Για τον Ζαν Ζενέ διαθέτουμε τη βιογραφία του που έγραψε ο γάλλος φιλόσοφος Jean – Paul Sartre με τον τίτλο: «Αγιος Ζενέ. Κωμωδός και μάρτυρας», 1952 (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Εξαντας), αλλά για τον βιεννέζο φιλόσοφο και επιστημολόγο έπρεπε να περιμένουμε λίγους μήνες πριν από τον θάνατό του (το 1994) να αποκτήσουμε μια πλήρη εικόνα της ζωής του ως υποβάθρου της σκέψης του και των ιδεών του. Εχουμε στη διάθεσή μας την ίδια την αυτοβιογραφία του. Οποιος τη διαβάσει θα αισθανθεί να ανεβαίνει ένας κόμπος στον λαιμό του. Το ίδιο συνέβη και με εμένα.


Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα λογοτεχνικό κείμενο του οποίου η αρτιότητα είναι πλήρης και αναμφισβήτητη, ενώ ταυτόχρονα διαπιστώνει κανείς ότι η ζωή και η σκέψη είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, που δεν είναι άλλο από την αντίσταση απέναντι στον θάνατο και την επιβεβαίωση και επιβράβευση της ζωής. Ο Feyerabend αντλεί της θεωρητικές δυνάμεις του, για να διαπιστώσει το περίφημο επιστημολογικό του πρόγραμμα με τον τίτλο: «όλα επιτρέπονται» (anything goes), από τις βιωματικές του εμπειρίες της εφηβείας και του πολέμου. Γεννήθηκε το 1924 στη Βιέννη και έζησε ως το 1951 στα ταραγμένα χρόνια μιας εποχής που στρεφόταν εναντίον του ίδιου του εαυτού της. Ο ίδιος υπήρξε θύμα αυτών των καταστάσεων. Γύρισε το 1948 στη Βιέννη ανάπηρος από το μέτωπο, αλλά γεμάτος φλόγα και πάθος για τη ζωή.


Το επιστημονικό έργο του Feyerabend και η ζωή του είναι πράγματα που δεν μπορεί να διαχωρισθούν. Οι πνευματικοί κύκλοι της κοινωνίας μας γνωρίζουν τα δύο βασικά του έργα που κυκλοφορούν στα ελληνικά, δηλαδή το «Ενάντια στη μέθοδο. Για μια αναρχική θεωρία της γνώσης», 1975 (εκδόσεις Σύγχρονα Θέματα) και το «Γνώση για ελεύθερους ανθρώπους», το 1979 (και αυτό από τις εκδόσεις Σύγχρονα Θέματα). Τώρα έχουμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε το βιωματικό υλικό που αποτέλεσε την πρώτη ύλη για τη θεωρητική κατασκευή του «επιστημολογικού αναρχισμού». Στην αυτοβιογραφία του ο Feyerabend γράφει μια φράση – κλειδί: «ο κόσμος είναι ένα περίφημο μέρος γεμάτο σκοτεινά συμβάντα» (σελ. 16) και θα μπορούσε κανείς να το αναλύσει σε λογικές κατηγορίες και σε μεθοδολογικούς κανόνες. Οταν ο Feyerabend επιστρέφει από το μέτωπο και για μικρό διάστημα διαμένει στη Βαϊμάρη συνειδητοποιεί το μετέωρο βήμα του ανθρώπου. Μετά τα χρόνια στην Ιταλία, όταν γράφει την αυτοβιογραφία του, αντιλαμβάνεται ότι εκείνα τα χρόνια δεν ήταν το έτος «μηδέν για τη Γερμανία», αλλά για ολόκληρη την ανθρωπότητα και ιδιαίτερα για τον ίδιο τον εαυτό του.


Ο Feyerabend αναζητούσε, όπως φαίνεται, από μικρός να αποδώσει μορφή στο γίγνεσθαι γύρω του και μέσα του. Η τέχνη και ιδιαίτερα η μουσική λειτουργούσαν λυτρωτικά για τις μορφολογικές αναζητήσεις του. Εδώ θα πρέπει να εντοπισθούν οι ρίζες της «αναρχικής επιστημολογίας» του. Διαβάζοντας κανείς την «αυτοβιογραφία» του καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ενδεχομένως τα πράγματα στην επιστημολογία να ήταν διαφορετικά αν δάσκαλος του Feyerabend ήταν ο Wittgenstein και όχι ο Popper. Την ίδια χρονιά, το 1951, που ο Feyerabend τελείωνε το διδακτορικό του στη Βιέννη, ο Wittgenstein πέθανε. «Επέλεξα τον Popper» γράφει ο Feyerabend. Το 1958 αναγορεύεται καθηγητής της Επιστημολογίας στο Μπέρκλεϊ. «Πέρασα σαράντα χρόνια σε αγγλόφωνες χώρες, τα τριάντα από αυτά στις ΗΠΑ» γράφει στο βιβλίο του (σελ. 143).


Το περίεργο δεν είναι η πολύχρονη διαμονή του σε αγγλόφωνες χώρες, αλλά η αδυναμία του να ζήσει και να δημιουργήσει στην πατρίδα του. Αυτό παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για όλους εμάς εδώ στην ελληνική κοινωνία. Γράφει χαρακτηριστικά ο Feyerabend: «Όταν έφθασα στο Λονδίνο συνειδητοποίησα βέβαια ότι ήμουν σε ξένη χώρα: η γλώσσα διέφερε, το ίδιο και το νόμισμα. Αλλά οι άνθρωποι έμοιαζαν λίγο – πολύ οι ίδιοι και τα βιβλία που διάβαζα δεν άνοιγαν νέους πολιτιστικούς ορίζοντες» (σελ. 144). Μπροστά του υψωνόταν ωστόσο ο «εχθρός», που δεν ήταν άλλος από τον «κύκλο της Βιέννης» και τη «Λογική της Ερευνας» του Popper. Ο λογικός εμπειρισμός και ο κριτικός ορθολογισμός των αρχών του αιώνα μας δεν διατύπωναν μόνον τα μεθοδολογικά δεσμά της επιστημονικής δραστηριότητας, αλλά και την υπαρξιακή φυλακή της ανθρώπινης ζωής. Φαντάζεται κανείς πως μπορεί να ζήσει ο άνθρωπος εγκλωβισμένος στον κανόνα, στη μέθοδο και στις μεθοδολογικές επιταγές; Ο Feyerabend φιλοδόξησε για τον εαυτό του μια καλύτερη τύχη. Τα επιτεύγματα της επιστημονικής δραστηριότητας δεν είναι απόρροια εφαρμογής των επιστημολογικών κανόνων, αλλά ελεύθερης και ανεξουσίαστης έμπνευσης των ιδίων των επιστημόνων. Η «λογική της έρευνας» θα πρέπει να αντικατασταθεί από το: «όλα επιτρέπονται», πράγμα που σημαίνει ότι ολόκληροι αιώνες επικράτησης της διάνοιας θα πρέπει να δώσουν τη θέση τους στη φαντασία, στην κριτική ικανότητα και στη δημιουργική δύναμη. Στο γραπτό του: «Η επιστήμη ως τέχνη», 1984, ο Feyerabend εξετάζει τη σχέση ανάμεσα στην επιστήμη και στην τέχνη και τονίζει ότι δεν υπάρχει καμία απολύτως διαφορά μεταξύ τους.


Στην «αυτοβιογραφία» του ο Feyerabend εξηγεί κατά τρόπο αναλυτικό και περιεκτικό τη σταδιακή απομάκρυνσή του από τον «εργαλειακό ορθολογισμό», σύμφωνα με τον οποίο οι επιστήμονες και οι διανοούμενοι καλούνται να προτείνουν λύσεις για την αντιμετώπιση των κατά καιρούς εμφανιζόμενων κοινωνικών προβλημάτων. Ο Feyerabend υπερασπίζει το δικαίωμα του πνεύματος να σκέπτεται για τον εαυτό του. Είναι ο «άγιος» της σκέψης και της επιστήμης στις συνθήκες της ειδωλολατρίας του οικονομικού και πολιτικού συστήματος. Και όσο περνούν τα χρόνια τόσο περισσότερο θα ακούγεται η φωνή του, η οποία δεν θα είναι παρά «προσωπικές απόψεις» μέσα σε έναν κόσμο που επέλεξε συνειδητά να μετατρέψει τα πάντα (εμπειρίες, αξίες, όνειρα, επιθυμίες κ.ά.) σε ανταλλάξιμα μεγέθη.


«Κύριε Feyerabend ή το βουλώνετε ή εγκαταλείπετε την αίθουσα διδασκαλίας». Αυτή η φράση του καθηγητή Heintet ακούγεται ακόμη και σήμερα στα μεταπολεμικά χρόνια της φιλελεύθερης πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Η «αυτοβιογραφία» του Feyerabend είναι η υποθήκη για ένα μέλλον της επιστήμης και της ζωής μας που δεν μας ανήκει πια. Στο ερώτημα που καλείται να απαντήσει κάποιος είναι το εξής: γιατί χρειάσθηκε ο Feyerabend να γράψει όλες αυτές τις σελίδες της «αυτοβιογραφίας» του και άλλες τόσες, ίσως και περισσότερες, της αλληλογραφίας του (ελπίζουμε να δημοσιευθούν και αυτές στα ελληνικά) για να αντιμετωπίσει την «πληγή» της έννομης τάξης της μεθοδολογίας; «Αυτές είναι ίσως οι τελευταίες μέρες. Τις ζούμε μία προς μία. Η τελευταία μου παράλυση προήλθε από εσωτερική αιμορραγία στον εγκέφαλο» (σελ. 227) γράφει ο Feyerabend και δεν τονίζει τίποτε περισσότερο από αυτό που όλοι μας αισθανόμαστε, ότι η ζωή και η σκέψη είναι η προετοιμασία του θανάτου μας. «Ετσι θα ήθελα να γίνει, η αγάπη και όχι η διάνοια να επιζήσει» (σελ. 228) τελειώνει την αυτοβιογραφία του ο Feyerabend και μαζί του όλοι εκφράζουμε την ανείπωτη ευχή.


Ο κ. Θεόδωρος Γεωργίου είναι συγγραφέας.