατμόσφαιρα πλανώνται υποψίες. Και οι υποψίες καθορίζουν το έργο και την παράσταση».


Φιλαρέτη Κομνηνού: Στη σχέση της Μάγκι με τον Μπρικ τα πράγματα δεν είναι ξεκάθαρα. Το αν είναι ή όχι ο άνδρας της ομοφυλόφιλος είναι ασαφές από το ίδιο το έργο. Η ηθοποιός όμως που καλείται να παίξει τον ρόλο πρέπει να έχει ξεκαθαρίσει τα πράγματα μέσα της. Οπως όμως λέει και ο Αγγελος, η υποψία είναι καθοριστική. «Μου μπήκε η ιδέα» λέει σε κάποια στιγμή σχετικά με την ομοφυλοφιλία του Μπρικ. Και αυτό δεν μπορεί να την κάνει να ησυχάσει.


Δάνης Κατρανίδης: Δεν είναι τόσο η υποψία όσο το ότι μπήκε στη Μάγκι το μικρόβιο της ζήλειας. Και αυτό είναι που την οδήγησε να πλαγιάσει με τον φίλο του Μπρικ για να το διαπιστώσει η ίδια. Η σχέση του Μπρικ με τη Μάγκι δεν διέπεται μόνον από την ερωτική αποχή αλλά και από μια διάθεση εκείνου να την τιμωρήσει γι’ αυτό που έκανε με τον φίλο του.


­ Ο Μπρικ είναι αλκοολικός ενώ η υπόνοια της ομοφυλοφιλίας τον ακολουθεί. Πόσο σημαντικά είναι αυτά τα δύο στοιχεία στην απόδοση του ρόλου;


Δ.Κ.: Και τα δύο καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την ερμηνεία μου. Εξαρτάται από τη δοσολογία και πάντα σε συνεννόηση με τον σκηνοθέτη. Ζητούμενο πάντα είναι η σκηνική ισορροπία με όλους. Στην παράσταση δεν αντιμετωπίζεται ρεαλιστικά ο αλκοολισμός. Αρα ούτε και εγώ τον αντιμετωπίζω έτσι. Ο Βουτσινάς δίνει στον Μπρικ μια υπερκινητικότητα, κάτι που με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο. Οσο για την ομοφυλοφιλία, είναι κάτι που δεν αποδεικνύεται ούτε στο ίδιο το έργο. Για τον Μπρικ σημαντικότερο όλων ήταν η φιλία.


­ Ποια στοιχεία καθορίζουν τη Μάγκι ως ρόλο;


Φ.Κ.: Κατ’ αρχήν να πω ότι είναι ένας δύσκολος και σύνθετος ρόλος. Τίποτα στη Μάγκι δεν είναι ξεκάθαρο. Είναι μια γυναίκα που έχει ανάγκη να ξεσπάσει και συγχρόνως μια γυναίκα που συσσωρεύει την ενέργειά της γιατί έχει στόχο να κατακτήσει ξανά τον άνδρα της. Είναι σε αναβρασμό και ένταση. Ούτε την επίθεσή της μπορεί να οργανώσει απόλυτα ούτε την ψυχραιμία της να διατηρήσει. Δέχεται λεκτικά και σωματικά χαστούκια από τον άνδρα που θέλει, τον άνδρα της. Είναι περισσότερο απελπισμένη γάτα παρά λυσσασμένη. Ως ρόλος με πολλαπλό παρελθόν στον κινηματογράφο και στο θέατρο διεθνώς έχει δημιουργήσει στο κοινό φαντασιώσεις.


­ Και αυτό είναι κάτι που μπορεί να λειτουργήσει αρνητικά στην παράσταση;


Φ.Κ.: Οχι. Απλώς ίσως ο κόσμος να περιμένει να δει κάτι συγκεκριμένο από τη Μάγκι. Την ίδια στιγμή, όμως, κι αυτό θέλω να το πω, οι ρόλοι με παρελθόν είναι και πρόκληση για τον ηθοποιό. Η πρόκληση είναι επικίνδυνη.


Α.Α.: Είναι όμως καλό να αφήνεις τους θεατές να έρχονται στο θέατρο με τις δικές τους φαντασιώσεις, με τους μύθους τους.


Δ.Κ.: Εμένα με γοητεύει το γεγονός ότι ο θεατής μπορεί να έρθει και να συγκρίνει μια παράσταση με μια ταινία, έναν ηθοποιό με έναν άλλον ­ κι ας είναι και ο Πολ Νιούμαν. Το βρίσκω πολύ θετικό.


Α.Α.: Ολα αυτά είναι σπέρματα φαντασίωσης και τα χρειάζεται το θέατρο. Η υποψία του ομοφυλοφίλου ή η υποψία της «λυσσασμένης» γάτας είναι συν για μια παράσταση.


Δ.Κ.: Αλλωστε όλα αυτά είναι μνήμες του κοινού. Είναι θετικό να συναντηθούν η φαντασία και η ανάμνηση με την πραγματικότητα. Το έχω βιώσει και με το «Καμπαρέ» και με το «Αμαντέους». Και το έχω εισπράξει θετικά.


­ Εκτός από έργο σχέσεων, η «Λυσσασμένη γάτα» είναι και έργο συναισθημάτων, έστω και αν αυτά δεν είναι πάντα ξεκάθαρα.


Φ.Κ.: Υπάρχει κάτι το μετέωρο· στο ζευγάρι της Μάγκι με τον Μπρικ, του πατέρα με τη μητέρα, του άλλου αδελφού με τη γυναίκα του…


Δ.Κ.:… που προσπαθεί να αποδείξει μέσα από την τεκνοποιία ότι είναι ευτυχισμένο.


Φ.Κ.: Η Μάγκι, εκτός από την ερωτική επιθυμία για τον άνδρα της, θέλει να μείνει και έγκυος για να αποκτήσει τη θέση της μέσα στην οικογένεια…


Α.Α.:… αλλά και μέσα στην κληρονομιά. Ο πατέρας δεν είναι αποστασιοποιημένος. Είναι ένα πάσχον πρόσωπο που είναι συνεχώς παρόν. Τα ξέρει όλα και συμμετέχει σε όλα με τον δικό του τρόπο. Αλλοτε σαν πάτερ φαμίλιας και άλλοτε προσεγγίζοντας τα πάντα με πλήρη συναισθηματική φόρτιση.


Δ.Κ.: Και εδώ είναι που συνδέεται με τον γιο. Κανένας εκ των δύο δεν λέει τι πραγματικά νιώθει.


Α.Α.: Είναι μια εύστοχη αντιμετώπιση από τον συγγραφέα η σχέση πατέρα και γιου. Υπάρχει μεταξύ τους μια απόσταση. Δεν αγγίζονται, γι’ αυτό και οι στιγμές που επιτυγχάνεται η προσέγγιση είναι ξεχωριστές.


Φ.Κ.: Το λέει άλλωστε ο ίδιος ο Ουίλιαμς στον Καζάν σε κάποια γυρίσματα: «Αν μπορούσε ο ένας να εξομολογηθεί στον άλλον αυτό που σκέφτεται και αισθάνεται, τότε όλα θα ήταν λυμένα». Πρέπει να δημιουργηθεί στον θεατή η ανάγκη να πει: «Μα γιατί δεν κοιτά ο ένας τον άλλον στα μάτια, γιατί δεν λέει την αλήθεια;».


Α.Α.: Υπάρχει ένα διάλογος επ’ αυτού ανάμεσα στον πατέρα και στον γιο. Θέλουν να μιλήσουν. Πάντα στη ζωή τους υπάρχει ένα φράγμα που προσπαθούν να σπάσουν αλλά δεν τα καταφέρνουν.


Δ.Κ.: Καθοριστικό στοιχείο είναι και ο χρόνος της παράστασης, που είναι και ο πραγματικός χρόνος. Ολα γίνονται μέσα σε αυτές τις δύο ώρες.


­ Ο ρόλος του πατέρα δεν είναι καταλυτικός;


Φ.Κ.: Σαφώς και είναι.


Α.Α.: Γίνεται φορέας θανάτου.


Δ.Κ.: Ετσι όλοι αναγκάζονται να αλλάξουν.


­ Θεωρείτε, τέλος, την παρουσία σας στο Εθνικό απόδειξη ότι η πρώτη σκηνή της χώρας άνοιξε πράγματι τις πόρτες της;


Α.Α.: Αν είναι άνοιγμα το γεγονός ότι εμείς βρισκόμαστε στο Εθνικό, αυτό δεν θα το κρίνουμε εμείς.


Δ.Κ.: Για μένα είναι μια επιστροφή μετά από είκοσι χρόνια. Αλλά η εμπειρία από τις κρατικές σκηνές δεν μου λείπει. Εχω δουλέψει και στο Κρατικό της Θεσσαλονίκης.


Φ.Κ.: Για μένα το Εθνικό αποτελεί μια φυσική συνέχεια της πορείας μου στο Κρατικό Βορείου Ελλάδος επί 14 χρόνια. Μόνο δύο χρόνια δούλεψα στο ελεύθερο και να ‘μαι τώρα στο Εθνικό. Πιστεύω ότι δεν είναι γκέτο και ότι πρέπει να ανανεώνεται.