Ο Ζαν – Φιλίπ Τουσέν δεν είναι άγνωστος στην Ελλάδα. Το βιβλίο του «Το λουτρό» κυκλοφόρησε το 1990 από τις εκδόσεις Εστία. Στη Γαλλία (είναι Βέλγος) θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της γενιάς του (μόλις συμπλήρωσε τα 40) και ανήκει στο φυτώριο των εκδόσεων Minuit, οι οποίες πρέπει να πούμε ότι έχουν παρουσιάσει πολλούς ταλαντούχους συγγραφείς, την Ντιράς και τον Μπέκετ πριν από μερικά χρόνια, πιο πρόσφατα τους Jean Rouaud, Jean Echenoz, Eric Chenillard, Marie N’diaye ή ακόμη από τους νεότερους τον Emmanuel Adely που διάλεξε να ζήσει στην Ελλάδα και που το πρώτο του μυθιστόρημα «Οι Κρεμάστρες» θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Εξάντας. Ολοι αυτοί οι συγγραφείς έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό (όπως ανέφερα και στο άρθρο μου στο «Βήμα» της 20ής Απριλίου 1997 για το σύγχρονο γαλλικό μυθιστόρημα), την αγάπη τους για τη γαλλική γλώσσα, την οποία χειρίζονται με θαυμαστό τρόπο. Αναδεικνύουν την ομορφιά της, βάζοντας τέλος στο μαρτύριο που για χρόνια της επέβαλε το Νέο Μυθιστόρημα (Nouveau Roman).


Το τελευταίο μυθιστόρημα του Ζ. Φ. Τουσέν, «Η Τηλεόραση», ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Από τις πρώτες αράδες ο συγγραφέας δίνει το στίγμα: «σταμάτησα να κοιτάζω τηλεόραση, σταμάτησα μεμιάς, οριστικά, ούτε μια εκπομπή, ούτε αθλητικά. Σταμάτησα πριν από έξι μήνες, στα τέλη Ιουλίου, αμέσως μετά τον τερματισμό του (ποδηλατικού) Γύρου της Γαλλίας. Κοίταξα όπως όλος ο κόσμος την αναμετάδοση της τελευταίας ημέρας του Γύρου της Γαλλίας, στο διαμέρισμά μου στο Βερολίνο. Ηρεμα. Την ημέρα του τερματισμού στα Ηλύσια Πεδία με αποκορύφωμα την τελική κούρσα στην οποία νίκησε ο Ουζμπέκος Αμπντουζαπαρού, ύστερα σηκώθηκα και έκλεισα τη συσκευή. Ξαναβλέπω ακριβώς την κίνηση που έκανα τότε, μια κίνηση πολύ απλή, πολύ άνετη, που είχα ήδη επαναλάβει χίλιες φορές, το μπράτσο μου τεντώνεται και το δάχτυλο πιέζει τον διακόπτη, η εικόνα διαρρηγνύεται και χάνεται από την οθόνη. Αυτό ήταν, δεν ξανακοίταξα τηλεόραση». Και αν ο αφηγητής μας σταμάτησε μια μέρα να κοιτάζει τηλεόραση, είναι κατ’ αρχήν για να γράψει ένα δοκίμιο γύρω από τις σχέσεις της εξουσίας με την τέχνη, στον 16ο αιώνα στην Ιταλία, με αφορμή ένα συμβολικό επεισόδιο της ζωής του Τισιανού: κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης του Καρόλου Ε’, ο ζωγράφος είχε αφήσει να του πέσει ένα πινέλο και ο αυτοκράτορας το μάζεψε από κάτω και του το έδωσε. Για να γράψει λοιπόν αυτό το δοκίμιο πήρε μιαν υποτροφία για το Βερολίνο.


Αν δεν κοιτάζει όμως πια τηλεόραση, και ενώ μας περιγράφει την κατάσταση στέρησης στην οποία βρίσκεται, αυτό δεν σημαίνει ότι γράφει. Βρίσκει όλες τις πιθανές δικαιολογίες για να μην αναγνωρίσει ότι έχει «κολλήσει»: είναι καλοκαίρι, κάνει ζέστη, οι γείτονες του ζήτησαν να τους ποτίζει τα λουλούδια, το γυμνό κορίτσι στο απέναντι παράθυρο είναι όμορφο, πηγαίνει για μπάνιο στην πισίνα ή στη λίμνη της πόλης· τρώει στο εστιατόριο. Με λίγα λόγια «λουφάρει». Προσοχή όμως: «Οταν λέω τίποτε, εννοώ ­ μας λέει ­ να μην κάνω τίποτε το απερίσκεπτο ή το αναγκαστικό, να μην κάνω τίποτε από όσα επιβάλλει η συνήθεια ή η οκνηρία. Οταν λέω τίποτε, εννοώ να μην κάνω παρά ουσιαστικά πράγματα, δηλαδή να σκέφτομαι, να διαβάζω, να ακούω μουσική, να κάνω έρωτα, να κάνω περιπάτους, να πηγαίνω στην πισίνα, να μαζεύω μανιτάρια. Να μην κάνω τίποτε, αντίθετα με την κοινή αντίληψη, απαιτεί μέθοδο και πειθαρχία, ευρύτητα πνεύματος και συγκέντρωση».


Μας δουλεύει! Η αλήθεια είναι τελείως διαφορετική. Επινοεί προσχήματα για να μη σκέφτεται το σύνδρομο στέρησης που του προκαλεί αυτή η σκοτεινή οθόνη, η οποία αν φωτιζόταν θα έκανε να ξεπηδήσει αμέσως όλη η ακατάσχετη φλυαρία του κόσμου από τον οποίο είναι, όπως όλοι μας, εξαρτημένος. «Ενα από τα χαρακτηριστικά της τηλεόρασης ­ αναγνωρίζει ­ είναι πως μας κάνει να πιστεύουμε ότι θα μπορούσε να συμβεί κάτι πιο συγκλονιστικό και πιο απρόσμενο από όσα συμβαίνουν στη ζωή». Ενώ όμως πολλαπλασιάζει τα τεχνάσματα για να γεμίσει τον χρόνο, προσπαθεί συγχρόνως να εξορκίσει την κακή μοίρα, δηλαδή την αδυναμία του να γράψει. Γιατί το βιβλίο του Τουσέν είναι ένα θαυμαστό βιβλίο πάνω στην πράξη της γραφής, την αργή κύηση που αυτή προϋποθέτει, όλες τις μικρές μανίες, τις αναστολές και την τεμπελιά, η οποία ­ σύμφωνα με τον συγγραφέα ­ εμπεριέχεται στην καλλιτεχνική δημιουργία. Το να σκέφτεται τα πράγματα, μας λέει με μια δόση ανεντιμότητας, του προσφέρει μιαν απόλυτη ηδονή που παρόμοιά της δεν αισθάνεται ποτέ κατά την πραγμάτωση.


Ο Τουσέν έχει θράσος! Με την άνεσή του κατατεμαχίζει τον μυθιστορηματικό του άξονα σε μυριάδες μικροσκοπικά κέντρα βάρους για να διασκεδάσει με τις χίλιες λεπτές και βαθιές πτυχές της ζωής. Και μέσα σε αυτή τη ζωή που ξετυλίγεται περιστρέφει το γρήγορο βλέμμα του, το περιφέρει πάνω στην ύλη με μιαν αισθησιακή αδιαφορία που κάνει αυτό το βιβλίο ανάλαφρο, ηδυπαθές, ειρωνικό, αλλά πάντα βαθυστόχαστο, γραμμένο σε μια γλώσσα ευλύγιστη σαν γάτα. Ενα βιβλίο που, στη Γαλλία, η κριτική το επαίνεσε ομόφωνα. Ακόμη και εκείνοι που ήταν προκατειλημμένοι ­ πάντα υπάρχουν τέτοιοι ­ παραδόθηκαν, συγκινημένοι. Ο Τουσέν είναι μεγάλος τεχνίτης της μικροσκοπικής εποποιίας. Με την «Τηλεόρασή» του μας χαρίζει 270 σελίδες απολαυστική ανάγνωση.


* Το μυθιστόρημα του Ζαν Φιλίπ Τουσέν «Η τηλεόραση» θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά από τις εκδόσεις Νέα Σύνορα Α.Α. Λιβάνη στις αρχές του 1998.


Η κυρία Κατρίν Βελισσάρη είναι διευθύντρια του Κέντρου Λογοτεχνικής Μετάφρασης του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών.