1 Από το τέλος του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου αρχίζει στην Ευρώπη η προσπάθεια δημιουργίας και ανάπτυξης διεθνών κοινοβουλευτικών Συνελεύσεων, με στόχο την ενίσχυση των δεσμών και της αλληλεγγύης ανάμεσα στα Κοινοβούλια και τους λαούς της Δυτικής Ευρώπης, την ενδυνάμωση των δημοκρατικών θεσμών, την κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων και των ανθρώπινων ελευθεριών και την εμπέδωση των αρχών του Κράτους δικαίου. Το όλο εγχείρημα εντασσόταν προφανώς και στην ιδεολογική και πολιτική αντιπαράθεση ανάμεσα στις Δημοκρατίες της Δύσης και τα συγκεντρωτικά καθεστώτα του Ανατολικού Συνασπισμού.


Η πρώτη και σημαντικότερη Ευρωπαϊκή Κοινοβουλευτική Συνέλευση υπήρξε το Συμβούλιο της Ευρώπης (ΣτΕ) που ιδρύθηκε το 1949 και στο οποίο η χώρα μας προσχώρησε τον ίδιο κιόλας χρόνο (για να αποβληθεί το 1968 και να επανέλθει οριστικά με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας το 1974). Ακολούθησε σχετικά γρήγορα, το 1955, η Βορειοαντλαντική Συνέλευση του ΝΑΤΟ (στην οποία ωστόσο ο αμυντικός προσανατολισμός δεν άφηνε πολλά περιθώρια για σοβαρές πολιτικές διεργασίες) και αργότερα ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη, ο ΟΑΣΕ (όπου για πρώτη φορά συμμετέχουν, δίπλα στους Ευρωπαίους, Αμερικανοί και Σοβιετικοί), η Δυτικοευρωπαϊκή Ενωση κ.ά. Ξεχωριστή, στον στενότερο κύκλο των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης που αποτελούν τον πυρήνα της Ευρώπης, είναι η σημασία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.


2 Η εξέλιξη της ευρωπαϊκής αυτής κοινοβουλευτικής δραστηριότητας σημαδεύεται διαχρονικά από την κατάρρευση του κομμουνιστικού κόσμου στα τέλη της δεκαετίας του ’80 που επέφερε και το τέλος του ψυχρού πολέμου. Η απρόσμενη αυτή πολιτική μεταβολή άλλαξε ριζικά τη φυσιογνωμία των ευρωπαϊκών κοινοβουλευτικών σωμάτων. Το ΣτΕ και ο ΟΑΣΕ άρχισαν να κατακλύζονται από αιτήσεις εισδοχής δεκάδων παλαιών και νεοϊδρυθέντων Κρατών που ανέκτησαν, ή απέκτησαν για πρώτη φορά, την ανεξαρτησία τους και διψούσαν για προσχώρηση στους διεθνείς δημοκρατικούς κοινοβουλευτικούς Οργανισμούς, ώστε να διαδηλώσουν την οριστική αποκόλλησή τους από το προηγούμενο καθεστώς και την επιθυμία τους για άμεσο ριζικό εκδημοκρατισμό.


Ο γράφων, που υπήρξε τακτικό και ενεργό μέλος της Συνέλευσης και της Επιτροπής ανθρωπίνων δικαιωμάτων και νομικών υποθέσεων του ΣτΕ στην κρίσιμη περίοδο από το 1990 ως το 1995, έζησε από κοντά την πρωτοφανή χιονοστιβάδα που μετέβαλε το ΣτΕ και τον ΟΑΣΕ ­ τελευταία δε και την Κοινοβουλευτική Συνέλευση της Ατλαντικής Συμμαχίας στην οποία μετέχει επικεφαλής των βουλευτών της Βουλής μας ­ σε τεράστιες πλατφόρμες υποδοχής των νέων Κρατών (το ΣτΕ αριθμεί σήμερα 40 μέλη και ο ΟΑΣΕ 55).


Τα στενά πλαίσια του παρόντος μού επιβάλλουν, αποφεύγοντας ακόμη και πολύ χρήσιμες εξειδικεύσεις, να περιορισθώ σε δύο γενικές παρατηρήσεις:


* Τούτη την ώρα στην Ευρώπη σημειώνεται μια πρωτοφανής ενοποιητική κοσμογονία.


* Το κρίσιμο ζήτημα που έχει τεθεί και γύρω από το οποίο έχει αρχίσει μεγάλη ιδεολογική αντιπαράθεση μεταξύ συντηρητικών και προοδευτικών κοινοβουλευτικών δυνάμεων είναι αν θα γίνει ή όχι κάποια έκπτωση από τις θεμελιώδεις αρχές της πολιτικής Δημοκρατίας ώστε να καταστεί δυνατή η συμμετοχή όσο το δυνατόν περισσότερων Κοινοβουλίων ή αν, αντίθετα, θα πρέπει από την πρώτη στιγμή να σφυρηλατηθεί η αντίληψη για αυστηρή διαφύλαξη των δημοκρατικών θεσμών και για προοδευτική εμβάθυνσή τους στις αρχές της κοινωνικής αλληλεγγύης και της οικονομικής Δημοκρατίας, με τον συστηματικό πολιτικό και δικαστικό ακόμη έλεγχο παλαιών (όπως λ.χ. η Τουρκία) και νέων μελών.


3 Πολλά συζητούνται και τεκταίνονται, ένα πάντως είναι βέβαιο. Οι ευρωπαϊκές κοινοβουλευτικές Συνελεύσεις, με τις Ολομέλειες και τις πολυπληθείς Επιτροπές τους, με τις δημόσιες συζητήσεις και τα Ψηφίσματά τους, με τις έρευνες και τα πορίσματά τους, έχουν μεταβληθεί σε ένα μεγάλο πολιτικό χωνευτήρι, όπου αναπτύσσονται, αντιπαρατίθενται και διασταυρώνονται ιδέες και προτάσεις, αιτήματα και διεκδικήσεις και όπου διαμορφώνονται και αναπτύσσονται μεγάλα πολιτικά ρεύματα που ασκούν άμεσα ή, συνηθέστερα, έμμεσα τεράστια επιρροή στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης και την πολιτική πραγματικότητα της εποχής μας. Στο πλαίσιο και τα περιθώριά τους αναπτύσσεται, ολοένα και πυκνότερα, αυτό που αποκάλεσα κοινοβουλευτική διπλωματία. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της θα μπορούσαν σχηματικά να ορισθούν με τον ακόλουθο τρόπο:


α) Η κοινοβουλευτική διπλωματία ασκείται από βουλευτές, διακομματικά οριζόμενους από τις εθνικές Βουλές, και όχι από διπλωμάτες, με φυσικό επακόλουθο να είναι πολυφωνική, πιο ελεύθερη ή, ορθότερα, λιγότερο δέσμια από την κρατική λογική και τις εφήμερες σκοπιμότητές της, την περίφημη raison d’ Etat που κυριαρχεί στο πεδίο της κλασικής διπλωματίας.


β) Κατά την άσκησή της οι βουλευτές έρχονται σε στενή επαφή με τους συναδέλφους τους από πολλές άλλες χώρες, πληροφορούνται από πρώτο χέρι τις απόψεις και τις συνήθειές τους και εξοικειώνονται με αυτές, όπως και με τους θεσμούς και τις διαφορετικές πρακτικές των χωρών τους που τις συγκρίνουν με τις δικές τους. Ολα αυτά αμβλύνουν τις αντιθέσεις, προωθούν τις συνθέσεις και ενισχύουν τη συνεργασία, την ομοιογενοποίηση και ­ γιατί όχι ­ τη διάθεση για αλληλεγγύη και συναδέλφωση.


Ακόμη, πρακτικότερα, οι εθνικές διεκδικήσεις και ιδιαιτερότητες, τα εθνικά θέματα κάθε χώρας, δοκιμάζονται στο ομαδικό καμίνι της κοινοβουλευτικής διαλεκτικής, με αποτέλεσμα να γίνεται εύκολα αντιληπτό τι «περνάει», τι «μπορεί να περάσει» και τι είναι «αδύνατον να γίνει κατανοητό ή ανεκτό» από τη μεγάλη πλειονότητα των συναδέλφων.


γ) Η συμμετοχή των εθνικών βουλευτών στις διάφορες φάσεις της κοινοβουλευτικής διπλωματίας απαλύνει γρήγορα και τις μεταξύ τους κομματικές αντιθέσεις. Είναι χαρακτηριστικό, λ.χ., ότι οι έλληνες βουλευτές σε όλα αυτά τα διεθνή κοινοβουλευτικά fora βρήκαμε πάντα, χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, τον κοινό κάθε φορά παρονομαστή και χαράξαμε την επιβαλλόμενη σε κάθε κρίσιμη περίπτωση κοινή μας στάση και πορεία με γνώμονα τη ρεαλιστική αντίληψη του συμφέροντος της χώρας μας και την αποτελεσματική προώθησή του.


Εξίσου χαρακτηριστική είναι η πάγια, όσο και γόνιμη, αδελφική συνεργασία μεταξύ ελλήνων και ελληνοκυπρίων βουλευτών.


δ) Βέβαια η διπλωματία των βουλευτών έχει να κερδίσει πολλά από την ελεύθερη, πλην ιδιαίτερη χρήσιμη σε πληροφοριακό και τεχνικό επίπεδο, συνεργασία των κοινοβουλευτικών αντιπροσωπειών με τις Διευθύνσεις του Υπουργείου των Εξωτερικών και τις επί τόπου Πρεσβευτικές και Προξενικές αρχές.


4 Οι διεθνείς κοινοβουλευτικές Συνελεύσεις δεν έχουν βέβαια, όπως είναι φυσικό, εκτελεστική δραστικότητα. Η φαινομενική αυτή έλλειψη αποτελεσματικότητας, ας μην παρασύρει ωστόσο κανέναν στον εύκολο δρόμο της αγέρωχης παραγνώρισης ή της περιφρονητικής κριτικής εις βάρος τους. Ολοι θυμόμαστε ­ με θυμηδία σήμερα, με αγανάκτηση τότε ­ τον κακόβουλο χουντικό χαρακτηρισμό του ΣτΕ ως του Καφενείου της Ευρώπης! Και όμως η Χούντα υπέστη μέγα ηθικό και πολιτικό πλήγμα από τον στιγματισμό και την τελική αποβολή της από τον μεγάλο αυτόν ευρωπαϊκό Οργανισμό.


Αξίζει να σημειωθεί ότι εκεί κυρίως ­ όπως και στον ΟΑΣΕ, αλλά και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ­ στηλιτεύεται κατ’ εξακολούθησιν επί σειράν ετών με τον πιο καίριο τρόπο η Τουρκία. Η στρατιωτική εισβολή και η παρατεινόμενη κατοχή μεγάλου μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο σφαγιασμός του κουρδικού λαού, η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των τούρκων πολιτών, η συστηματική χρήση των βασανιστηρίων ως τρέχουσας καθημερινής αστυνομικής πρακτικής, η περιφρόνηση των αρχών του Κράτους δικαίου κ.ά. έχουν μεταβληθεί σε διαρκώς επανερχόμενα κεφάλαια κατηγορητηρίου εναντίον της Τουρκίας και της αναχρονιστικής εξωτερικής και εσωτερικής της πολιτικής. Παρά την τεράστια και γενναιόδωρη προσπάθεια της γείτονος για επιφανειακή βελτίωση της εικόνας της και την ένοχη συμπαράστασή της από κάποιους ισχυρούς, η Τουρκία έχει επανειλημμένα καταδικασθεί στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση, την Επιτροπή κατά των βασανιστηρίων και το Δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης. Αρκετές φορές η τουρκική αντιπροσωπεία βρέθηκε εντελώς απομονωμένη, αναγκάστηκε δε ακόμη και να αποχωρήσει από την αίθουσα της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης μετά την ομόφωνη καταδίκη της χώρας τους από όλες ανεξαίρετα τις άλλες ευρωπαϊκές κοινοβουλευτικές αντιπροσωπείες (λ.χ. στην εαρινή Σύνοδο του ΣτΕ τον Μάιο του 1994 στη Βαρσοβία).


Η προϊούσα απώλεια κάθε δημοκρατικής αξιοπιστίας, με την πολλαπλώς τεκμηριωθείσα στους διεθνείς κοινοβουλευτικούς Οργανισμούς εμμονή της Τουρκίας στην περιφρόνηση όλων των αξιών που συγκροτούν τον σύγχρονο ευρωπαϊκό πολιτισμό, εμπέδωσε σε πανευρωπαϊκό επίπεδο την πεποίθηση ότι η χώρα αυτή δεν έχει θέση στον πυρήνα της Ευρώπης. Οι πρόσφατες εντελώς αρνητικές για τη γειτονική χώρα αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ­ όπως η άρνηση συμπερίληψής της ως υποψήφιας χώρας στην ΕΕ, η απρόσκοπτη έναρξη των διαπραγματεύσεων για την ένταξη της Κύπρου και η υιοθέτηση των ελληνικών όρων από τους 15 ­ έχουν ασφαλώς την αφετηρία τους στις «μακρόσυρτες» συζητήσεις και τα «μη εκτελεστά» ψηφίσματα των ευρωπαϊκών κοινοβουλευτικών Οργανισμών για ολόκληρες δεκαετίες.


5 Στην Ελληνική Βουλή ­ τα τελευταία ιδίως χρόνια από το 1990 και δώθε, αλλά και παλαιότερα ­ οι διαδοχικοί Πρόεδροι του Σώματος έχουν πλήρως κατανοήσει και πρακτικά βοηθήσει στην άνετη συμμετοχή των βουλευτών μας στους ευρωπαϊκούς Οργανισμούς. Δυστυχώς, το εκλογικό σύστημα της σταυροδοσίας ­ μοναδικό στην Ευρώπη ­ δεν επιτρέπει στους έλληνες βουλευτές να ασχοληθούν συστηματικότερα με την κοινοβουλευτική διπλωματία, στην οποία απερίσπαστοι διαπρέπουν οι σκανδιναβοί, γερμανοί και ισπανοί κυρίως συνάδελφοί τους.


Ο κ. Χρήστος Ροκόφυλλος είναι βουλευτής και πρώην υπουργός.