ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ κανείς τις μελέτες για τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης και τις πρακτικές υποδείξεις τους, διαπιστώνει ότι στην πλειονότητά τους έχουν δύο κοινά χαρακτηριστικά:


α) Εντονα κανονιστικό περιεχόμενο: το έργο τους ολοκληρώνεται όταν περιλαμβάνει προτάσεις για τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν, για τα προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπισθούν, για τον εκσυγχρονισμό που πρέπει να επέλθει, κλπ. πρέπει.


Θεωρούμε τις κανονιστικές προσταγές αυτού του είδους προϊόν ενός «εργαλειακού ορθολογισμού», σύμφωνα με τον οποίο η πραγματική δημόσια διοίκηση συγκρίνεται με μια ιδεατή, που δεν τίθεται ποτέ εν αμφιβόλω και εκείνη η οποία πάντοτε υπολείπεται είναι η πραγματική (δηλαδή η μόνη υπάρχουσα). Σε μια διαφοροποιημένη εκδοχή της ίδιας εργαλειακής αντίληψης «το σύστημα πάσχει εγγενώς και για αυτό πρέπει να καταβάλλουμε συνεχείς προσπάθειες για τη βελτίωσή του». Το αντίδοτο βρίσκεται σε ένα «πακέτο» σκοπών, στόχων, κατάλληλων μεθοδολογιών οργάνωσης και τεχνολογικών συστημάτων υποστήριξης των αποφάσεων που βασίζεται στην τεϊλορική λογική τού «one best way».


β) Ιεραρχικό (από πάνω προς τα κάτω) και κεντρικό / ολιστικό χαρακτήρα: τα «ιερατεία» (πολιτικά, επιστημονικά, διοικητικά) γνωρίζουν τι πρέπει να γίνει και εκπονούν τις σχετικές προσταγές και τις προδιαγραφές των μέτρων που πρέπει να ληφθούν για να μεταρρυθμιστεί το σύνολο των δημοσίων υπηρεσιών. Προκειμένου να επέλθουν τα αποτελέσματα σύντομα, να είναι διακριτά και σαφή, πρέπει οι προηγούμενες επιλογές να αποτυπωθούν σε κανονιστικές ρυθμίσεις και τα υποκείμενα εφαρμογής τους, δηλαδή μεταξύ άλλων και οι δημόσιοι υπάλληλοι, να τις εφαρμόσουν αδιαμαρτύρητα και αμέσως.


Η πολυπόθητη μεταρρύθμιση ωστόσο δεν επέρχεται ­ και οι αλλαγές που λαμβάνουν χώρα δεν προβλέπονται συνήθως στα μεταρρυθμιστικά προγράμματα. Σε περίπτωση αποτυχίας, η ευθύνη βαρύνει είτε εκείνους που σχεδίασαν τα σχετικά προγράμματα είτε εκείνους που δεν συναίνεσαν στην εφαρμογή τους και πάντως η μεθοδολογία κατάρτισής τους παραμένει στο απυρόβλητο. Η γνωσιοθεωρητική αδυναμία συγκαλύπτεται πίσω από την έννοια της «κρίσης». Η «βαθιά διοικητική κρίση» βαθαίνει όλο και περισσότερο όσο οι εμβριθείς αναλύσεις των ειδικών πέφτουν στο κενό.


Θεωρούμε ότι σήμερα βρισκόμαστε σε μια στιγμή όπου τόσο η προηγμένη θεωρητική προβληματική όσο και η ακολουθούμενη συναφής πρακτική έχουν αγγίξει τα όριά τους. Ολο και λιγότερο πείθουν οι «μεγάλες» μεταρρυθμίσεις που παραμένουν εξαγγελίες ή εκφυλίζονται στην πράξη σε διαχειριστικού χαρακτήρα μέτρα. Δυναμώνει αντίθετα η πεποίθηση ότι η μεταρρύθμιση συνιστά μια εξελικτική διαδικασία και ότι τα αποτελέσματά της παράγονται κάθε μέρα. Χωρίς να ομολογείται ευθέως, υπονοείται ότι η μεταρρύθμιση έχει ήδη αρχίσει ­ και τα αποτελέσματά της είναι κιόλας υπαρκτά αλλά το ζήτημα είναι ότι δεν είναι ορατά. Τούτο συμβαίνει επειδή δεν αντιλαμβανόμαστε τη δημόσια διοίκηση ως κοινωνικό σύστημα εντός του οποίου παράγονται νοήματα, διαμορφώνονται ρόλοι και καθορίζονται αντιδράσεις, αλλά ως εκτελεστικό μηχανισμό, ως «μηχανή» η οποία αποτελείται από ποικίλα εξαρτήματα και τα προβλήματά της συνίστανται στην ανεύρεση της κατάλληλης συνδεσμολογίας, με σκοπό την εύρυθμη λειτουργία της. Στη δική μας ανάγνωση η διοίκηση νοείται ως κοινωνικό υποσύστημα, το οποίο έχοντας την ιδιαίτερη λογική του δεν περιμένει από κάποιο άλλο να του υποδείξει τη δέουσα πορεία, αλλά γνωρίζοντας τον προσανατολισμό του αναπτύσσει προφανείς ή λανθάνουσες δράσεις και δημιουργεί κοινά επικοινωνιακά πεδία με τα υπόλοιπα.


Το θέμα δεν είναι λοιπόν να εφεύρουμε το σωστό περιεχόμενο της μεταρρύθμισης αλλά να ανακαλύψουμε αυτό που ήδη συντελείται και που μπορούμε να βρούμε αν σκεφθούμε ξανά, αν αναστοχασθούμε την καθημερινή πρακτική μας. Τι γίνεται λοιπόν; Γίνονται πολλές, αυτόνομες μεταξύ τους, προσπάθειες λειτουργικότερης διοίκησης, οργανωτικού εξορθολογισμού, οικονομικότερης διαχείρισης, ανάπτυξης συστημάτων προγραμματισμού, εγκατάστασης μηχανισμών ελέγχου, κλπ., οι οποίες λαμβάνουν ποικίλες μορφές και στέφονται με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία. Κοινός μεταξύ αυτών των προσπαθειών είναι ο προσανατολισμός τους στην ανάπτυξη ενός συστήματος λήψης αποφάσεων που θα επιτρέπει στη διοίκηση τη μέγιστη χειραφέτησή της από τα υπόλοιπα κοινωνικά υποσυστήματα. Τις δράσεις που επιχειρούνται τις γνωρίζουν οι άνθρωποι που μοχθούν στη δημόσια διοίκηση, εκείνοι οι οποίοι βρίσκουν λύσεις σε πείσμα των καθημερινών αντιξοοτήτων που προκαλούν οι κυκεωνικές διαδικασίες, οι οργανωτικοτεχνικές ελλείψεις και οι εδραιωμένες νομικιστικές αντιλήψεις. Αυτούς τους ανθρώπους πρέπει να τους αναζητήσουμε πέρα και έξω από τις παγιωμένες και άκαμπτες ιεραρχίες, να τους ξεχωρίσουμε και σε αυτούς να εμπιστευθούμε το βάρος της αναδιοργάνωσης.


Είναι επομένως σκόπιμη μια «επίθεση» ανάδειξης των θετικών και καλών που υπάρχουν στον χώρο της δημόσιας διοίκησης τόσο για την απαρχή μιας άλλης, δημιουργικής διοικητικής κουλτούρας όσο και για τη διάρρηξη του φαύλου κύκλου στον οποίο οδηγεί η αδιέξοδη κρισιολογία. Η λογική και πρακτική του διοικητικού αναστοχασμού έχει δύο οφέλη:


Το πρώτο είναι ότι κερδίζουμε μια γνώση, καλύτερα μια μετα-γνώση, που μας επιτρέπει να κατανοήσουμε γιατί καταλαβαίνουμε ό,τι καταλαβαίνουμε και γιατί δεν καταλαβαίνουμε ό,τι δεν καταλαβαίνουμε. Το δεύτερο είναι ότι επιτάσσει σε εκείνους που σκέφτονται σύμφωνα με τις αρχές του να πράττουν έτσι ώστε να αυξάνουν την απόσταση της διοίκησης από τα άλλα συστήματα και να συμβάλλουν στη διαφοροποίησή της, ενισχύοντας την αυτονομία αλλά και την ενσωμάτωσή της στο κοινωνικό γίγνεσθαι.


Ο δρ Παναγιώτης Καρκατσούλης είναι ειδικός επιστήμονας του υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης.