Μυστήρια στον Βόσπορο


Ο Ορχάν Παμούκ θεωρείται πλέον μια από τις κορυφαίες μορφές της τουρκικής λογοτεχνίας. Τα πέντε μυθιστορήματά του έχουν μεταφραστεί σε 15 γλώσσες, ενώ στην Τουρκία ο λόγος του προκαλεί κραδασμούς. Πειρατικές εκδόσεις των βιβλίων του πωλούνται σε πάγκους στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης. Η δράση του υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων προσελκύει τα τηλεοπτικά συνεργεία. Και κάθε πρωί δημοσιεύεται στις εφημερίδες η γνώμη του για τον νέο πρωθυπουργό ή για την απειλή ενός στρατιωτικού πραξικοπήματος.


Οι απόψεις του ξεσηκώνουν θύελλες. Οι τούρκοι διανοούμενοι που πρόσκεινται στο δόγμα του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ (λαϊκό κράτος) τον κατηγορούν ότι παίζει με τη θρησκεία. Οι ισλαμιστές τον κατηγορούν για βλασφημία και οι παλαιοί αριστερόφρονες ότι τους πρόδωσε ­ ο ίδιος υπήρξε μαρξιστής. Κάποιος τούρκος αρθρογράφος έγραψε: «Είναι ένας συγγραφέας μπεστ σέλερ. Τώρα πουλάει την πατρίδα του».


Οικειοποιούμενος την τεχνική του ευρωπαϊκού μυθιστορήματος για να εξερευνήσει το περίπλοκο οθωμανικό παρελθόν της χώρας του και τον θρησκευτικό εξτρεμισμό, που πιθανόν να είναι το μέλλον της, ο 44χρονος σήμερα Παμούκ κατόρθωσε να δρέψει τις δάφνες μιας διεθνούς φήμης, ενώ οι κριτικοί τον συγκρίνουν με τον Καλβίνο, τον Εκο, τον Μπόρχες και τον Μαρκές. Το τελευταίο μυθιστόρημά του «Η νέα ζωή», που κυκλοφόρησε πρόσφατα στην Αμερική από τον οίκο Farrar, Straus & Giroux, υμνήθηκε από τους κριτικούς για τη «μεταμοντέρνα μεταφυσική» του, τον «μαγνητικό λόγο» και τις «αναγεννησιακές φωτοσκιάσεις» του.



Σε ηλικία 22 χρόνων ο Ορχάν Παμούκ κλειδώθηκε στην κρεβατοκάμαρά του και έμεινε εκεί επί οκτώ ολόκληρα έτη. Κάθε τρία χρόνια η μητέρα του άνοιγε την πόρτα και του έλεγε να κάνει αίτηση στην ιατρική σχολή. Εις απάντησιν, εκείνος έκοβε από ένα βιβλίο πορτρέτα του Τολστόι και του Ντοστογέφσκι και τα κρεμούσε στον τοίχο. Προσωπικότητα ιδιόρρυθμη και φύση ιδιαίτερα μοναχική, αρνιόταν να αντιμετωπίσει τη ζωή αφού και εκείνη «αρνιόταν» τον ίδιο: τα γραπτά του παρέμεναν ανέκδοτα επί χρόνια ­ είχε παρατήσει τις σπουδές του στην αρχιτεκτονική σχολή για να αφοσιωθεί με μια σχεδόν απελπισμένη μονομανία στη συγγραφή. Το «σκοτάδι» αυτής της εποχής εμφανίζεται στον λόγο του Παμούκ σαν ένας μακρύς φορμαλιστικός «Γολγοθάς».


Το «Μαύρο βιβλίο», ένα μυθιστόρημα που αγοράστηκε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο στην ιστορία των τουρκικών εκδόσεων, έχει τη γοητεία μιας λογοτεχνίας απόμακρης, καθόλου οικείας. Ο δαιδαλώδης αφηγηματικός ιστός, περίπλοκος σαν της αράχνης, αποτελείται από «χίλιες και μία» ιστορίες που εισχωρούν η μία μέσα στην άλλη, τόσο πυκνά υφασμένες που έχουν τη δύναμη να παρασύρουν τον αναγνώστη σε μια περιπέτεια νου και ψυχής γεμάτη από το μυστήριο του αγνώστου και τη γοητεία της αποκάλυψης.


Η ιστορία τοποθετείται στην Κωνσταντινούπολη του τέλους της δεκαετίας του ’70 και αυτή η γεμάτη αντιφάσεις πόλη μοιάζει να είναι η πραγματική πρωταγωνίστρια. Η ταύτιση με τον κεντρικό ήρωα, τον Γκαλίπ, δικηγόρο ειδικευμένο στην υπεράσπιση πολιτικών κρατουμένων, που αναζητά τη σύζυγο και εξαδέλφη του Ρουγιά η οποία τον εγκατέλειψε ξαφνικά χωρίς φανερό λόγο αφήνοντάς του ένα ασαφές σημείωμα και μύρια αναπάντητα ερωτήματα, λειτουργεί καταλυτικά για τη σχέση του βιβλίου με τον αναγνώστη. Το «μάτι» του θεατή παρακολουθεί με αγωνία το βλέμμα του ήρωα που προσπαθεί να ανακαλύψει τα ίχνη της αγαπημένης του Ρουγιά (είναι άραγε τυχαίο πως στα τουρκικά Ρουγιά σημαίνει όνειρο;). Μια άλλη εξαφάνιση, αυτή του Τζελάλ, ετεροθαλή αδελφού της Ρουγιά, σπουδαίου αρθρογράφου, τα κείμενα του οποίου διαβάζει καθημερινά ο Γκαλίπ στην εφημερίδα «Μιλιέτ» ­ και μαζί του και ο αναγνώστης ­, έρχεται να προσθέσει και άλλο μυστήριο στην ήδη περιπεπλεγμένη για τον ήρωα – ντετέκτιβ υπόθεση.


Οι περιπλανήσεις του, μέσα στις κρύες, χιονισμένες, χειμωνιάτικες νύχτες, σε μισοφωτισμένους δρόμους και σκοτεινές κινηματογραφικές αίθουσες, σε κακόφημα νάιτ κλαμπ και θλιβερές συνοικίες της πόλης, αφήνουν την αίσθηση ότι όλα μοιάζουν με ένα καλά σκηνοθετημένο από κάποια άγνωστη δύναμη ­ τη μοίρα ίσως; ­ μαυρόασπρο φιλμ νουάρ, όπου όμως ο ήρωάς του δεν μιλάει τη γλώσσα του Φίλιπ Μάρλοου ούτε φοράει το χαμηλωμένο ως τα μάτια καπέλο του. Απλώς, είναι ένας ερωτευμένος, ακόμη μετά από 25 χρόνια, τρυφερός σύζυγος που αναπάντεχα βρέθηκε στο κενό της ανεξήγητης εγκατάλειψης, τα σημάδια της οποίας έμειναν πάνω στο γαλάζιο πάπλωμα που σκέπαζε τον τελευταίο ύπνο της Ρουγιά.


Την ίδια στιγμή ο Γκαλίπ μοιάζει να αναζητά τη δική του ταυτότητα, έναν σιωπηλά κρυμμένο εαυτό, σπέρματα του οποίου ανακαλύπτει στα άρθρα του μεσόκοπου μοναχικού Τζελάλ που θαυμάζει από παιδί, ώσπου θα πάρει τη θέση του, θα υποδυθεί εκείνον, μια πλαστοπροσωπία ασυνείδητη (η αναμέτρηση με τα όριά του) όσο και συνειδητή (πρέπει με κάθε θυσία να μάθει πού βρίσκονται η Ρουγιά και ο Τζελάλ). Το πρώτο άρθρο που θα γράψει ο Γκαλίπ, υπογράφοντάς το με το όνομα του Τζελάλ, είναι ένα παθιασμένο ερωτικό γράμμα προς τη Ρουγιά.


Ο λόγος χειμαρρώδης, η ροή του ακολουθεί την άλλοτε λογική και άλλοτε ασύνδετη συνειρμική σκέψη, αυτή που προκαλείται από το παραλήρημα του πανικού. Δεν είναι παρά η αποτύπωση της πληθωρικής φύσης – σκέψης του συγγραφέα που βγήκε από το σκοτάδι του δωματίου του και ξεχύθηκε έξω στο φως με έναν τρόπο εκφοράς βίαιο, ασθματικό, σίγουρα πηγαίο, ποιητικό και αναμφισβήτητα βαρύνοντα και σημαντικό (ύφος που μεταφέρεται αναλλοίωτο στη μετάφραση).


Για τη συγγραφή ο Παμούκ αρνήθηκε μια λαμπρή καριέρα μηχανικού, όπως όλοι προσδοκούσαν αφού υπήρχε οικογενειακή παράδοση. Ο παππούς του, από την πλευρά του πατέρα του, όπως και ο πατέρας και οι θείοι του, ήταν πολιτικός μηχανικός και πλούτισε τη δεκαετία του ’20, όταν η νέα τότε λαϊκή κυβέρνηση αποφάσισε να επενδύσει χρήματα στο σιδηροδρομικό δίκτυο. Η οικογένεια του Παμούκ ανήκει στην τουρκική γαλλοτραφή υψηλή μπουρζουαζία. Αυτός και ο μεγαλύτερος αδελφός του Sevket φοίτησαν στο αγγλόφωνο Robert College. Η αμερικανίδα μυθιστοριογράφος Maureen Freely, που γνώριζε τον Παμούκ από το γυμνάσιο, λέει χαρακτηριστικά γι’ αυτόν: «Στο σχολείο ήταν ένα καλός Οθωμανός. Αλλά έπειτα χάθηκε μια βίδα από το κεφάλι του».


Δύο χρόνια μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1980 εκδόθηκε το πρώτο μυθιστόρημά του «Ο Τσεβντέτ μπέης και τα παιδιά του» σημειώνοντας τεράστια επιτυχία. Το δεύτερο, με τίτλο «Το σπίτι της σιωπής» (μετάφραση Παναγιώτης Αμπατζής, εκδόσεις Πατάκη, 1994), πέρασε τα σύνορα της Τουρκίας. Η διεθνής αναγνώριση ήρθε με το τρίτο του μυθιστόρημα «Το λευκό κάστρο (μετάφραση Ανθή Καρρά, εκδόσεις Ροδαμός, 1991). Το τελευταίο του μυθιστόρημα «Η νέα ζωή» αναφέρεται στην ιστορία ενός φοιτητή που μεταμορφώνεται διαβάζοντας ένα βιβλίο.


Η καθημερινή ζωή του Παμούκ δίπλα στην ιστοριογράφο σύζυγό του Αϊλίν είναι απογυμνωμένη από οποιοδήποτε κοινωνικό γεγονός. Οι τούρκοι διανοούμενοι χαρακτηρίζουν τη γραφή του ιδιαιτέρως «λόγια» και οι κριτικοί σημειώνουν ότι ο λόγος του είναι «στεγνός, εγκεφαλικός, καθόλου χυμώδης» καθώς και ότι «πηγή έμπνευσής του είναι περισσότερο η λογοτεχνία παρά η ζωή». Εκείνος γράφει ακατάπαυστα από το πρωί ως το βράδυ, επτά ημέρες την εβδομάδα, αισθάνεται μάλιστα υπερήφανος να λέει ότι εργάζεται ως «γραφιάς» και στενοχωρείται αφάνταστα αν περάσει μία ημέρα χωρίς να γράψει. «Οσο πιο άδεια είναι η ζωή τόσο πιο ουσιώδης είναι. Τα γεγονότα σκοτώνουν τη φαντασία», ανταπαντά ο Παμούκ και έχει ήδη έτοιμους τους τίτλους των επόμενων οκτώ μυθιστορημάτων που θα ήθελε να γράψει.