Ο περιπατητής της στέπας


Ο Αντρέι Μακίν είναι Ρώσος, ένας πραγματικός, ρομαντικός Ρώσος. Με γενειάδα, ρωσική προφορά, βλέμμα γαλήνιο και μια ζεστή γλυκύτητα να φωτίζει τα λεπτά χαρακτηριστικά του προσώπου του που προσπαθούν να κρύψουν την έμφυτη απαισιοδοξία του και τη γνήσια ρωσική μοιρολατρία. Εχει έντονη την αίσθηση της μεταφυσικής και αυτός είναι ο τρόπος που βιώνει τη λογοτεχνία: καταδύεται στα βάθη της και αφήνεται να τον παρασύρει η δίνη της. Ο Μακίν θυμίζει ήρωα του Ντοστογέφσκι: ρώσος, εξόριστος, μοναχικός, φτωχός, άγνωστος, που ξαφνικά παίρνει το βραβείο Goncourt. Ιδανικό πρόσωπο για μυθοποίηση.


Ηταν δέκα η ώρα το βράδυ όταν χτύπησε το τηλέφωνο στο σπίτι του Αντρέι Μακίν, ένα μικρό διαμέρισμα μόλις 12 τετραγωνικών μέτρων, στη Μονμάρτρη, στο Παρίσι. Εκείνη την ώρα ο Μακίν πριόνιζε ξύλα για να κατασκευάσει ένα τραπέζι. Στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν η Simone Gallimard, από τον ομώνυμο οίκο: «Το χειρόγραφό σας γίνεται δεκτό», ακούστηκε η φωνή της. Μέσα στην πιο βαθιά ευτυχία του ο Μακίν ήταν αδύνατον εκείνη τη στιγμή να φαντασθεί ότι αυτό το περίφημο χειρόγραφο του μυθιστορήματός του «Η κληρονομιά», που είχε κάνει τον γύρο όλων των εκδοτικών οίκων του Παρισιού, θα του χάριζε το 1995, οκτώ χρόνια μετά την άφιξή του στο Παρίσι, τρία βραβεία: το μεγαλύτερο γαλλικό λογοτεχνικό βραβείο, της Ακαδημίας Goncourt, το βραβείο Medicis (το οποίο μοιράστηκε με τον Βασίλη Αλεξάκη), καθώς και το βραβείο Goncourt deς Lyceens, που απονέμεται από μαθητές λυκείων όλης της Γαλλίας, γεγονός που για πρώτη φορά συνέβαινε στην ιστορία των γαλλικών γραμμάτων.


Ο Μακίν ωστόσο εξακολουθεί να διατηρεί την ψυχραιμία του ­ ακατανόητη ίσως για τους περισσοτέρους. Τα εκατομμύρια που του απέφεραν τα βραβεία τον αφήνουν αδιάφορο. Ως τότε ήταν ένας άπατρις, άγνωστος και πάμπτωχος συγγραφέας που ζούσε μέσα στο νεκροταφείο του Pere Lachaise, φιλοδοξώντας να βρει εκδότη για τα γραπτά του. Σήμερα έχει γαλλικό διαβατήριο και κανένα οικονομικό πρόβλημα. Συνεχίζει, παρ’ όλα αυτά, να κατοικεί στο ίδιο ισόγειο διαμέρισμα με τη μικρή αυλή και την κλαίουσα ιτιά, με τους ασοβάτιστους πέτρινους τοίχους και τα ελάχιστα έπιπλα που κατασκεύασε μόνος του, ατάραχος, σαν να μην έχει αλλάξει απολύτως τίποτα στην ιδιόρρυθμη ζωή του.



Ο Μακίν από πολύ μικρός ονειρευόταν τη Γαλλία. Μόνο που η γκραβούρα του 19ου αιώνα που βρίσκεται κρεμασμένη στον τοίχο του σπιτιού του, με θέμα το γεύμα που προσφέρθηκε στους φτωχούς κατά την κηδεία του τσάρου, θυμίζει τη χώρα που αρνήθηκε. Τίποτα στην ατμόσφαιρα δεν παραπέμπει στο Παρίσι του 20ού αιώνα αλλά στη Ρωσία έναν αιώνα πριν.


Το μυθιστόρημα στην ουσία είναι αυτοβιογραφικό. Η γιαγιά Σαρλότ ­ είχε πάει με τα πόδια από το Παρίσι στη Ρωσία ­ είναι μια μαγική φιγούρα στα μάτια του μικρού Αντρέι που ψάχνει την ταυτότητά του, διχασμένος ανάμεσα σε δύο ακραία διαφορετικούς κόσμους. Η γοητευτική, ονειρική Γαλλία της μπελ επόκ, terra incognita, ξετυλίσσεται μέσα από τις αφηγήσεις της γιαγιάς: οι δαντέλες, τα αρώματα, τα λικέρ σε ασημένιο τάσι, ο Προυστ, η Σάρα Μπερνάρ. Ο μικρός Αντρέι προσπαθεί να κατανοήσει τον γαλλικό τρόπο σκέψης: «Μήπως όλη αυτή η εκζήτηση πηγάζει από τον έρωτα;.. Γιατί όλοι οι δρόμοι της Ατλαντίδας έμοιαζαν να συναντιούνται στη Χώρα της Τρυφερότητας», αναρωτιέται. Και από την άλλη, η Ρωσία της επανάστασης με τα κομματιασμένα σώματα των νεκρών, το λευκό ψύχος, τη βότκα και το σαμοβάρι πάντα να σιγοβράζει. Και ύστερα ο θάνατος της γιαγιάς που ανατρέπει τα πάντα με την τραγική αποκάλυψη της κληρονομιάς.


Ο Μακίν γνωρίζει καλά πώς να υποβάλλει τον αναγνώστη. Βυθίζει απλώς την πένα του στις παιδικές του μνήμες και ανασύρει τη μυρωδιά του παιδικού του ονείρου. Επειτα ακροβατεί ανάμεσα στον ρεαλισμό και στην ευαισθησία της ποίησης. Παντρεύει τον προσωπικό μύθο με την Ιστορία, με γλώσσα που διαθέτει την πλαστικότητα του φιδιού και γλιστράει στα μονοπάτια της κλασικής λογοτεχνίας. Και όλα αυτά με την αθώα άγνοια ενός παιδιού που χάνεται στον κόσμο των παιδικών ζωγραφιών του.


Γεννημένος στις 10 Σεπτεμβρίου 1957 στο Κρασνογιάσκ, μια μικρή κουκκίδα στην απέραντη Σιβηρία, στα βόρεια της Μογγολίας, ο Αντρέι Μακίν μεγάλωσε με την αγάπη για τη Γαλλία που του ενέπνευσε η γαλλικής καταγωγής γιαγιά του Σαρλότ. «Το να ζούμε κοντά στη γιαγιά μας ήταν σαν να ζούσαμε αλλού», γράφει στην «Κληρονομιά» ο Μακίν. Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες και τα κιτρινισμένα αποκόμματα από τις εφημερίδες που βρίσκονταν καλά φυλαγμένα στη «σιβηριανή» βαλίτσα στο σπίτι της γιαγιάς, στη μακρινή Σαράνζα, ζωντάνευαν τα λόγια της και τα μεταμόρφωναν σε εικόνες. Ετσι έβλεπε τη ζωή μέσα από δύο διαφορετικά βλέμματα: «Πίστευα πως μπορούσα να εξηγήσω αυτό το διπλό βλέμμα επειδή μιλούσα δύο γλώσσες: όταν συλλάβιζα στα ρωσικά τη λέξη «τσά-ρος», ένας σκληρός τύραννος ορθωνόταν μπροστά μου. Η λέξη «τσάρος» στα γαλλικά όμως ήταν γεμάτη φως, ήχους, αέρα, λαμπερούς πολυελαίους, γυμνούς γυναικείους ώμους, ανακατεμένα αρώματα ­ ήταν γεμάτη από τον αμίμητο αέρα της Ατλαντίδας μας. Κατάλαβα πως έπρεπε να κρύψω το άλλο βλέμμα, γιατί μόνο κοροϊδίες προκαλούσε», αναφέρει στο βιβλίο του ο Μακίν. Ο τρόπος που ονειρευόταν την ευρωπαϊκή αυτή χώρα, η οποία είχε προσλάβει μυθικές διαστάσεις στο μυαλό του, ήταν σχεδόν λογοτεχνικός. Τώρα που ζει στη Γαλλία βλέπει τους Γάλλους «σαν πρόσωπα του Μπαλζάκ και του Μπερνανός». (Να κολάκεψε άραγε τον σοβινισμό των μελών της Ακαδημίας Goncourt η μυθοποίηση της χώρας τους;).


Φθάνοντας το 1987 στο Παρίσι άρχισε να περιπλανάται στους δρόμους. Ολα του φαίνονταν οικεία. Εκείνο που περισσότερο του προκαλούσε εντύπωση ήταν ότι τα βλέμματα και τα χαμόγελα ήταν διαφορετικά. Στη Ρωσία οι δρόμοι είχαν μια μονοτονία. Η γιορταστική όψη του Παρισιού του φάνηκε παράξενη. Σε μια έκλαμψη κατάλαβε την ψυχή του Παρισιού.


Καθηγητής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας, με ειδικότητα στην παγκόσμια λογοτεχνία, έγραφε παράλληλα σε μηνιαία λογοτεχνικά περιοδικά. Οταν ήλθε στη Γαλλία, άρχισε να διδάσκει ρωσικά. Στη φωνή του διακρινόταν μια ελαφρά ξενική προφορά. Ολα τα γραπτά του όμως ήταν σε τέλεια γαλλικά. Πίστευε ότι θα μπορούσε να εκδώσει τα βιβλία του. Κανένας εκδότης ωστόσο δεν αναλάμβανε να εκδώσει τα βιβλία ενός Ρώσου, έστω και αν ήταν γραμμένα σε άψογα γαλλικά. Στην πραγματικότητα αυτό δεν μπορούσαν να το διαπιστώσουν αφού τα χειρόγραφα επιστρέφονταν ανέγγιχτα. Τα σημάδια που έβαζε στις σελίδες τους ο Μακίν αποδείκνυαν ότι δεν είχαν αξιωθεί ούτε ένα βλέμμα από αυτούς τους «αγριάνθρωπους» ­ έτσι αποκαλεί ο ίδιος τους εκδότες.


Αναγκάζεται να επινοήσει κάποιο τέχνασμα: έναν ανύπαρκτο μεταφραστή. Στα εξώφυλλα των δύο πρώτων βιβλίων του «La fille d’ un heros de l’ Union Sovietique» (Robert Laffont, 1990) και «La confession d’ un porte-drapeau dechu» (Belfond, 1992) αναγραφόταν το όνομα Αλμπέρ Λεμονιέ ως μεταφραστή. Το επίθετο Λεμονιέ ήταν του προπάππου του, ο οποίος ήταν γιατρός και είχε εγκατασταθεί στη Σιβηρία στα τέλη του προηγούμενου αιώνα. Το μικρό του όνομα ήταν Νορμπέρ. Στο συμβόλαιο αναφερόταν ότι ο εκδοτικός οίκος θα κατέβαλλε ποσοστό 2% ως δικαιώματα στον μεταφραστή. Οταν η Εθνική Βιβλιοθήκη τού ζήτησε τη διεύθυνση του μεταφραστή, ο Μακίν τούς έδωσε μια ψεύτικη. Κάποια στιγμή μοιραία η αλήθεια αποκαλύφθηκε. Το επόμενο βιβλίο του «Au temps du fleuve amour» εκδόθηκε από τον οίκο «Felin» χωρίς όνομα μεταφραστή.


Σήμερα ο Μακίν συνεχίζει να γράφει σε παγκάκια. Οπως παλαιότερα οι «στανίκοι», θρήσκοι, πλάνητες νομάδες που περιπλανιόνταν στην ύπαιθρο αναζητώντας την αρμονία με το Σύμπαν, έτσι και ο Μακίν ταξιδεύει μόνος του με ένα σακίδιο στις πεδιάδες της γαλλικής επαρχίας, που του θυμίζουν τις αχανείς στέπες της πατρίδας του. Για να είναι σίγουρος ότι δεν θα συναντήσει κανέναν, περνάει από τα χωριά ξημερώματα, προτού ακόμη χαράξει. «Υπάρχει κάτι μαγικό να μπαίνεις στα χωριά την ώρα εκείνη», λέει. «Ο φούρνος, το φαρμακείο, το κουρείο ξαφνικά μοιάζουν πολύ παράξενα. Εξω από την πόλη βλέπεις τα πράγματα διαφορετικά. Το παιδί καθώς μεγαλώνει μαθαίνει να είναι τυφλό, να μη βλέπει το ουσιώδες. Εγώ ακολουθώ τον αντίστροφο δρόμο».