Οι γνωρίζοντες τα πράγματα της σύγχρονης φιλοσοφίας μπορεί, πιθανόν, να συμφωνήσουν ότι ο γάλλος φιλόσοφος Ζακ Ντεριντά έχει σημαδέψει ανεξίτηλα με το έργο του τη φιλοσοφία, και ειδικότερα τη μεταπολεμική ευρωπαϊκή φιλοσοφία του εικοστού αιώνα· εκεί που σίγουρα δεν θα συμφωνήσουν είναι αν αυτή η επίδραση είναι θετική ή αρνητική. Για τους δεύτερους το έργο του Ντεριντά είναι το κατ’ εξοχήν σύμπτωμα της παρακμής της σύγχρονης (μη αναλυτικής) φιλοσοφίας και ο ίδιος θεωρείται ­ επειδή οι επιθέσεις αυτές γίνονται τις περισσότερες φορές προσωπικές ­ ένα παράδειγμα «μεταμοντέρνου» τσαρλατάνου που θέλει να ξεχαρβαλώσει όλες τις συμβάσεις της φιλοσοφίας όπως την ξέρουμε ήδη από την εποχή του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Για τους πρώτους, από την άλλη μεριά, με τους οποίους συντάσσεται και ο γράφων, αυτές οι απόψεις είναι συνήθως κακόπιστες και αποτελούν τρόπους για να αποφύγει κανείς να διαβάσει πραγματικά (ακόμη και όταν λέει ότι διαβάζει ­ βλέπε περίπτωση Χάμπερμας) τα κείμενα του Ντεριντά. Πιστεύουν δηλαδή ότι το έργο αυτό, παρ’ ότι δεν μπορεί ποτέ να αποτιμηθεί επακριβώς η σημασία του από του συγχρόνους του και εν όσω αυτό συνεχίζεται, αποτελεί ­ και πέρα από κάθε αγιογραφική διάθεση ­ μια σημαντική τομή στη σύγχρονη σκέψη, συνεχίζοντας ταυτόχρονα τη σημαντική γαλλική παράδοση του υπαρξισμού και της φαινομενολογίας. Η «διεθνής» λοιπόν αυτή διαμάχη έχει έρθει ετεροχρονισμένα και στη χώρα μας, παραδόξως περισσότερο μέσω των έντονων συζητήσεων στην Αγγλία και στην Αμερική (παραδοσιακά χώροι της αναλυτικής φιλοσοφίας) την τελευταία δεκαπενταετία και λιγότερο από την ίδια τη Γαλλία, όπου ο Ντεριντά είχε πάντα λίγους αλλά αφοσιωμένους φίλους.


Μια σημαντική συμβολή σε αυτή τη συζήτηση στον ελληνικό χώρο είναι η πρόσφατη εμφάνιση του βιβλίου του Ζακ Ντεριντά Η Φωνή και το Φαινόμενο στην καλή μετάφραση του Κωστή Παπαγιώργη (εκδόσεις Ολκός, 1997). Το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε στη Γαλλία το 1967 («Le voix et le phenomene», PUF, Paris, 1967) και μαζί με άλλα κείμενα της εποχής εκείνης (εκ των οποίων μόνο το Περί Γραμματολογίας έχει μεταφραστεί στα ελληνικά) σημαδεύει το ξεκίνημα ενός έργου πολυδιάστατου και σημαντικού, μιας σκέψης που έχει την «απέραντη» φιλοδοξία της αποδόμησης της δυτικής μεταφυσικής και την ίδια στιγμή τη μετριοφροσύνη τού να ισχυρίζεται ότι απλώς βάζει μια υποσημείωση στον Πλάτωνα. Θεωρούμε λοιπόν ότι Η Φωνή και το Φαινόμενο είναι, από μια άποψη, ένα έργο – απάντηση στους επικριτές του Ντεριντά για διαφόρους λόγους. Πρώτον, γιατί είναι ένα «κλασικό» παράδειγμα αποδόμησης (αυτής της λέξης – σκιάχτρου) που δεν είναι μέθοδος με την παραδοσιακή έννοια του όρου (δεν έχει δηλαδή προαποφασίσει τους εργαλειακούς της όρους) αλλά μια σειρά από στρατηγικές ανάγνωσης, οι οποίες μετατοπίζουν αλλά δεν εγκαταλείπουν ποτέ τις αυστηρές συμβάσεις της φιλοσοφικής έρευνας και δεν έχει σχέση ­ όπως φοβούνται μερικοί ­ με καμία απλοϊκά νοούμενη έννοια καταστροφής ή κατάργησης της φιλοσοφίας.


Αν υπάρχει περίπτωση να αναφερθούμε, πάντα με τον κίνδυνο να υπεραπλουστεύσουμε, σε μια από τις βασικότερες συνισταμένες της προβληματικής του Ντεριντά τόσο στο κείμενο αυτό όσο και συνολικά στο έργο του αυτή θα ήταν το ερώτημα της παρουσίας. Κατά τον Ντεριντά, λοιπόν, η έννοια της παρουσίας και του παρόντος είναι ο βασικότερος καθορισμός τόσο του καθημερινού βιώματος και της εμπειρίας όσο της δυτικής φιλοσοφίας συνολικά (όπως αυτή είναι καταγραμμένη από τον Πλάτωνα και ακόμη πιο πριν), αυτό δηλαδή που μένει πάντα κρυφό και δεν παρουσιάζεται γιατί θεωρείται το αναγκαίο δεδομένο κάθε σκέψης και κάθε εμπειρίας. Το να σκεφτούμε δηλαδή το θέμα της παρουσίας (αλλά και πέρα από αυτή) σαν την κατ’ εξοχήν «προκατάληψη» της δυτικής φιλοσοφίας είναι μια σκέψη «σκανδαλώδης», μια σκέψη που μας ζαλίζει μπροστά σε αυτό το ά-σκεπτο όριο της εμπειρίας μας. Ο Ντεριντά αναλύει συστηματικά και λεπτομερώς τη θεωρία του σημείου και του νοήματος του Χούσερλ, που την θεωρεί παραδειγματική (και εξ αυτού σημαντική) της προσπάθειας της δυτικής μεταφυσικής να θεμελιώσει το προνόμιο της παρουσίας ως συνείδηση που εκφράζεται με τη φωνή. Οπως ισχυρίζεται ο Ντεριντά, τόσο ο Χούσερλ όσο και η δυτική φιλοσοφία γενικότερα δεν μπορούν να συμβιβάσουν αυτό το προνόμιο της παρουσίας με την αναγκαστικότητα της επανάληψης (π.χ., του σημείου) και αυτή η αντίφαση «βραχυκυκλώνει» κάθε προσπάθεια θεμελίωσης της απόλυτης ενότητας της έννοιας, της συνείδησης και του Λόγου. Ετσι ο κλοιός μέσα στον οποίο η μεταφυσική σκέψη ορίζει και οριοθετεί τη φιλοσοφία έχει κλείσει, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι η φιλοσοφία έχει τελειώσει ή έχει ξεπεραστεί. Τώρα, στο τέλος του εικοστού αιώνα και μετά τον Χούσερλ, τον Χάιντεγκερ, τον Λεβινάς, τον Ντεριντά κ.ά., η σκέψη ανοίγεται στο Αλλο και στη διαφορά, σε καινούργιες δυνατότητες ξαναδιαβάσματος της παράδοσης της φιλοσοφίας στην προοπτική ενός στοχασμού που οδηγείται στο επέκεινα του ερωτήματος του Είναι και του Υπάρχειν.


Βεβαίως το γιατί να ασχοληθεί κανείς με ένα βιβλίο φιλοσοφίας (με όλες τις δυσκολίες που έχει ένα τέτοιο κείμενο και την πειθαρχία που επιβάλλει η ανάγνωσή του) είναι ένα ερώτημα που δεν μπορεί να απαντηθεί εδώ εν συντομία. Μπορούμε ίσως απλώς να πούμε ότι, όπως υποστηρίζει και ο Ντεριντά, είναι αδύνατον να κυριαρχήσει κανείς επάνω σε φιλοσοφικές έννοιες από το «εξωτερικό» της φιλοσοφίας γιατί όλες οι έννοιες, από όπου και αν αυτές προέρχονται (π.χ., κοινωνιολογία, ιστορία, γλωσσολογία κλπ.), είναι ήδη εγγεγραμμένες σε ένα φιλοσοφικό λόγο. Ενα τέτοιο βιβλίο είναι και το κείμενο του Ντεριντά, ένα βιβλίο όχι μόνο για τον ειδικό αλλά για τον καθένα που θέλει να παρακολουθήσει μία από τις πιο σημαντικές περιπέτειες της σκέψης του εικοστού αιώνα.


Ο κ. Ηρακλής Μαυρίδης είναι διδάκτωρ κοινωνιολογίας – φιλοσοφίας.