Ο καπνός, το φυτό που ύμνησε η πένα του λόρδου Βύρωνα, και το τσιγάρο, αυτός ο ηδονιστής και ταυτόχρονα δυνάστης του σύγχρονου κόσμου, είναι τα δύο αντικείμενα πάνω στα οποία φτιάχτηκε ένα υπέροχο λεύκωμα.


Το γιγαντιαίο πακέτο τσιγάρων, το ευρηματικό κάλυμμα που περιέχει το λεύκωμα «Ιστορία του ελληνικού τσιγάρου», εισάγει με τον καλύτερο τρόπο στο αντικείμενο που αφηγείται. Στην επιφάνεια: «Νο 5 Παπαστράτος» (ένα πακέτο της δεκαετίας του ’30 της καπνοβιομηχανίας που ανέλαβε ως χορηγός το κόστος της θαυμάσιας έκδοσης), στις πλευρές: «Αγρινίου εκλεκτά» (η προέλευση της πρώτης ύλης), «20 σιγαρέττα, δραχμαί 22» (η συλλεκτική και ιστορική διάσταση) και στη βάση: η ταινία του φόρου καπνού (η κρατική ανάμειξη). Λείπει η προειδοποίηση ότι το κάπνισμα βλάπτει σοβαρά την υγεία, που η πρόσφατη νομοθεσία έχει επιβάλει απαντώντας στην ογκούμενη αντικαπνιστική εκστρατεία. Ωστόσο, ακόμα και οι πιο φανατικοί αντικαπνιστές πρέπει να συμφωνήσουν ότι, όπως και κάθε άλλο τόσο καθολικό φαινόμενο, το κάπνισμα είναι μια πολιτιστική πρακτική, ότι το τσιγάρο είναι ένα ιστορικό αντικείμενο, ότι η παραγωγή, η εμπορία και η κατανάλωση του τσιγάρου έχουν μια πλούσια και ενδιαφέρουσα πολιτιστική λειτουργία.


Το να θαυμάζεις τη δημιουργικότητα που συνοδεύει μια πρακτική δεν σημαίνει ότι κατ’ ανάγκην συμφωνείς με τις αρχές της: έτσι, το λεύκωμα του ΕΛΙΑ μπορούν να το χαρούν καπνιστές, μη καπνιστές και αντικαπνιστές. Για να είσαι όμως αποτελεσματικός στη μελέτη ενός αντικειμένου πρέπει να διακατέχεσαι από το πάθος του. Ο καπνιστής και ο συλλέκτης




Το λεύκωμα του ΕΛΙΑ συνδυάζει το πάθος του καπνιστή, το πάθος του συλλέκτη και το πάθος του ερευνητή. Δεν είναι μια επιστημονική έκδοση· είναι μια έκδοση καλλιτεχνική που χαρακτηρίζεται από δημιουργικότητα και μεράκι. Ωστόσο, η ερευνητική δουλειά που έχει γίνει είναι τεράστια και το υλικό που φέρνει στο φως πλουσιότατο και αυτά την κάνουν πέρα για πέρα αξιέπαινη. Θαυμάσιες είναι οι φωτογραφίες αντικειμένων του καπνού και του καπνίσματος με τα μικρά επεξηγηματικά σχόλια (π.χ. το «χαβάνι», το «πριόβολο» κλπ.) αλλά και όλο το εικονογραφικό υλικό που έχει συλλέξει το ΕΛΙΑ.


Πλούσια είναι η βιβλιογραφία και οι αρχειακές πηγές. Στον τομέα αυτόν φαίνεται ακόμα μια φορά η γύμνια του ελληνικού κράτους που ακολούθησε μια πολιτική καταστροφής της ιστορικής «μνήμης» και δεν έχει διαφυλάξει τίποτα από τη διαδρομή αυτού του προϊόντος που στον Μεσοπόλεμο αντικατέστησε τη σταφίδα ως το κυριότερο αγροτικό προϊόν του κράτους, που έγινε πρώτο με διαφορά προϊόν εξαγωγής και ο πιο σημαντικός παράγοντας εισοδήματος και πλούτου για την ελληνική κοινωνία.


Το λεύκωμα ακολουθεί τη διαδρομή από την καλλιέργεια του καπνού μέχρι τη βιομηχανική και τυποποιημένη παραγωγή του τσιγάρου. Στο εισαγωγικό δοκίμιο, γραμμένο από τον σύμβουλο της χορηγού καπνοβιομηχανίας κ. Γ. Καραντζούλη, «Από τη σπορά στο εργοστάσιο» εισάγονται με άρτιο και εύληπτο τρόπο οι βασικές γνώσεις του θέματος. Τα περίφημα ανατολικά καπνά και οι ποικιλίες τους (ο μπασμάς, το καμπά κουλάκ κ.ά.), τα Βιρτζίνια και τα Burley παρουσιάζονται με συνοπτικό τρόπο.


Στη συνέχεια εξετάζεται ο «Καπνός» μέσα από ιστορικό, ανθρωπολογικό και πολιτιστικό πρίσμα: η προέλευσή του, οι χρήσεις του (μάσημα, εισπνοές, πούρα) και τα αντικείμενά του, η πίπα και ο ναργιλές. Ακολουθεί το «τσιγαρόχαρτο» και οι περιπέτειές του, το ραφινάρισμά του, οι διακοσμητικές παραστάσεις του, μέχρι την επιβολή του κρατικού μονοπωλίου, το 1887. Το τσιγαρόχαρτο χάνει τότε την καλλιτεχνική του ποικιλομορφία, αλλά γίνεται μια πηγή εσόδων για τον κρατικό προϋπολογισμό. Το 1898 ο Διεθνής Οικονομικός Ελεγχος το χρησιμοποιεί σαν ένα από τα μονοπώλια που θα ανορθώσουν οικονομικά την κατεστραμμένη Ελλάδα.


Ακολουθεί η «προϊστορία του τσιγάρου», δηλαδή η παρασκευή, η εμπορία και κατανάλωση του τσιγάρου πριν από τη βιομηχανική τυποποίησή του, όπου γίνεται αναφορά και στη φορολόγηση που επέβαλε ο Τρικούπης, μέσα στα πλαίσια της γενικότερης φορομπηχτικής πολιτικής που εφάρμοσε προκειμένου να στηρίξει τα μεγάλα τεχνικά έργα του προγράμματός του.


Στο ίδιο κεφάλαιο έχουν θέση τα καπνοπωλεία, η γενίκευση των επιστομίων και η απαρχή των φίλτρων. Στη συνέχεια ένα κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στο «πακέτο», ως σημάδι του περάσματος στη βιομηχανική φάση, αλλά και ως πολιτιστικό προϊόν, και τελευταίο από τα αφηγηματικά κεφάλαια είναι το σχετικό με τα «ένθετα», τις εικόνες που βρίσκονταν μέσα στα πακέτα, πρακτική στα πλαίσια του ανταγωνισμού των καπνοβιομηχανιών, και αποτελούν ειδικό θέμα με ιστορικό, αισθητικό και, κάποιες φορές, κοινωνιολογικό ενδιαφέρον.


Ο κ. Βάσιας Τσοκόπουλος είναι ιστορικός. Ο μύθος του πακέτου


Ο Γύζης, ο Γουναρόπουλος και πολλοί άλλοι εικαστικοί καλλιτέχνες αποτύπωσαν πάνω στις επιφάνειες και στις διαφημίσεις των τσιγαρόκουτων όλα τα αισθητικά ρεύματα, από τα πιο παραδοσιακά μέχρι τα πιο μοντέρνα. Ενώ ο φοβερός Πέτρος Μέξης έριξε το 1927 μέσα στα κουτιά του φωτογραφίες με γυμνές γυναίκες που έγιναν ανάρπαστες: είναι η εποχή της πρώτης σεξουαλικής επανάστασης στην Ελλάδα, η ίδια εποχή που ανθούν η πορνογραφία και τα αφροδίσια νοσήματα.


Το λεύκωμα συμπληρώνεται με μια ογκώδη και υπερπολύτιμη καταγραφή των ελληνικών καπνοβιομηχανιών, τόσο στο εξωτερικό (ακόμα και στην Αφρική και στην Αυστραλία) όσο και στην Ελλάδα. Η δραστηριότητα αυτή των Ελλήνων είναι εντυπωσιακή: 83 έλληνες καπνοβιομήχανοι εντοπίστηκαν από την έρευνα του Μάνου Χαριτάτου στην Αίγυπτο ­ ολόκληρη η αιγυπτιακή βιομηχανία τσιγάρων είναι δημιούργημα των Ελλήνων· τριάντα έλληνες καπνοβιομήχανοι στην Κωνταντινούπολη· ακόμα στην Υεμένη, στο Κέιπ Τάουν, στη Νιγηρία, στην Ταγκανίκα, στην Ινδία, στην Κεϋλάνη αλλά και στην Εσθονία, στη Λετονία,… πρακτικά σε κάθε περιοχή της γης υπάρχουν από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τον Μεσοπόλεμο έλληνες καπνοβιομήχανοι.


Στο ελληνικό κράτος, χωρίς τη Μακεδονία, τη Σάμο και τα νησιά του Αιγαίου που εντάχθηκαν μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, καταγράφηκαν 626 καπνοβιομηχανίες συνολικά· μέσα και έξω από την Ελλάδα οι καταγραφές ξεπερνούν τις χίλιες. Ο αριθμός είναι άξιος προσοχής και στοχασμού και αποδεικνύει αν μη τι άλλο τους ιδιαίτερους δεσμούς του νεοελληνικού πολιτισμού με τον καπνό και το κάπνισμα, κάτι που αναδεικνύεται και από πρόσφατες στατιστικές που φέρνουν τους Ελληνες τους πιο φανατικούς καπνιστές στην Ευρώπη αλλά και από το πλήθος των τραγουδιών που έχουν γραφτεί για το τσιγάρο. Ανθρωπολογικά αυτό το γεγονός αποκαλύπτει μια ανατολίτικη διάσταση του ελληνικού χαρακτήρα, που ενισχύεται εμπειρικά με τη γνωστή παρομοίωση «καπνίζει σαν αράπης», αλλά και από το γεγονός ότι οι Τούρκοι και οι Αιγύπτιοι είναι επίσης θηριώδεις καπνιστές. Αυτό όμως είναι μια άλλη συζήτηση…


Το λεύκωμα του ΕΛΙΑ, με τις πληροφορίες που συγκεντρώνει, με τον εικαστικό πλούτο που καταθέτει και με το μεράκι που είναι φτιαγμένο, αγγίζει έτσι ένα πολύ μεγάλο τομέα της οικονομίας, της οικονομικής ιστορίας και του πολιτισμού της νεότερης Ελλάδας. Εχει πολλαπλές χρήσεις: υλικό μελέτης για τους ερευνητές, υλικό νοσταλγίας για όσους αγαπούν το παρελθόν, γνωσιολογικό υλικό για τους φιλομαθείς και τους δημιουργικά περίεργους, υλικό λατρείας για τους φετιχιστές του τσιγάρου· αποτελεί επίσης ένα χρήσιμο και όμορφο βιβλίο για προσωπική χρήση αλλά και για δώρο.


* Το υλικό του λευκώματος καθώς και άλλο ανέκδοτο θα εκτεθούν από τις 20 Νοεμβρίου ως τις 15 Δεκεμβρίου στο Πολιτιστικό Κέντρο Μελίνα Μερκούρη (Πιλοποιείο Πουλοπούλου).