Φιλολογική πραγματεία; Χρηστικό εγκόλπιο; Μια αποσπασματική βιογραφία; Αταξινόμητο, ευφραντικό το «Πώς ο Προυστ μπορεί να αλλάξει τη ζωή σας» θα ψιχαλίσει τονωτικά το πνεύμα σας όπως τα φθινοπωρινά πρωτοβρόχια. Ο 28χρονος Alain de Botton μάς χαρίζει ένα βιβλίο για τη ζωή. Τη δική μας και τη ζωή του Μαρσέλ Προυστ. Ευσύνοπτο και απροσδόκητο εγχειρίδιο πρακτικών οδηγιών που αξιοποιούν τα διδάγματα του μακροσκελέστατου και λίαν στρυφνού μυθιστορήματος «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» που αναντίρρητα σφράγισε τη σύγχρονη λογοτεχνία.


Ο ελβετός δοκιμιογράφος κάνει χρήση του όρου «θεραπευτική επίδραση». Σήμανση βαθιά, με πολλά βέλη. Κατ’ αρχήν ο De Botton απευθύνεται στον νευρωτικό αναγνώστη. Ξέρετε, στο μοντέλο του ως εκ περισσού «τυραννισμένου» διανοουμένου και αισθητή, ευρωπαϊκής κοπής. Μια ομάδα που φθίνει μαζί με τη δεύτερη χιλιετία και σίγουρα δεν ελκύει πια. Ο 21ος αιώνας πριμοδοτεί τον cool, γυμνασμένο πλην εύκαμπτο άνθρωπο. Αρα, η περί ης διατριβή αφορά εις τους τελευταίους των ντελικάτων αισθαντικών; Ισως, αλλά τα μπεστ σέλερ του μεγάλου κοινού δεν είναι τα μοναδικά καλά αναγνώσματα. Και η κριτική υποδέχεται ευμενώς το πρωτότυπο δοκίμιο του Ντε Μποτόν. Στη «θεραπευτική» στόχευε ασυνείδητα ενδεχομένως και ο ίδιος ο Προυστ. Γιος και αδελφός διάσημων παριζιάνων γιατρών τούς αντέγραφε με τα δικά του όπλα. Και έγραψε το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» ως ελιξίριο, ως βάλσαμο της ψυχής. Φιλοδοξία ευγενική. Ο Λόρενς Ντάρελ προσυπογράφει. Σε μια συνέντευξη δήλωνε πως «ο εμπλουτισμένος συγγραφέας ονειρεύεται το έργο – εργαλείο που θα σιδέρωνε, θα μετασχημάτιζε τον ψυχισμό του παραλήπτη – χρήστη». Ετσι λοιπόν διάβασε και ερμηνεύει το «Αναζητώντας…» ο Alain de Botton. Και χωρίζει τις 215 σελίδες του σχολίου του σε 9 κεφάλαια: «Πώς να ζήσετε τη ζωή σας σήμερα», «Πώς να υποφέρετε επιτυχώς», «Πώς να γίνετε καλός φίλος», «Πώς να ευτυχήσετε στον έρωτα» κλπ. Ως τον απομυθοποιημένο επίλογο «Πώς να πετάξετε (να ξεφορτωθείτε) τα βιβλία»! Η περιγελαστική ελαφρότητα χαρακτηρίζει τον σοβαρό μα διόλου βαρύ και ζοφερό Ελβετό.



Στο χαριτωμένο κεφάλαιο «Πώς να εκφράσετε τις συγκινήσεις σας» αναλύεται η αντιπάθεια του Προυστ στα φραστικά κλισέ, στον πομπώδη στόμφο. Στην περιφρόνηση, κοντολογής, της γλώσσας. Οχι, βεβαίως, εν ονόματι μιας στείρας, ορθόδοξης καλλιέπειας αλλά προασπίζοντας την αυθεντικότητα, το εύρος, την πολυπλοκότητα των εντυπώσεων έτσι όπως τις προσλαμβάνει ο καθένας μας. Αφού ο τρόπος με τον οποίον μιλούμε και γράφουμε φανερώνει ακριβώς πώς βιώνουμε τα πράγματα. Και αν από τα γαλλικά στα ελληνικά, από το 1900 στο 2000, οι τυποποιημένες φρασούλες έχουν προφανώς αλλάξει, το ζήτημα παραμένει διαχρονικά επίκαιρο για όλους μας. Τα «δεν το πιστεύω», «δεν το συζητώ», «χλωμό το βλέπω», πέραν του αρνητισμού και της σάχλας μάς τσουβαλιάζουν σε ένα σακί. Πνίγουν τη δυνατότητά μας να νιώθουμε, να εισπράττουμε, να αφομοιώνουμε την πραγματικότητα με προσωπικό τρόπο. «Οι τυποποιημένες λεκτικές εκφράσεις αποτελούν εγγύηση πως αυτό που διατυπώνουμε ηχεί ως έγκυρο, ξύπνιο, γενικώς αποδεκτό» γράφει ο Alain de Botton. Δηλώνουν επίσης την ένταξή μας σε μια ομάδα ή τάξη ή κλίκα. Ο μιμητισμός και η επιθυμία να ανήκουμε κάπου, συστεγαζόμενοι με άλλους, συνιστούν εύκολη και ασφαλή καταφυγή. Και είναι οπωσδήποτε δυσκολότερη και κοπιώδης δουλειά το να βάλουμε το αίσθημά μας στον λόγο, ψάχνοντας και βρίσκοντας την ακριβή λέξη. Αλλά αυτό εμπλουτίζει και σμιλεύει την αντίληψη και κατανόηση των πραγμάτων. Ο νεαρός συγγραφέας σχολιάζει μιαν επιστολή του Προυστ στην οποία ειρωνεύεται τις κοινότοπες περιγραφές της σελήνης ή του ηλιοβασιλέματος. Επιστρέφοντας από τις διακοπές όλοι θυμόμαστε πρόσφατες τέτοιες παρατηρήσεις. Η ­ ακόμη χειρότερα ­ την ομαδική κραυγή «ααα» και το χειροκρότημα των τουριστών στη Σαντορίνη προς τον ήλιο που κατάφερε να δύσει και απόψε με την ίδια μεγαλοπρέπεια. Μπράβο ήλιε!


Ρισκάροντας το ξόμπλι του εκκεντρικού ή του μονήρους, κάποιοι άλλοι αντιθέτως βρίσκουν το κουράγιο να υπεραμυνθούν της δικής τους αίσθησης του κόσμου. Εδώ συναριθμούνται οι καλλιτέχνες. Αυτό δεν έπραξαν οι εμπρεσιονιστές εικονίζοντας μιαν ανείδωτη ως τότε ­ και πάντως ανείπωτη ­ όψη του υπαρκτού;


Γνωστή η προυστική υπεραισθησία στα εικαστικά. Μια προσφυής προσέγγισή της επιχειρείται στην ενότητα «Πώς να ανοίξετε τα μάτια σας». Οπου μαθαίνουμε πώς η τέχνη μπορεί να λιμάρει το βλέμμα μας. Πώς δηλαδή η συγκίνηση που μας προξενεί λόγου χάρη μια «νεκρή φύση» μάς οδηγεί δευτερογενώς στην ανακάλυψη της ζωντανής φύσης. Την ομορφιά της οποίας παραβλέπουμε ως προσιτή, δεδομένη και συνεπώς αναξιοπρόσεκτη. Στον ίδιον άλλωστε καμβά ερωτευόταν ο Προυστ. Συγκινούμενος από το φευγαλέο και ακατάκτητο. Εν τέλει όμως κάποτε διαπιστώνει το κάλλος του απτού. Η ομορφιά βρίσκεται εδώ, πλάι μας, καταλήγει ο αισιόφρων Ντε Μποτόν. Αλλά θα γίνει ορατή μονάχα από τα ωραία μάτια που για να τη διακρίνουν προσπάθησαν, κουράστηκαν, έμειναν ανοιχτά στις μακριές νύχτες της αϋπνίας. Και δάκρυσαν επίσης. Σαν τα ρεμβώδη, σκούρα μάτια του Προυστ.