Η έντονη ενασχόληση με τη διπλωματική όψη του μακεδονικού ζητήματος έχει οδηγήσει στη συγκάλυψη του τεράστιου επιστημονικού ενδιαφέροντος που παρουσιάζει η πρόσφατη ιστορία της Μακεδονίας. Από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα ως και μετά τον Εμφύλιο η περιοχή υπήρξε ο κατ’ εξοχήν χώρος όπου αν «στην κορυφή» συγκρούστηκαν αντίπαλες κρατικές και κομματικές ιδεολογίες και στρατηγικές «στη βάση» κατασκευάστηκαν, υιοθετήθηκαν και μεταλλάχθηκαν πλήθος κοινωνικές, πολιτικές και εθνοτικές ταυτότητες με τρόπο που καθιστά την περιοχή αυτή κυριολεκτικά «εργαστήριο» για τις κοινωνικές επιστήμες. Το πώς ακριβώς λειτούργησαν αυτές οι διαδικασίες παραμένει ακόμη σε μεγάλο βαθμό ανεξερεύνητο. Το κενό αυτό άρχισε να καλύπτεται μόνο πρόσφατα: σταθμός υπήρξε η Λεηλασία φρονημάτων του Ι. Κολιόπουλου και αποφασιστικό βήμα αποτελούν οι Ταυτότητες στη Μακεδονία, ένας συλλογικός τόμος αποτέλεσμα της συνεργασίας μιας ομάδας νέων ερευνητών που δραστηριοποιούνται γύρω από το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα της Θεσσαλονίκης.


Τα δημοσιεύματα γύρω από το «Μακεδονικό», τόσο μέσα όσο και έξω από την Ελλάδα, μπορεί χοντρικά να διακριθούν σε τρεις μεγάλες κατηγορίες. Η πρώτη και πολυαριθμότερη στη χώρ μας στρέφει την προσοχή της στην κατάδειξη της ελληνικότητας της Μακεδονίας με αναφορά κυρίως στην αρχαία ιστορία της. Η δεύτερη ασχολείται αποκλειστικά με τις διπλωματικές και διεθνείς πτυχές του μακεδονικού ζητήματος (το «σκοπιανό»). Τέλος η τρίτη, και κυρίαρχη εκτός Ελλάδας (ιδιαίτερα στον χώρο που ο Κολιόπουλος εύστοχα αποκάλεσε «πολιτικά ορθή ανθρωπολογίζουσα λογιωσύνη»), αναδεικνύει σε κεντρικό ζήτημα το θέμα της σλαβόφωνης «μακεδονικής» μειονότητας και της υποτιθέμενης καταπίεσής της από το ελληνικό κράτος1.



Δυστυχώς τα περισσότερα από τα δημοσιεύματα αυτά είτε αγνοούν παντελώς τις πρόσφατες επιστημονικές εξελίξεις γύρω από το θέμα των εθνοτικών ταυτοτήτων, προβάλλοντας αντ’ αυτών έναν συνδυασμό υπερβολικής αρχαιολατρίας και έντονης συνωμοσιολογίας είτε αντιμετωπίζουν με προχειρότητα την πρόσφατη ιστορική, κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα της Μακεδονίας, προκρίνοντας την περιπτωσιολογία και την αναχρονιστική ηθική αξιολόγηση του παρελθόντος. Οπως όμως τονίζει στην εισαγωγή του ο Βασίλης Γούναρης, «το μακεδονικό ζήτημα δεν είναι απλώς μια πολύπλοκη ιστορία πολυετών διπλωματικών ανταγωνισμών. Δεν είναι μόνο ένας πολύχρωμος γλωσσολογικός, εθνογραφικός και εκλογικός χάρτης, όπου τα χρώματα μάς προϊδεάζουν για τις εθνικές προτιμήσεις των κατοίκων… Ο σχηματισμός εθνοτικών ταυτοτήτων στη Μακεδονία είναι μια σύνθετη και διαρκής διαδικασία χάραξης και επαναχάραξης ορίων με γνώμονα την προσωπική επιλογή. Η αναγωγή των σύγχρονων ταυτοτήτων (εθνικών και εθνοτικών) στο παρελθόν είναι λανθασμένη και παραπλανητική. Εξίσου παραπλανητική είναι η τεκμηρίωση αυτών των ταυτοτήτων του παρελθόντος με την επιλεκτική επίκληση της ιστορίας και της γλωσσολογίας, με την προκρούστεια χρήση των εθνογραφικών και δημογραφικών δεδομένων και της εκλογικής συμπεριφοράς».


Η διαπίστωση πως το κράτος – έθνος είναι πρόσφατο ιστορικό φαινόμενο και πως η εθνική συνείδηση δεν είναι αυτόματη απόρροια προϋπαρχόντων ατομικών χαρακτηριστικών, όπως η γλώσσα και ο πολιτισμός, έχει στρέψει το ενδιαφέρον των κοινωνικών επιστημώνω, από την ιστορία και την ανθρωπολογία ως την κοινωνιολογία και την πολιτική επιστήμη, στη μελέτη του σχηματισμού και της εξέλιξης των εθνοτικών ταυτοτήτων. Στην περίπτωση των Βαλκανίων, το μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η μετάλλαξη των ρωμιών υπηκόων του σουλτάνου σε μια σειρά από εθνικές ομάδες. Η μετάλλαξη αυτή, ιδιαίτερα στη Μακεδονία, δεν υπήρξε αυτόματη και μονοσήμαντη, αλλά αντίθετα προέκυψε μέσα από μια σύνθετη, διαρκή, μη προκαθορισμένη και συχνά αναστρέψιμη διαδικασία την οποία επηρέασαν (και επηρεάζουν) κρατικές στρατηγικές, κοινωνικές διενέξεις, οικονομικοί ανταγωνισμοί και πολιτικές διαφορές.


Οι εννέα εργασίες του συλλογικού αυτού τόμου έχουν κοινό σημείο αναφοράς εκείνον τον πληθυσμό της Μακεδονίας που έχει χαρακτηριστεί με ποικίλους όρους, ανάλογα με τις τρέχουσες πολιτικές σκοπιμότητες: ντόπιοι, δίγλωσσοι, σλαβόφωνοι, Γραικομάνοι, Σλαβόφωνοι Ελληνες, Μακεδονο-Βούλγαροι, Βουλγαρίζοντες, Ελληνίζοντες, Μακεδόνες (εντός ή εκτός εισαγωγικών), Σλαβομακεδόνες κλπ. Οι εργασίες αυτές καλύπτουν ένα μεγάλο εύρος θεμάτων και καταλήγουν σε εξαιρετικά ενδιαφέροντα συμπεράσματα: οι εθνοτικές ταυτότητες στον χώρο της Μακεδονίας δεν είναι αιωνόβιες· δεν αποτελούσαν μέρος της καθημερινής κοινωνικής ζωής τουλάχιστον ως τα χρόνια του Μεσοπολέμου, ενώ οι αφομοιώσεις και διαφοροποιήσεις ταυτοτήτων υπήρξαν ταχύτατες και διαδοχικές με κυρίαρχο συχνά στοιχείο την προσωπική επιλογή (Β. Γούναρης)· ο μακεδονικός εθνικισμός γεννήθηκε τα πρώτα χρόνια του αιώνα μέσα από μια πολύπλοκη διαδικασία πολιτικού ανταγωνισμού και ιδεολογικού μετασχηματισμού στο εσωτερικό της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης (ΕΜΕΟ) (Β. Βλασίδης)· τα ελληνικά πολιτικά κόμματα, ιδίως στον Μεσοπόλεμο, χρησιμοποίησαν τις αντιπαραθέσεις μεταξύ πληθυσμιακών ομάδων για να προσποριστούν εκλογικά οφέλη (Ι. Μιχαηλίδης)· το θέμα της γλώσσας ούτε πολιτικά ουδέτερο υπήρξε ούτε και δεδομένο. Η διάκριση ανάμεσα σε επίσημες κωδικοποιημένες γλώσσες, διαλέκτους και ιδιώματα που ομιλήθηκαν και εν μέρει ομιλούνται στη Μακεδονία (όπως και η εξέλιξή τους) υπήρξε προϊόν πολιτικών διεργασιών και όχι αναγκών επικοινωνίας (Α. Ιωαννίδου)· η ανάλυση του λόγου των ακτιβιστών Σλαβομακεδόνων της Ελλάδας μέσα από την ανάγνωση των περιοδικών τους «Μογλενά» και «Ζόρα» φέρνει στην επιφάνεια την απόπειρα να διατηρηθούν ζωντανές οι παλαιότερες προστριβές με το προσφυγικό στοιχείο που είχαν ως βάση κτηματικές κυρίως διαφορές (Α. Χοτζίδης)· η σε βάθος μελέτη μιας συγκεκριμένης τοπικής κοινωνίας ­ πραγματικό πολιτισμικό και κοινωνικό μωσαϊκό σλαβόφωνων ντόπιων, σαρακατσάνων νομάδων και Θρακιωτών, ποντίων και ρωμυλιωτών προσφύγων (με διαφορετικά γλωσσικά ιδιώματα και απασχολήσεις) ­ δείχνει πως οι πληθυσμιακές ομάδες που τη συναποτελούσαν δεν αντιστοιχούν σε στεγανές ταυτότητες που αναπαράγονται στον χώρο και τον χρόνο. Αντίθετα, η στεγανότητα ανάμεσα στις ομάδες αυτές ανατράπηκε σταδιακά μέσω της επικράτησης των μεικτών γάμων (Γ. Αγγελόπουλος). Ο τόμος αυτός αναφέρεται ακόμη στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται σήμερα οι κάτοικοι του Κρουσόβου στην πΓΔ Μακεδονίας τον μετασχηματισμό του από βλαχόφωνη κοινότητα με ελληνική εκπαίδευση σε κωμόπολη με «Μακεδόνες πολίτες» (Κ. Brown)· στην αυξημένη σημασία της προσωπικής επιλογής εθνοτικής ταυτότητας στο πλαίσιο της μετανάστευσης (Χ. Μανδατζής)· και στη σχέση ανάμεσα στον φιλελευθερισμό, στα ατομικά δικαιώματα και στην αναγνώριση των μειονοτήτων θεωρημένη από τη σκοπιά της πολιτικής φιλοσοφίας (Φ. Παιονίδης).


Πιστεύω πως δύσκολα θα μπορούσε να αναδειχθεί με σαφέστερο τρόπο το πόσο οι αναχρονιστικές (αλλά και οι μονοσήμαντες) αντιλήψεις περί έθνους αδυνατούν να συλλάβουν την ίδια την ύπαρξη της σύνθετης αυτής διαδικασίας και πολύ περισσότερο να περιγράψουν τα αποτελέσματα που προκύπτουν από αυτήν, τα οποία περιγράφει με γλαφυρότητα ο Δ. Γούναρης: «Πόσο εύκολα θα ήταν αλήθεια να αυτοπροσδιορισθεί με εθνοτικούς όρους ένας έλληνας πολίτης, όταν ένας πάππος του μετέβαλε τα εθνικά του φρονήματα 2 – 3 φορές σε δέκα χρόνια και ο άλλος έφυγε το ’25 στη Βουλγαρία· όταν συγγενείς του υπηρέτησαν στον ελληνικό και τον βουλγαρικό στρατό αντίστοιχα ή διαδοχικά· όταν ο ίδιος ψήφιζε μοναρχία, αλλά πολέμησε με τον Δημοκρατικό Στρατό· όταν ο ένας αδελφός του είναι στέλεχος σλαβομακεδονικής οργάνωσης στην Αυστραλία, ο άλλος πολιτικός πρόσφυγας και δημόσιος υπάλληλος στα Σκόπια και ο τρίτος ένθερμος οπαδός ελληνικής παμμακεδονικής οργάνωσης στον Καναδά· ενώ τα τρία παιδιά του ψηφίζουν ΝΔ, ΠαΣοΚ και «Ουράνιο Τόξο» αντίστοιχα ή εναλλάξ;».


Το βιβλίο αυτό δεν προτείνει κάποιες «λύσεις» για το Μακεδονικό γιατί δεν είναι αυτό το ζητούμενο: στόχος των κοινωνικών επιστημών δεν είναι η χάραξη πολιτικής αλλά η παραγωγή γνώσης. Αν κατορθώσει να συμβάλει στον προβληματισμό για μια πιο «φιλόξενη» αντίληψη περί ταυτοτήτων στη χώρα μας θα έχει υπερβεί τους στόχους του. Σε οποιαδήποτε περίπτωση όμως η έρευνα στην οποία βασίζεται είναι υποδειγματική από πολλές απόψεις: αξίζει να υπογραμμιστούν η συλλογικότητα, ο διεπιστημονικός χαρακτήρας, το άνοιγμα στη διεθνή επιστημονική βιβλιογραφία και η ισχυρή εμπειρική της βάση με έμφαση στις πρωτογενείς πηγές και στο τοπικό στοιχείο. Η πρωτοτυπία και σοβαρότητά της, το εύρος, ο πλούτος και η φρεσκάδα της είναι υποδειγματικές και την τοποθετούν στην πρωτοπορία των ερευνητικών προγραμμάτων στις κοινωνικές επιστήμες στη χώρα μας (αξίζει μάλιστα ιδιαίτερη αναφορά το γεγονός πως η έρευνα αυτή πραγματοποιείται τόσο εκτός Αθηνών όσο και εκτός ελληνικού πανεπιστημίου). Ελπίζω οι Ταυτότητες στη Μακεδονία να αποτελέσουν την απαρχή ενός ευρύτερου ερευνητικού προγράμματος που θα το διακρίνει διεθνής εμβέλεια, θεωρητική φιλοδοξία και μεθοδολογική πρωτοτυπία.


1. Αξίζει να σημειωθεί πως πρόσφατο δημοσίευμα με οδηγίες για τον κατάλληλο τρόπο διδασκαλίας της βαλκανικής πολιτικής σε αμερικανούς φοιτητές προκρίνει δύο βιβλία που ανήκουν στην τελευταία αυτή κατηγορία. Βλ. Charles King, Beyond Bosnia: Contextualizing the Politics of Southeastern Europe, Political Science & Politics, 30:3 (1997), 507-510.


Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι επίκουρος καθηγητής της Πολιτικής Επιστήμης στο Κέντρο Ελληνικών Σπουδών «Αλέξανδρος Ωνάσης» του New York University.