Τα δύο μεγάλα ερωτηματικά γύρω από την εισαγωγή του ευρώ είναι τα εξής: πότε και με ποια ισοτιμία. Οι τελευταίες εβδομάδες, ιδιαίτερα μετά την άτυπη συνάντηση των υπουργών Οικονομίας μαζί με τους διοικητές των κεντρικών τραπεζών στη λουτρόπολη του Μοντόρφ, στο Λουξεμβούργο, έδωσαν μια σαφή απάντηση στο πρώτο ερώτημα. Το ευρώ θα ξεκινήσει στην ώρα του, την 1η Ιανουαρίου 1999. Ηδη άλλωστε έχει ορισθεί, χωρίς ωστόσο να έχει ανακοινωθεί επισήμως, ότι η επιλογή των χωρών – μελών της ιδρυτικής λέσχης του κοινού νομίσματος θα γίνει το διήμερο της 1ης και 2ας Μαΐου 1998 από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Κορυφής.


Στην ίδια συνάντηση υπουργοί και κεντρικοί τραπεζίτες έδωσαν μια πρώτη απάντηση και στο δεύτερο ερώτημα. Μαζί με την ανακοίνωση των πρώτων μελών του στενού πυρήνα θα ανακοινωθούν και οι διμερείς ισοτιμίες των ευρωπαϊκών νομισμάτων. Προσοχή: όχι η ισοτιμία ενός ευρωπαϊκού νομίσματος με το ευρώ, αλλά του ενός νομίσματος με το άλλο.


Η επιλογή αυτή γίνεται για έναν πολύ απλό λόγο: για να αποφευχθεί η νομισματική αναταραχή που θα προκύψει, «με κάθε βεβαιότητα», υπογραμμίζουν οι περισσότεροι οικονομολόγοι, στο διάστημα που μεσολαβεί από τη στιγμή της ανακοίνωσης των αρχικών μελών ως το πέρασμα στο ευρώ. Σύμφωνα με το σενάριο αυτό, το φθινόπωρο του 1998 κατά πάσα πιθανότητα το ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα θα δεχθεί ισχυρές και επίμονες επιθέσεις από τους μεγάλους παίκτες της διεθνούς αγοράς συναλλάγματος. Στην περίπτωση που η ισοτιμία ορισμένων νομισμάτων φθάσει στα ύψη ενώ κάποια άλλα καταβυθίζονται, θα φθάσουμε την 31η Δεκεμβρίου 1998 σε μια ατμόσφαιρα αβεβαιότητας. Οι υπουργοί Οικονομίας δεν θα είναι σε θέση να επιλέξουν και να ανακοινώσουν την κεντρική ισοτιμία μεταξύ των νομισμάτων και του ευρώ. Η υπόσταση του νέου νομισματικού συστήματος θα έχει αμφισβητηθεί προτού προλάβει να δει το φως της ημέρας.


Η απόφαση του Μοντόρφ στηρίζεται στην παραδοχή ότι η κατάσταση ισορροπίας στην οποία βρίσκεται σήμερα το ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα διευκολύνει τον προσδιορισμό των ισοτιμιών μεταξύ των νομισμάτων. Εφόσον οι αγορές γνωρίζουν και πιστεύσουν ότι, π.χ., χρειάζονται 3,40 γαλλικά φράγκα για ένα γερμανικό μάρκο, τότε και η «διάθεσή» τους να ανατρέψουν τη σχέση αυτή θα περιορισθεί.