Μετά από την άνοδο κεντροαριστερών κυβερνήσεων σε Ελλάδα, Ιταλία, Βρετανία και Γαλλία, είναι πια σαφές ότι η πλειονότητα του κόσμου, τουλάχιστον στη Δυτική και Νότια Ευρώπη, απορρίπτει με κατηγορηματικό τρόπο τον νεοφιλελεύθερο τύπο εκσυγχρονισμού: ενός εκσυγχρονισμού όπου η λογική της παραγωγικότητας/ ανταγωνιστικότητας κυριαρχεί απόλυτα πάνω στη λογική της κοινωνικής αλληλεγγύης. Αυτό που ζητούν οι ψηφοφόροι από τις κεντροαριστερές πολιτικές ηγεσίες που εξέλεξαν είναι μια νέα σοσιαλδημοκρατική λύση, νέα μέσα με τα οποία οι δυτικές κοινωνίες θα μπορέσουν ξανά, όπως στις τρεις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, να παντρέψουν τη λογική της αγοράς με τη λογική της κοινωνικής δικαιοσύνης. Πιο συγκεκριμένα, οι ψηφοφόροι απαιτούν την αποτελεσματική αντιμετώπιση της αυξανόμενης ανεργίας και της κοινωνικής περιθωριοποίησης κατά τρόπο που να μην υποσκάπτει την ανταγωνιστικότητα του ευρωπαϊκού καπιταλισμού έναντι του αμερικανικού και του ασιατικού.


Αν αυτό θέλει ο κόσμος, τι έχουν να προτείνουν οι κεντροαριστερές πολιτικές ηγεσίες; Με δεδομένες την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και την αποδυνάμωση των συνδικαλιστικών κινημάτων, είναι ακόμη δυνατή μια νέα σοσιαλδημοκρατική ισορροπία μεταξύ της οικονομικής και της κοινωνικής λογικής; Και αν ναι, με τι ακριβώς μέσα προτίθεται η Κεντροαριστερά να ξαναφέρει αυτή την ισορροπία; Και για να θέσω το πρόβλημα κάπως διαφορετικά, στον βαθμό που η Κεντροαριστερά υποστηρίζει ότι οι πολιτικές που ακολουθεί στοχεύουν στο να φέρουν σε μια ισορροπία την αξία της παραγωγικότητας με την αξία της κοινωνικής δικαιοσύνης, ξεχωρίζουν οι πολιτικές αυτές από τις πολιτικές της νεοφιλελεύθερης Δεξιάς καθώς και από αυτές της συμβατικής «παλαιοσοσιαλδημοκρατίας»; Υπάρχει με άλλα λόγια ένας συγκροτημένος και συγχρόνως ξεχωριστός κεντροαριστερός λόγος σήμερα;


Ενας τρόπος να απαντήσει κανείς σε αυτό το καίριο ερώτημα είναι να διαβάσει προσεκτικά το πολύ σημαντικό βιβλίο «Ποια Ευρώπη θέλουμε» (εισαγωγή – επιμέλεια Ινώ Αφεντούλη), που συγκεντρώνει τις προτάσεις έξι κεντροαριστερών πολιτικών προσωπικοτήτων: των Ντελόρ, Ζοσπέν, Μπλερ, Σημίτη, Ντ’ Αλέμα και Λαφοντέν. Τι έχουν να προτείνουν οι παραπάνω πολιτικοί στα βασικά θέματα του ρόλου του κράτους, της ανεργίας, της κοινωνικής πρόνοιας και της παγκοσμιοποίησης; Είναι οι λύσεις που προτείνουν στους τέσσερις αυτούς τομείς διαφορετικές από αυτές που προτείνει ο νεοφιλελευθερισμός από τη μια μεριά και η «παλαιοσοσιαλδημοκρατία» από την άλλη;


1. Ο ρόλος του κράτους


Σε αυτόν τον χώρο ­ όπως φαίνεται καθαρά από τα κείμενα του Κ. Σημίτη και του Τ. Μπλερ ­ η κεντροαριστερή πρόταση διαφοροποιείται σαφώς και από τη νεοφιλελεύθερη και από τη συμβατική σοσιαλδημοκρατική. Αν η πρώτη θέλει λίγο – πολύ την επιστροφή σε ένα «κράτος – νυχτοφύλακα» και η δεύτερη το κράτος να είναι άμεσος παραγωγός υπηρεσιών και υλικών αγαθών στους κεντρικούς τομείς της οικονομίας, η Κεντροαριστερά προβάλλει την ιδέα του επιτελικού κράτους: ενός κράτους που μειώνει δραματικά την άμεση συμμετοχή του στην παραγωγική διαδικασία (αποδοχή αποκρατικοποιήσεων) αλλά που συγχρόνως αυξάνει τον παρεμβατικό του ρόλο σε θέματα ελέγχου και καθοδήγησης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας σε κατευθύνσεις που είναι κοινωνικά και εθνικά ωφέλιμες (π.χ. συγκρότηση ευέλικτης βιομηχανικής και κοινωνικής πολιτικής με σκοπό την ισόρροπη οικολογικά εφικτή ανάπτυξη και την ανακατανομή του εισοδήματος).


2. Κοινωνική πρόνοια


Εδώ τα πράγματα είναι ασαφή και συγκεχυμένα. Οπως είναι γνωστό, η νεοφιλελεύθερη εκδοχή αντιμετωπίζει τη σημερινή κρίση του κοινωνικού κράτους (δηλαδή, τη γεωμετρική αύξηση της ζήτησης για ποιοτικές υπηρεσίες από τη μια μεριά και την αδυναμία του συστήματος των καθολικών παροχών να ανταποκριθεί σε αυτή την τεράστια ζήτηση) με την κατάργηση της αρχής της καθολικότητας των παροχών και την αποδοxή μιας «μίζερης» επιλεκτικότητας. Προτείνει με άλλα λόγια τη συρρίκνωση των συνολικών κοινωνικών πόρων, την παροχή ενός μίνιμουμ υπηρεσιών στις οικονομικά αδύνατες τάξεις και τη χρησιμοποίηση των εξοικονομούμενων ποσών για τη μείωση της φορολογίας. Αυτή η μείωση, κατά τη νεοφιλελεύθερη Δεξιά, θα οδηγήσει στην αύξηση της παραγωγικότητας και στη διάχυση του επιπρόσθετου πλούτου προς τα κάτω (το περίφημο «trickle/down effect»).


Η συμβατική σοσιαλδημοκρατία, από την άλλη μεριά, επιμένει στη διατήρηση της αρχής της καθολικότητας (οι παροχές πάνε σε όλους, φτωχούς και πλούσιους) και πιστεύει πως η κρίση μπορεί να ξεπεραστεί με επιπρόσθετη φορολογία και αύξηση των κρατικών δαπανών για παιδεία και υγεία.


Αν η νεοφιλελεύθερη «λύση» ­ επειδή ακριβώς η διάχυση του πλούτου προς τα κατώτερα στρώματα δεν πραγματοποιείται ­ οδηγεί σε εξαιρετικά άνιση ανάπτυξη, η σοσιαλδημοκρατική λύση δεν είναι μόνο σπάταλη αλλά και άδικη. Οπως πολύ σωστά τονίζουν ο Σημίτης και ο Ντ’ Αλέμα, μέσω διάφορων μηχανισμών, οι καθολικές παροχές ευνοούν περισσότερο τις μεσαίες τάξεις παρά τα περιθωριοποιημένα στρώματα που τις έχουν ανάγκη.


Παρ’ όλα αυτά, όμως, κανένας από τους έξι συγγραφείς δεν προχωρεί στο επόμενο λογικό βήμα: δηλαδή, αυτό της αποδοχής και προώθησης ενός συστήματος κοινωνικής βοήθειας που δεν θα στηριζόταν ούτε στην παλαιοσοσιαλδημοκρατική «μίζερη» καθολικότητα ούτε στην ακόμη πιο βάρβαρη νεοφιλελεύθερη, θατσερική επιλεκτικότητα, αλλά σε ένα σύστημα «γενναιόδωρης επιλεκτικότητας»: δηλαδή, σε ένα σύστημα όπου οι συνολικοί κοινωνικοί πόροι δεν μειώνονται αλλά διοχετεύονται μόνο σε αυτούς που τους έχουν πραγματικά ανάγκη. Ενα τέτοιο σύστημα έχει εφαρμοσθεί με πολύ ικανοποιητικά αποτελέσματα (σε ό,τι αφορά την ποιότητα των υπηρεσιών και την αναδιανομή του εισοδήματος) στην Αυστραλία (βλ. F. Castles et al. eds The Great Experiment, Allen and Unwin, 1996). Θα μπορούσε κάλλιστα να εφαρμοσθεί και στην Ευρώπη δίνοντας μια ουσιαστική και κοινωνικά δίκαιη λύση και στην κρίση του κοινωνικού κράτους και στο πρόβλημα των αυξανόμενων κοινωνικών ανισοτήτων. Μια τέτοιου είδους λύση όμως κανένας στην Ευρώπη δεν την αποτολμά αφού η κατάργηση των καθολικών παροχών παραμένει θέμα ταμπού στον χώρο των «προοδευτικών» πολιτικών δυνάμεων.


3. Ανεργία


Σε αυτόν τον τομέα η θέση της Κεντροαριστεράς είναι ακόμη πιο ασαφής και συγκεχυμένη. Οπως είναι γνωστό, η νεοφιλελεύθερη λύση στο θέμα της ανεργίας εστιάζεται κυρίως στην «ευελιξία» στην οργάνωση εργασίας, που σημαίνει την κατάργηση κάθε προστασίας των εργαζομένων από την οικονομική λογική της προσφοράς και της ζήτησης. Αυτή η λύση, όπως μας δείχνει το παράδειγμα των ΗΠΑ, οδηγεί μεν στην απορρόφηση ενός σημαντικού ποσοστού των ανέργων, αλλά δημιουργεί γι’ αυτούς που βρίσκονται στη βάση της πυραμίδας απάνθρωπες συνθήκες εργασίας.


Από την άλλη μεριά, η συμβατική σοσιαλδημοκρατία προσπαθεί, χωρίς επιτυχία, να λύσει το πρόβλημα με τα κλασικά κεϊνσιανά μέτρα (ενίσχυση της ζήτησης, μετεκπαίδευση, κρατικές επενδύσεις για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας κλπ.). Τα μέτρα αυτά δεν είναι αποτελεσματικά σε ένα πλαίσιο όπου η τεχνολογία και η παγκοσμιοποίηση έχουν οδηγήσει στη λεγόμενη jobless growth, δηλαδή στην ανάπτυξη που καταργεί τεχνολογικά ξεπερασμένες χωρίς να δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας.


Στον χώρο αυτόν η Κεντροαριστερά, όπως δείχνουν τα κείμενα του «Ποια Ευρώπη θέλουμε», ελάχιστα έχει διαφοροποιηθεί από τη συμβατική σοσιαλδημοκρατική λύση. Ας πάρουμε ως αντιπροσωπευτικό παράδειγμα το κείμενο του Τόνι Μπλερ. Αυτό προτείνει τη δημιουργία, μέσα σε πέντε χρόνια, 500.000 νέων θέσεων εργασίας μέσω κρατικών επενδύσεων, ενίσχυση μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ανάπτυξη νέων μετεκπαιδευτικών προγραμμάτων κλπ. Ακόμη και αν υποθέσουμε ότι τα μέτρα αυτά θα πετύχουν (πράγμα εξαιρετικά προβληματικό), δηλαδή ακόμη και αν η εργατική κυβέρνηση δημιουργήσει 500.000 νέες θέσεις εργασίας μέσα στα προσεχή πέντε χρόνια, τι γίνεται με τους υπόλοιπους ανέργους; Αν η μαζική ανεργία, όπως υποστηρίζει η Κεντροαριστερά, δεν πρέπει να είναι ανεκτή σε μια πολιτισμένη κοινωνία, τι προτείνει ο νέος βρετανός πρωθυπουργός γι’ αυτούς που ακόμη και αν εκπαιδευθούν ή μετεκπαιδευθούν δεν θα απορροφηθούν από την αγορά εργασίας; Σε αυτό το βασικό ερώτημα ούτε ο Μπλερ ούτε κανένας άλλος από τους έξι συγγραφείς έχει συγκεκριμένη απάντηση1.


Αν στην περίπτωση του κοινωνικού κράτους αυτό που εμποδίζει την εξεύρεση λύσης είναι η ιερή αγελάδα της καθολικότητας των παροχών, στο θέμα της ανεργίας το εμπόδιο βρίσκεται στη φετιχιστική ιδέα ότι μόνο μέσω της αγοράς εργασίας μπορεί να δημιουργηθεί «αληθινή» απασχόληση. Κάθε άλλη απασχόληση είναι εξ ορισμού διακοσμητική, μη αληθινή. Με αυτή τη λογική δεν εξετάζεται σοβαρά η περίπτωση ενός «τρίτου τομέα» που θα ενεργοποιούσε όλους όσοι δεν βρίσκουν δουλειά στην αγορά εργασίας με σκοπό την παροχή υπηρεσιών προς την κοινότητα. Με αυτό το σύστημα οι πόροι που αυτή τη στιγμή κατασπαταλούνται σε επιδόματα ανεργίας θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να συνδέσουν τις τεράστιες κοινωνικές/κοινοτικές ανάγκες που δεν ικανοποιούνται μέσω των μηχανισμών της αγοράς (βλ. στο θέμα αυτό W. Hutton, The State to Come, Vintage, 1997) με το σημαντικό ποσοστό του εργατικού δυναμικού που η αγορά δεν έχει πια ανάγκη. Με αυτό το σύστημα κάθε πολίτης θα είχε από τη μια μεριά το δικαίωμα απασχόλησης που θα του εξασφάλιζε βασικό μισθό και κοινωνική κάλυψη· και από την άλλη μεριά θα είχε το καθήκον (στον βαθμό βέβαια που η υγεία του το επιτρέπει) να παραμένει κοινωνικά ενεργός στον τριγωνικό χώρο αγορά εργασίας – εκπαίδευση – τρίτος τομέας. Οσο για τη χρηματοδότηση ενός τέτοιου προγράμματος, οι πόροι που αυτή τη στιγμή διατίθενται για επιδόματα ανεργίας (ως γνωστόν, οι πόροι αυτοί έχουν φτάσει σε αστρονομικά επίπεδα στη Δυτική Ευρώπη) σε συνδυασμό με τους πόρους που θα δημιουργούσε η κατάργηση των κοινωνικών παροχών προς τους πλουσίους θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη συγκρότηση ενός τρίτου τομέα που θα προσέφερε αξιοπρεπή απασχόληση σε όλους όσοι δεν βρίσκουν δουλειά στον χώρο της αγοράς.


Με άλλα λόγια, πόροι υπάρχουν για τη λύση του προβλήματος της ανεργίας. Αλλά αυτοί οι πόροι ­ για πολιτικούς (συμφέροντα των μεσαίων τάξεων) και πολιτισμικούς λόγους (στενή εννοιολόγηση του τι είναι εργασία και τι πραγματική ανάγκη) ­ κατευθύνονται συστηματικά προς τη λάθος κατεύθυνση. Βέβαια συστήματα «workfare» (όπου οι άνεργοι υποχρεούνται να προσφέρουν υπηρεσίες στην κοινότητα) έχουν ξεκινήσει στις ΗΠΑ και σε μερικές ευρωπαϊκές χώρες. Αλλά αυτά τα συστήματα είναι μικρής εμβέλειας (δεν καλύπτουν όλους τους ανέργους) και έχουν έναν «τιμωρητικό», μίζερο χαρακτήρα. Για να πετύχει το εγχείρημα χρειάζεται μεγαλύτερη κινητοποίηση όχι μόνο υλικών πόρων αλλά και πολιτικής βούλησης.


4. Παγκοσμιοποίηση


Στο θέμα της άναρχης μορφής που η σημερινή παγκοσμιοποίηση έχει πάρει η συμβατική σοσιαλδημοκρατία δεν έχει τίποτα ουσιαστικό να προσφέρει, αφού στη «χρυσή εποχή» της (δηλαδή, 1945-1974) το διεθνές περιβάλλον δεν έθετε σοβαρούς περιορισμούς σε προοδευτικές μεταρρυθμίσεις στο επίπεδο του κράτους – έθνους. Οσο για τη νεοφιλελεύθερη άποψη, αυτή βλέπει την τωρινή παγκόσμια τάξη πραγμάτων ως ένα θετικό δεδομένο στο οποίο όλες οι χώρες δεν έχουν παρά να προσαρμοσθούν όσο πιο γρήγορα γίνεται. Το ότι το σύστημα αυτό εντείνει όχι μόνο τις κοινωνικές ανισότητες στο εσωτερικό του κράτους – έθνους αλλά και τις ανισότητες μεταξύ φτωχών και πλουσίων χωρών, αυτό είναι κάτι που δεν απασχολεί σοβαρά τον νεοφιλελεύθερο στοχασμό: οι τεράστιες ανισότητες είναι για τους νεοφιλελευθέρους η αναπόφευκτη «θυσία» που πρέπει κανείς να κάνει για την οικονομική «πρόοδο».


Τέλος, η Κεντροαριστερά, όπως φαίνεται ξεκάθαρα από τα κείμενα του Ζοσπέν και του Λαφοντέν, διστακτικά αλλά με σαφήνεια προβάλλει ένα διαφορετικό λόγο. Κατ’ αυτούς η νεοφιλελεύθερη μορφή που το παγκόσμιο σύστημα έχει πάρει σήμερα δεν αποτελεί αιώνια αναγκαιότητα. Είναι μια κατάσταση στην οποία οι κεντροαριστερές δυνάμεις θα πρέπει όχι να προσαρμοσθούν παθητικά αλλά να αντιδράσουν δυναμικά με σκοπό τη διαμόρφωση μιας λιγότερο άναρχης, βάρβαρης παγκόσμιας τάξης. Ετσι ο Ζοσπέν τονίζει σε ποιο βαθμό η δυναμική της παγκόσμιας χρηματαγοράς οδηγεί στον άγριο ανταγωνισμό εις βάρος των κοινωνικών κατακτήσεων και του περιβάλλοντος. Ο Λαφοντέν πάει ένα βήμα πιο πέρα προτείνοντας συγκεκριμένα μέτρα εξανθρωπισμού του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, μέτρα όπως η συνεργασία Ευρώπης, Αμερικής και Ιαπωνίας σε θέματα τεχνολογίας, φορολογίας, συγκρότησης μιας παγκόσμιας κοινωνικής χάρτας κλπ.


Συμπέρασμα


Κοιτώντας συνολικά τις θέσεις των έξι κεντροαριστερών προσωπικοτήτων στους προβληματισμούς που συζητήσαμε πιο πάνω, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα πως, ενώ στα θέματα του ρόλου του κράτους και της παγκοσμιοποίησης η Κεντροαριστερά τείνει να αποκτήσει σαφείς θέσεις που τη διαφοροποιούν και από τον νεοφιλελευθερισμό και από την «παλαιοσοσιαλδημοκρατία», στα θέματα της ανεργίας και της κοινωνικής πρόνοιας δεν υπάρχει ακόμη ένας συγκροτημένος, διαφοροποιημένος κεντροαριστερός λόγος. Νομίζω ότι αυτό το έλλειμμα δεν οφείλεται στο ότι φτάσαμε, όπως ισχυρίζεται ο Φουκουγιάμα, στο «Τέλος της Ιστορίας», δηλαδή στον αναπότρεπτο θρίαμβο του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Νομίζω ότι πολιτισμένες, μετα-κεϊνσιανές λύσεις στα θέματα της ανεργίας και του κοινωνικού κράτους μπορεί να βρεθούν μέσα στον καπιταλισμό αν η Κεντροαριστερά ξεπεράσει δύο ταμπού/προκαταλήψεις:


Πρώτον, τη δογματική προσκόλλησή της στο σύστημα των καθολικών παροχών που ουσιαστικά βοηθάει τις μεσαίες και όχι τις περιθωριοποιημένες τάξεις.


Δεύτερον, την εξίσου δογματική ιδέα ότι η μόνη «πραγματική» απασχόληση στις μεταβιομηχανικές κοινωνίες είναι αυτή που συγκροτείται μέσω της αγοράς2.


Οσο η Κεντροαριστερά εξακολουθεί να ασπάζεται τα δύο αυτά δόγματα, δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί σε αυτό που ζητούν οι ευρωπαίοι ψηφοφόροι της, δηλαδή στο ξαναπάντρεμα της παραγωγικότητας με την κοινωνική δικαιοσύνη. Δεν θα μπορέσει επίσης να αποκτήσει ένα ολοκληρωμένο και συγχρόνως πρωτότυπο λόγο που θα τη διαφοροποιεί και από τη βάρβαρη νεοφιλελεύθερη και από την ξεπερασμένη από τα γεγονότα συμβατική σοσιαλδημοκρατική ιδεολογία.


Και μια τελευταία παρατήρηση: οι περισσότεροι συγγραφείς του τόμου μιλούν για σοσιαλισμό, σοσιαλιστικές δυνάμεις, σοσιαλιστικές αλλαγές κλπ. Αυτό είναι μάλλον παραπλανητικό. Γιατί, αν περάσει κανείς από το επίπεδο της ρητορείας σε αυτό των συγκεκριμένων πολιτικών που προτείνουν, είναι σαφές πως και οι έξι πολιτικοί ηγέτες δεν στοχεύουν στον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό αλλά στον σοσιαλδημοκρατικό εξανθρωπισμό του καπιταλισμού. Η σοσιαλιστική ρητορεία μπορεί να ακούγεται ωραία στα αφτιά της Αριστεράς αλλά δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα. Δεν είναι δυνατόν ο κεντροαριστερός λόγος να στεριώσει όταν οι προοδευτικές ηγεσίες δεν τολμούν να πουν τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη. Δεν τολμούν δηλαδή να παραδεχθούν χωρίς περιστροφές ότι στις επόμενες δεκαετίες ο στόχος της Κεντροαριστεράς δεν είναι η υπέρβαση του καπιταλισμού αλλά ριζικές μεταρρυθμίσεις μέσα στον καπιταλισμό3.


Ο Ντ’ Αλέμα παραδέχεται στο κείμενό του ότι η Κεντροαριστερά δεν έχει ακόμη αποκτήσει ηγεμονικό λόγο. Συμφωνώ και προσθέτω ότι μια βασική προϋπόθεση για να τον ανακτήσει είναι να παραδεχθεί ξεκάθαρα πως ο Λένιν είχε άδικο και πως ο Μπερνστάιν (ο θεωρητικός πατέρας της σοσιαλδημοκρατίας και το μαύρο πρόβατο της συμβατικής Αριστεράς) είχε τελικά δίκιο. Οσο η Αριστερά συνδέει την έννοια της σοσιαλδημοκρατίας με τον «προδοτικό ρεφορμισμό», όσο επιμένει να αγνοεί τα επιτεύγματα ενός κινήματος που έχει στο ενεργητικό του το κράτος πρόνοιας, δεν θα μπορέσει να προτείνει έναν πειστικό προοδευτικό λόγο. Στις σημερινές συνθήκες, χωρίς τη δημιουργική ενσωμάτωση της σοσιαλδημοκρατικής κληρονομιάς, η Κεντροαριστερά θα μπορέσει βέβαια να κυβερνήσει, δεν θα μπορέσει όμως ποτέ να ηγεμονεύσει.


1. Ο έλληνας Πρωθυπουργός ανακοίνωσε πρόσφατα (βλ. «Τα Νέα», 30.8.97) πως στη συνάντηση κορυφής για την ανεργία που θα γίνει τον ερχόμενο Νοέμβριο στο Λουξεμβούργο θα προτείνει τον συνδυασμό ενός ευέλικτου συστήματος απασχόλησης με ένα βασικό δίχτυ ασφαλείας που θα αμβλύνει τη βαρβαρότητα του αμερικανικού «ευέλικτου» μοντέλου. Νομίζω ότι αυτή η κίνηση είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Δεν νομίζω όμως ότι αυτό το μέτρο από μόνο του θα είναι αρκετό για να λύσει το πρόβλημα της ανεργίας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ακόμη και στις ΗΠΑ, παρ’ όλη την ευέλικτη και άκρως εκμεταλλευτική πολιτική, η ανεργία έχει μεν μειωθεί, δεν έχει όμως εξαφανισθεί.


2. Για μια πρόσφατη φιλοσοφική ανάλυση της έννοιας της εργασίας ­ κυρίως από τη σκοπιά της αρχαίας ελληνικής γραμματείας ­ βλέπε Κ. Δεσποτόπουλος, Συμβολή στη φιλοσοφία της εργασίας, Παπαζήσης, 1997.


3. Βέβαια ο όρος «σοσιαλισμός» σημαίνει διαφορετικά πράγματα ανάλογα με το πλαίσιο στο οποίο χρησιμοποιείται. Αν θέλουμε όμως να αποφύγουμε την απόλυτη αυθαιρεσία, θα πρέπει να παραδεχτούμε πως σε όλες τις περιπτώσεις ο σοσιαλισμός αναφέρεται σε μια κοινωνικο-οικονομική κατάσταση όπου τα βασικά μέσα παραγωγής δεν ελέγχονται από ιδιώτες αλλά από το κράτος ή το κοινωνικό σύνολο. Ο δημοκρατικός σοσιαλισμός είναι, ως γνωστόν, υπέρ της κοινωνικοποίησης και όχι της κρατικοποίησης των παραγωγικών δυνάμεων. Κατά τη γνώμη μου, ο δημοκρατικός σοσιαλισμός είναι άκρως επιθυμητός αλλά τελείως ανέφικτος μεσοπρόθεσμα (δηλαδή, στις ερχόμενες τρεις – τέσσερις δεκαετίες).