Στις 2 Οκτωβρίου υπεγράφη στο Αμστερνταμ η νέα Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ενωσης στην οποία κατέληξε η διακυβερνητική διάσκεψη για την αναθεώρηση της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Ενα συλλογικό έργο που κυκλοφορεί την επόμενη εβδομάδα με τίτλο «Από το Μάαστριχτ στο Αμστερνταμ», με εισαγωγή και επιμέλεια του διεθνολόγου Σωτήρη Ντάλη (εκδόσεις Ι. Σιδέρη), επιχειρεί μια αποτίμηση της συνθήκης αυτής. Από τον τόμο «Το Βήμα» προδημοσιεύει το κείμενο του υπουργού Εξωτερικών Θεόδωρου Πάγκαλου, που επιγράφεται «Η προοπτική της Ευρώπης στον εικοστό πρώτο αιώνα».


Το ερώτημα «ποια Ευρώπη, ποια Ευρωπαϊκή Ενωση θέλουμε για τον εικοστό πρώτο αιώνα» δεν είναι καινούργιο. Σήμερα, μετά το πέρας της Διακυβερνητικής Διάσκεψης για την αναθεώρηση των Συνθηκών, που σχηματοποιήθηκε με τη Συνθήκη του Amsterdam, η συζήτηση τίθεται με ιδιαίτερη ένταση και από ολοένα και περισσότερα άτομα ­ πολιτικούς, αναλυτές, οικονομικούς παράγοντες, κοινωνικούς φορείς, πανεπιστημιακούς. Είναι ένα επιτακτικό ερώτημα που, τελικά, αφορά το σύνολο της ευρωπαϊκής κοινωνίας και, βεβαίως, την Ελλάδα, ως ευρωπαϊκή χώρα – μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης και των άλλων ευρωπαϊκών θεσμών συνεργασίας και ολοκλήρωσης.


Η Ευρώπη βρίσκεται, μετά τα καταλυτικά γεγονότα του 1989 που ορίζουν το τέλος του ψυχρού πολέμου, την απελευθέρωση της Ανατολικής Ευρώπης από τον ολοκληρωτισμό, δηλαδή μετά το τέλος της αυθαίρετης διαίρεσής της σε Ανατολική και Δυτική, σε μια νέα σημαντική διαδικασία επαναπροσδιορισμού της ταυτότητάς της, της οργάνωσης της θεσμικής συγκρότησής της και ακόμη των ορίων της.


Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε, στα μέσα Ιουλίου 1997, μία ογκώδη έκθεση που, με τον τίτλο «Agenda 2000 για μία ισχυρότερη και ευρύτερη Ευρώπη», συνιστά ένα ολοκληρωμένο σχέδιο και μία στρατηγική για την εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της Ευρώπης γενικότερα, μέχρι το έτος, τουλάχιστον, του 2006. Είναι ένα κείμενο, με ένα σύνολο προτάσεων, που αναφέρεται τόσο στην εξωτερική όσο και στην εσωτερική προσαρμογή της Ενωσης. Η εξωτερική προσαρμογή αφορά, βεβαίως, τη νέα διεύρυνση της Ενωσης με την Κύπρο και τις χώρες της Κεντρικής, Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης.


Η εσωτερική προσαρμογή αφορά την αναμόρφωση βασικών κοινών πολιτικών, όπως της κοινής αγροτικής πολιτικής, της διαρθρωτικής πολιτικής συνοχής, καθώς και του προϋπολογισμού και των δημοσιονομικών προοπτικών.


Από πολλές απόψεις, το κείμενο αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό και κρίσιμο στην ανάπτυξη του τρέχοντος προβληματισμού και, κυρίως, της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Υπάρχουν, ωστόσο, ήδη ορισμένες πολιτικές σταθερές που διαμορφώνουν τις προοπτικές της μελλοντικής Ευρώπης. Στις σταθερές αυτές περιλαμβάνονται:


(α) Η ύπαρξη της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η Ενωση ή, ορθότερα, η διαδικασία της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης, έδειξε πλήρως την ιστορική της χρησιμότητα και αντοχή. Συνέβαλε αποφασιστικά στην εδραίωση της σταθερότητας, της δημοκρατίας και της ευημερίας στην Ευρώπη. Δημιούργησε ένα ευρύ χώρο οικονομικής και πολιτικής ελευθερίας, με βαθύ σεβασμό στις αξίες των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, της αλληλεγγύης, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της προόδου. Η νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική δεν μπορεί, συνεπώς, παρά να δημιουργηθεί με επίκεντρο / άξονα την Ευρωπαϊκή Ενωση.


Βεβαίως, η παρούσα Ευρωπαϊκή Ενωση χαρακτηρίζεται από σημαντικά «ελλείμματα» και αδυναμίες. Η πρόσφατη Διακυβερνητική Διάσκεψη, που οδήγησε στη Συνθήκη του Amsterdam, επιχείρησε να επεξεργασθεί απαντήσεις σε ορισμένα από τα «ελλείμματα» αυτά. Δεν τα κατάφερε σε όλη την έκταση. Αλλά η νέα Ευρωπαϊκή Ενωση που θα διαμορφωθεί με τη νέα αυτή Συνθήκη, θα είναι περισσότερο δημοκρατική και περισσότερο ανταποδοτική στις ανάγκες και στα προβλήματα της ευρωπαϊκής κοινωνίας και των πολιτών της, ιδιαίτερα σημαντικό από τα οποία είναι, βεβαίως, αυτό της ανεργίας.


Ο στόχος της εγκαθίδρυσης της πλήρους Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης, στόχος που φαίνεται, παρά τα όποια προβλήματα, ότι θα υλοποιηθεί σύμφωνα με τους αρχικούς σχεδιασμούς, προσφέρει νέες δυνατότητες για την ανάπτυξη της Ενωσης, τη δημιουργία συνθηκών δυναμικής οικονομικής ανάπτυξης για την καταπολέμηση της ανεργίας και την προσαρμογή της Ευρώπης συνολικά στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Παράλληλα, η Οικονομική και Νομισματική Ενωση θα αποτελέσει ισχυρό παράγοντα για την προώθηση της πολιτικής ολοκλήρωσης.


(β) Η δεύτερη πολιτική σταθερά που διαμορφώνει τη νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική είναι φυσικά η απόφαση διεύρυνσης της Ατλαντικής Συμμαχίας. Η διεύρυνση του ΝΑΤΟ, που έχει αποφασισθεί σε πρώτο στάδιο να γίνει σε τρεις χώρες της Ανατολής Ευρώπης ­ Ουγγαρία, Πολωνία, Τσεχία ­, ελπίζεται ότι τελικά θα συμπεριλάβει το σύνολο των ενδιαφερόμενων χωρών και φυσικά των χωρών της Βαλκανικής, διαμορφώνοντας έτσι ένα νέο περιβάλλον ασφάλειας στον ευρωπαϊκό χώρο.


Ωστόσο, η προοπτική της νέας διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ενωσης συνιστά κεντρική παράμετρο, που διαμορφώνει τη νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική και κεντρικό θέμα της «Agenda 2000» την οποία παρουσίασε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.


Η διεύρυνση της Ενωσης με την Κύπρο και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης συνιστά ιστορική πρόκληση, που η Ενωση δεν μπορεί να αγνοήσει ή να αρνηθεί. Η ένταξη των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης που εγκαινίασαν τη διαδικασία οικοδόμησης δημοκρατικών θεσμών και οικονομίας της αγοράς, συνιστά παράγοντα για τη διασφάλιση της σταθερότητας, της ειρήνης, της δημοκρατίας και τελικά της ευημερίας στην ευρωπαϊκή ήπειρο.


Επομένως, κατ’ αρχήν, η διεύρυνση θα πρέπει να συμπεριλάβει το σύνολο των χωρών που είναι υποψήφιες. Και σε ό,τι ειδικότερα μας αφορά, θα πρέπει να συμπεριλάβει το σύνολο των χωρών της Βαλκανικής, που πληρούν τις πολιτικές και οικονομικές προϋποθέσεις για ένταξη. Τα Βαλκάνια ή η περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης θα πρέπει να αποτελέσουν οργανικό μέρος της νέας ευρωπαϊκής θεσμικής αρχιτεκτονικής και, κυρίως, των θεσμών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η σταθερότητα της Ευρώπης, σε μακροχρόνια σταθερή βάση, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ενσωμάτωση των Βαλκανίων στη νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική. Αυτό που επιβάλλεται να συνειδητοποιηθεί είναι ότι τα αγαθά της σταθερότητας και της ειρήνης είναι αδιαίρετα για το σύνολο της Ευρώπης.


Για τους λόγους αυτούς, οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις θα πρέπει να αρχίσουν, ταυτόχρονα, με το σύνολο των υποψηφίων χωρών και όχι απλά και μόνο με τις πέντε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, δηλαδή με την Ουγγαρία, την Πολωνία, την Τσεχία, τη Σλοβενία και την Εσθονία, που προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην «Agenda 2000». Η ταυτόχρονη έναρξη των διαπραγματεύσεων θα εμπεδώσει την αντίληψη ότι καμία υποψήφια χώρα για ένταξη δεν πρόκειται να αποκλεισθεί από τη διαδικασία. Τούτο είναι σημαντικό για τη σταθερότητα και την ανάπτυξη ιδιαίτερα της Ανατολικής Ευρώπης.


Σε ό,τι αφορά την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση, η Επιτροπή στην «Agenda 2000» είναι σαφής: οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις θα αρχίσουν όπως ακριβώς προβλέπεται από τις σχετικές αποφάσεις και δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί, δηλαδή έξι μήνες μετά το τέλος της Διακυβερνητικής Διάσκεψης. Η Κύπρος ανταποκρίνεται σε όλες τις προϋποθέσεις, πολιτικές και οικονομικές, για πλήρη ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Πληροί ακόμη τα «κριτήρια σύγκλισης» για συμμετοχή στο ενιαίο νόμισμα, το ευρώ. Εξάλλου, η «Γνώμη» της Επιτροπής για την υποψηφιότητα της Κύπρου, που έχει δημοσιευθεί εδώ και καιρό (1993), είναι επίσης θετική.


Εκτιμάται ότι η ένταξη της Κύπρου μπορεί να αποτελέσει «καταλυτικό παράγοντα» για την επίλυση του κυπριακού προβλήματος. Τούτο θα επιτρέψει στο σύνολο της νήσου και στις δύο κοινότητες να προσχωρήσουν στην Ενωση και να δρέψουν τα οικονομικά και πολιτικά οφέλη απ’ αυτή, οφέλη που για την Τουρκοκυπριακή κοινότητα θα είναι σημαντικότερα, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την οικονομία και τις μεταφορές πόρων από τον προϋπολογισμό της Ενωσης.


Αλλά εάν η επίλυση του Κυπριακού προβλήματος δεν επέλθει σε σύντομα χρονικά όρια ­ και τούτο εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από την Τουρκοκυπριακή πλευρά ­, τούτο δεν μπορεί να επηρεάσει την ενταξιακή πορεία της Κύπρου. Η Κύπρος δεν μπορεί να καταστεί όμηρος καμιάς χώρας και πολιτικής. Η διαδικασία της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ενωσης δεν μπορεί παρά να συμπεριλάβει την Κύπρο ανάμεσα στις πρώτες χώρες για ένταξη. Για την Ελλάδα, χώρα – μέλος της Ενωσης, είναι αδιανόητο να μη συμπεριληφθεί η Κύπρος στην πρώτη ομάδα χωρών που θα ενταχθούν στην Ενωση.


Την ευεργετική σημασία της ένταξης της Κύπρου οφείλει να συνειδητοποιήσει και η Τουρκία και να συμβάλει στην επίλυση του προβλήματος. Οπως έχουμε δηλώσει πολλές φορές, η Ελλάδα επιθυμεί να διευκολύνει τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό και την πορεία της Τουρκίας. Πιστεύουμε ότι μια «Ευρωπαϊκή Τουρκία» με δημοκρατικούς θεσμούς, σεβασμό των ατομικών δικαιωμάτων, με οικονομία της αγοράς, με σεβασμό του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συνθηκών αντιπροσωπεύει στην περιοχή ένα καλύτερο «συνομιλητή» για την Ελλάδα. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην «Agenda 2000» επισημαίνει τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες θα μπορούσε η Τουρκία στο μέλλον να καταστεί μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης και στο ενδιάμεσο διάστημα να αναπτύξει μια «ειδική» σχέση με την Ενωση πέρα από την Τελωνειακή Ενωση.


Αλλά η διεύρυνση της Ενωσης, όσο αναγκαία και αν είναι, δεν θα πρέπει και δεν μπορεί να αλλοιώσει ούτε την ταυτότητα ούτε τις πολιτικές προοπτικές και προοπτικές εμβάθυνσης της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Και, βεβαίως, δεν θα πρέπει να υπονομεύσει τις πολιτικές για την προώθηση της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής της Ενωσης. Γι’ αυτό ακριβώς οι πόροι που διατίθενται στην Ενωση, μέσω του συστήματος των ιδίων πόρων, θα πρέπει να αυξηθούν πέρα από το όριο 1,27% του ΑΕΠ, που έχει καθορισθεί το 1992. Η άποψη της Επιτροπής ότι το όριο αυτό θα πρέπει να παραμείνει σταθερό μέχρι το έτος 2006 δεν δικαιολογείται από την ανάλυση των οικονομικών δεδομένων. Η Ευρωπαϊκή Ενωση, ιδιαίτερα σε μία περίοδο που οδεύει προς την εγκαθίδρυση της πλήρους Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης, θα πρέπει να έχει έναν ισχυρό προϋπολογισμό που θα της επιτρέψει να καλύψει τόσο τις εσωτερικές όσο και εξωτερικές της ανάγκες.


Υπό το φως των παραπάνω, γίνεται φανερό ότι η νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική, που οικοδομείται με τις μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ενωσης και τη σχεδιαζόμενη νέα διεύρυνση, θα πρέπει να οδηγήσει σε ένα πανευρωπαϊκό σύστημα συνεργασίας. Το σύστημα αυτό θα έχει στο κέντρο του την Ευρωπαϊκή Ενωση συγκροτημένη από ισχυρούς υπερεθνικούς θεσμούς, δημοκρατικά νομιμοποιημένους, ισχυρές κοινές πολιτικές και προϋπολογισμό. Στην Ενωση αυτή θα πρέπει τελικά να βρουν τη θέση τους η Κύπρος καθώς και σταδιακά οι χώρες της Βαλκανικής και Ανατολικής Ευρώπης που πληρούν τις οικονομικές και πολιτικές προϋποθέσεις για ένταξη.


Ωστόσο, από μια άλλη σκοπιά, η Ευρωπαϊκή Ενωση θα μπορέσει να αποτελέσει παράγοντα ισορροπίας και σταθερότητας αλλά και ευημερίας στον εικοστό πρώτο αιώνα μόνο εάν λάβει υπόψη και προσαρμοσθεί στις νέες συνθήκες που δημιουργεί το παγκοσμιοποιημένο διεθνές σύστημα, η νέα κατανομή των οικονομικών δραστηριοτήτων και η ραγδαία τεχνολογική ανακατάταξη. Με άλλα λόγια, η Ευρωπαϊκή Ενωση θα πρέπει να έχει ένα ισχυρό πολιτικό και οικονομικό ρόλο στο νέο διεθνές σύστημα. Η Ευρώπη είναι μία υπολογίσιμη οικονομική δύναμη. Οι πέντε από τις δέκα μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου είναι ευρωπαϊκές. Οι δεκαέξι από τις είκοσι τέσσερις πλέον αναπτυγμένες χώρες είναι επίσης ευρωπαϊκές. Αλλά η προσαρμογή του ευρωπαϊκού οικονομικού συστήματος έχει βραδύνει. Η ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας σε σχέση με αυτές των χωρών του Ειρηνικού ή των ΗΠΑ είναι εξαιρετικά χαμηλή. Η παρουσία της Ευρώπης σε τομείς υψηλής τεχνολογίας και ιδιαίτερα των τεχνολογιών πληροφόρησης είναι σχεδόν αμελητέα. Η Ευρώπη θα πρέπει, επομένως, να ανακτήσει την ανταγωνιστικότητα και παραγωγικότητά της μέσα από τη διαδικασία της προσαρμογής στα δεδομένα, απαιτήσεις και προκλήσεις του παγκοσμιοποιημένου διεθνούς συστήματος, του «παγκόσμιου χωριού». Η εγκαθίδρυση της πλήρους Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης θα αποτελέσει ένα βήμα στη διαδικασία αυτής της προσαρμογής.


Από την άποψη αυτή, είναι προφανές ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν μπορεί να είναι ούτε εσωστρεφής ούτε ένα «κλειστό σύστημα». Σε μία εποχή που τα προβλήματα λαμβάνουν ολοένα και περισσότερο πλανητικό χαρακτήρα, η Ενωση θα πρέπει να έχει τα μέσα, τους θεσμούς αλλά και τη βούληση να συμβάλει στη διαχείριση και τελικώς στην επίλυση των προβλημάτων αυτών. Και είναι ευεργετικό ότι τουλάχιστον στον οικονομικό και στον εμπορικό τομέα η Ευρωπαϊκή Ενωση έχει αποκτήσει τα μέσα αυτά και συμβάλλει τόσο στη διαχείριση των παγκοσμίων προβλημάτων όσο και στη διαμόρφωση ενός συμμετρικότερου και δικαιότερου διεθνούς συστήματος.


Ανάλογα μέσα θα πρέπει να αποκτήσει και στο πολιτικό πεδίο με την ανάπτυξη της κοινής εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας. Θετικά βήματα προς την κατεύθυνση αυτή έχουν γίνει. Θα πρέπει όμως να γίνουν περισσότερα. Η Ενωση πρέπει να αναδειχθεί διεθνής πολιτική δύναμη με στόχο την προώθηση της σταθερότητας, της ειρήνης και της δημοκρατίας.


Ο κ. Θεόδωρος Πάγκαλος είναι υπουργός Εξωτερικών.