Ενα εκατομμύριο δολάρια σε προκαταβολές για έναν πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα είναι κάτι που αγγίζει τα όρια της υστερίας. Η επιτυχία της 37χρονης Ινδής Αρουντάτι Ρόι, μια επιτυχία που ξεκίνησε από τη Βρετανία και εξαπλώθηκε ως επιδημία (το βιβλίο μεταφράζεται σε 16 γλώσσες σε 19 χώρες), έχει προκαλέσει τόσο την περιέργεια όσο και τη ζήλεια των λογοτεχνικών κύκλων της πατρίδας της. Μόνο ο Σάλμαν Ρούσντι, με τον φετφά της θανατικής καταδίκης πάνω από το κεφάλι του, μπορεί να συγκριθεί μαζί της στο ύψος των προκαταβολών επί των δικαιωμάτων. Ποια είναι η Αρουντάτι Ρόι; Εριστική, ανατρεπτική, απρόβλεπτη, βρέθηκε από τη μια μέρα στην άλλη στα διεθνή λογοτεχνικά σαλόνια. Οταν της επεσήμαναν ότι εισάγει πολύ απότομα τον αναγνώστη στις ιδιαιτερότητες της ινδικής κοινωνίας και ίσως θα έπρεπε να εξηγεί κάποια πράγματα που είναι ξένα, απάντησε: «Ξένα για ποιον; Ζήτησα ποτέ εγώ από τον Απντάικ να μου εξηγήσει τους αμερικανισμούς του;». Και όταν της είπαν, σε μια συνέντευξη Τύπου στο ξενοδοχείο της στο Σόχο του Λονδίνου, ότι ρέπει προς τον εξωτισμό, απάντησε δείχνοντας με το χέρι γύρω της: «Για μένα ΑΥΤΟ είναι εξωτικό». «Το Βήμα» την εντόπισε σε ξενοδοχείο του Βερολίνου, λίγες μέρες μετά την απονομή του βραβείου Booker, και είχε μια τηλεφωνική επικοινωνία μαζί της.


­ Πώς αντέδρασαν στην πατρίδα σας;


«Δεν έχω γυρίσει ακόμη πίσω μετά την απονομή του Booker. Αλλά από ό,τι μου είπε ένας φίλος μου, κάνουν σαν να πήραμε το Παγκόσμιο Κύπελλο στο ποδόσφαιρο».


­ Στην Ινδία, ως σύζυγος ενός γνωστού σκηνοθέτη, είχατε προκαλέσει πικρόχολα σχόλια στον Τύπο για σενάρια που είχατε γράψει και δηλώσεις που είχατε κάνει. Τώρα αισθάνεστε δικαιωμένη;


«Κατά κάποιον τρόπο δικαιώθηκα. Οταν άρχισαν να φθάνουν στην Ινδία τα νέα για τις εκδόσεις του βιβλίου στο εξωτερικό, όλοι έλεγαν «δεν θα είναι κανένα σπουδαίο βιβλίο, ένα φθηνό μπεστ σέλερ θα είναι»· και αργότερα όταν εκδόθηκε στην Ινδία πάλι τα ίδια έλεγαν, αλλά όταν πήρε το εγκυρότερο βρετανικό βραβείο, ξεχείλισε ο ενθουσιασμός. Δεν μπορώ να πω ότι δεν με υποστήριξαν· κάποιες ακραίες αντιδράσεις υπήρξαν μόνο, όπως αυτή του ανθρώπου που μου έκανε μήνυση για προσβολή των χρηστών ηθών. Στη Δύση, όμως, αρέσκονται να τονίζουν αυτές τις λεπτομέρειες».


­ Κατηγορηθήκατε, πάντως, για δυτικότροπη ματιά στην ινδική παράδοση και παραχωρήσεις στο δυτικό γούστο.


«Στην Ινδία, ό,τι και αν κάνεις, θα βρεθούν κάποιοι που θα το πουν αυτό. Αν δεν πετύχεις, λένε ότι είσαι ένας αποτυχημένος έξω από τη χώρα σου· και αν πετύχεις, σε κατηγορούν για δυτική στροφή. Η μόνη απάντηση που έχω να δώσω είναι «κοιτάξτε τους αριθμούς των πωλήσεων στην Ινδία»».


­ Γράφτηκε ότι πουλήθηκαν 25.000 αντίτυπα σε τρεις μήνες, τη στιγμή που η τιμή του βιβλίου ισοδυναμεί με τρία μεροκάματα στην Ινδία και τα αγγλικά είναι μία από τις 18 επίσημες γλώσσες.


«Αυτό που ξέρω είναι ότι το βιβλίο πούλησε τα περισσότερα αντίτυπα στην Ινδία από οποιοδήποτε άλλο μυθιστόρημα στο παρελθόν. Θέλω να πω ότι δεν είναι μόνο οι ξένοι που το αγοράζουν αλλά και οι Ινδοί».


­ Θα λέγατε, τότε, ότι εκπροσωπείτε το «νέο αίμα» στην Ινδία;


«Δεν θα ήθελα ποτέ να εκπροσωπώ τίποτε περισσότερο από τον εαυτό μου. Ούτε θα ήθελα να είμαι τόσο σημαντική ή να προσπαθώ να γίνω».


­ Στην Ελλάδα συζητάμε πολύ τη θέση μιας τοπικής λογοτεχνίας στη διεθνή κοινότητα αναγνωστών. Εσείς πώς καταφέρατε να γράψετε ένα βιβλίο για την ινδική κοινωνία με παγκόσμια απήχηση;


«Πραγματικά δεν ξέρω. Κανένας δεν μπορεί να ξέρει πώς λειτουργούν αυτά τα πράγματα. Είναι σαν να λέμε γιατί έχει επιτυχία αυτό το τραγούδι και όχι το άλλο. Κάποιοι κάνουν αναλύσεις και ψάχνουν να βρουν τις αιτίες, αλλά δεν νομίζω ότι μπορείς να φτιάξεις κανόνα και να τον έχεις ως πρότυπο. Δεν υπάρχει πρότυπο, που να μπορείς να το επαναλάβεις και να έχεις το ίδιο αποτέλεσμα».


­ Οπότε ούτε εσείς μπορείτε να το επαναλάβετε.


«Δεν νομίζω ότι μπορώ. Δεν ξέρω καν αν θα γράψω στο μέλλον».


­ Εχετε γνώσεις αρχιτεκτονικής και, όπως γράφτηκε, είναι ευδιάκριτη μια αρχιτεκτονική δομή στο βιβλίο σας. Είχατε μια κατασκευή κατά νου;


«Στην αρχή, όχι. Για δύο χρόνια έγραφα χωρίς να γνωρίζω πού οδηγούμαι. Σιγά σιγά, όμως, άρχισα να βλέπω το σύνολο και μετά από δύο χρόνια που έγραφα καθημερινά, μπορούσα να φτιάξω την κατασκευή. Ξαφνικά, είδα ότι όλα έμπαιναν στη θέση τους. Μου πήρε άλλα δυόμισι χρόνια για να ολοκληρώσω το βιβλίο μου. Εγραφα καθημερινά αλλά δεν προχωρούσα γρήγορα. Μερικές μέρες έγραφα μόνο λίγες σειρές. Δεν άλλαξα πολλά πράγματα στη συνέχεια ούτε διόρθωσα ιδιαίτερα τα γραπτά μου. Φαίνεται ότι όλη η επεξεργασία γινόταν στο μυαλό μου, προτού γράψω. Μερικές φορές έγραφα τρεις προτάσεις και σταματούσα. Δεν έσβηνα προηγούμενες γραφές αλλά καθώς είχα πλέον μια πολύ σύνθετη δομή, πήγαινα διαρκώς μπρος – πίσω. Εριχνα ένα σπόρο κάπου, μετά φύτευα κάτι άλλο πιο πέρα, μετά έβλεπα πάλι πίσω».


­ Προφανώς, γράφετε σε κομπιούτερ.


«Ναι. Δεν θα μπορούσα να το είχα γράψει χωρίς κομπιούτερ!».


­ Διακρίνετε κάποια κοινά χαρακτηριστικά στους ινδούς συγγραφείς που διακρίθηκαν στη Δύση;


«Κατ’ αρχήν, γράφουν όλοι στα αγγλικά, όπως κι εγώ. Κατά τα άλλα, όμως, θα έλεγα ότι είναι εκπληκτικό το πόσο διαφέρουν μεταξύ τους. Επειτα, είναι όλοι άντρες, ο Βίκραμ Σεθ, ο Σάλμαν Ρούσντι, ο Μάικλ Οντάατζε (από την Κεϋλάνη), ο Βίκραμ Τσάντρα και άλλοι».


­ Ποιες είναι οι λογοτεχνικές επιδράσεις σας; Εχετε επαφή με τη δυτική λογοτεχνία;


«Αν εννοείτε ποιους συγγραφείς θαυμάζω, θα έλεγα τον Τζόις και τον Ναμπόκοφ, και ακόμη την Τόνι Μόρισον και τον Μάικλ Οντάατζε. Γενικά, είμαι εξοικειωμένη με τη δυτική λογοτεχνία αλλά δεν έχω διαβάσει και τόσο πολλά βιβλία».


­ Νομίζετε ότι δεν χρειάζεται να έχει διαβάσει κανείς πολύ για να γράψει;


«Σίγουρα ωφελεί να έχεις διαβάσει πολλούς συγγραφείς, υπάρχουν τόσα σημαντικά έργα για να αντλήσεις παραδείγματα».


­ Εσείς, τυπικά, δεν είχατε τις προδιαγραφές για να γράψετε ένα διεθνές μπεστ σέλερ. Δεν κάνατε κλασικές σπουδές ούτε διαβάζατε πολύ.


«Οχι, πραγματικά. Θα έλεγα ότι η μεγαλύτερη διαφορά μου με τους άλλους ινδούς συγγραφείς, που έγιναν διάσημοι στη Δύση, είναι ότι εγώ δεν σπούδασα στο εξωτερικό, στο Κέιμπριτζ ή στην Οξφόρδη ή σε αμερικανικό πανεπιστήμιο. Ολοι οι άλλοι, μηδενός εξαιρουμένου, έχουν πολύ καλές σπουδές στη Δύση».


­ Ταξιδέψατε μήπως;


«Καθόλου. Πήγα για έξι μήνες στην Ιταλία για να σπουδάσω αρχιτεκτονική, αλλά εκτός από αυτό δεν είχα πάει πουθενά αλλού».


­ Παρ’ όλα αυτά, βρήκατε κώδικα επικοινωνίας με το αναγνωστικό κοινό σε όλο τον κόσμο.


«Μα δεν χρειάζεται να ταξιδεύεις σε πολλά μέρη, μπορείς να κάνεις το αντίθετο: να σκάβεις βαθιά σε ένα μέρος».


­ Σας ενθάρρυνε κάποιος για να ξεκινήσετε το μυθιστόρημα;


«Κανένας δεν με ενθάρρυνε, ούτε είχα τόση εμπιστοσύνη στον εαυτό μου. Φοβόμουν πάντα ότι το βιβλίο μου δεν θα εκδοθεί όταν τελειώσει ή ότι θα το εκδώσει κάποιος μικρός εκδοτικός οίκος και θα το διαβάσουν ελάχιστοι άνθρωποι».


­ Συναντάτε συγγραφείς; Συχνάζετε σε λογοτεχνικούς κύκλους;


«Οχι, γιατί κανένας από τους γνωστούς ινδούς συγγραφείς δεν ζει στην Ινδία. Ολοι ζουν στο εξωτερικό».


­ Τι θα κάνετε τώρα; Θα μείνετε στο Νέο Δελχί;


«Δεν ξέρω καθόλου τι θα κάνω, αλλά σίγουρα θα μείνω στο Νέο Δελχί. Ολοι μου οι φίλοι εκεί μένουν».


­ Τελικά, ποιος είναι ο θεός των μικρών πραγμάτων;


«Ο θεός των μικρών πραγμάτων είναι η ανάποδη πλευρά αυτού που νομίζουμε ότι είναι ο Θεός. Οι άνθρωποι πιστεύουν ότι ο Θεός είναι κάτι πολύ μεγάλο, έχουν στο μυαλό τους έναν Θεό εξουσιαστή, ενώ ο θεός των μικρών πραγμάτων δεν έχει εξουσία. Είναι η φύση, η γη, τα καθημερινά πράγματα, όλα αυτά που ενώνονται και συναντούν την Ιστορία».


Το μυθιστόρημα της Αρουντάτι Ρόι «Ο θεός των μικρών πραγμάτων» σε ελληνική μετάφραση κυκλοφόρησε στις 3 Νοεμβρίου, από τις εκδόσεις Ψυχογιός.