Ενα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία του μοντερνιστικού αιώνα μας είναι η επανεμφάνιση του μύθου του Ελπήνορα έπειτα από λογοτεχνική αφάνεια 2.500 χρόνων. Από τον Πάουντ και τον Ζιροντού ως τον Μακλίς και τον Ντεόν, από τον Σεφέρη και τον Ρίτσο ως τον Σινόπουλο και ορισμένους άλλους μεταπολεμικούς ποιητές μας, ο Ελπήνωρ διαμόρφωσε ένα συγκεκριμένο χαρακτήρα που ορίζεται σε σύγκριση και αντιπαραβολή με εκείνον του Οδυσσέα, ως ένας από τους δύο κύριους πόλους της ευαισθησίας του αιώνα μας, σύμβολο εκείνου του ανθρώπου που, καθώς αδυνατεί να εξισορροπήσει τις ορμές της επιθυμίας με τις αναζητήσεις του λογισμού, καταστρέφεται ως άθυρμα των παθών του. Ο Ελπήνωρ, ο νηπιότερος από τους συντρόφους του Οδυσσέα, είναι ο άνθρωπος που πέφτει στην κατάσταση του ζώου, διαφορετικά από τον Οδυσσέα που κατορθώνει να διατηρήσει και να επιβεβαιώσει το ανθρώπινο πρόσωπό του (βλ. Γ.Π. Σαββίδη Μεταμορφώσεις του Ελπήνορα ­ Από τον Πάουντ στον Σινόπουλο, Ερμής 1981· και Νάσου Βαγενά «Ο Ελπήνωρ μεταμοντέρνος», «Το Βήμα», 17 Μαΐου 1997).


Υπάρχει όμως και ένας άνθρωπος μεταμορφωμένος από την Κίρκη σε χοίρο, που βρίσκεται πολύ πιο κοντά στο ζώο απ’ ό,τι ο ομηρικός αντιήρωας. Ενας πρώην άνθρωπος που παρουσιάζεται ως η ίδια η συμβολική ενσάρκωση του ζώου, αφού τη φύση του ζώου ξέρει να την περιγράφει τόσο καλά. Και που προσφέρεται η μορφή του για λογοτεχνική εκμετάλλευση τόσο όσο και η μορφή του Ελπήνορα, έτσι ώστε να είναι περίεργο που δεν κίνησε την προσοχή των ποιητών. Είναι ο Γρύλλος, ο πρωταγωνιστής του ομώνυμου διαλόγου του Πλουτάρχου, τον οποίο μας δίνει την ευκαιρία να γνωρίσουμε ο εκδοτικός οίκος Στιγμή.



Μας δίνει την ευκαιρία διότι ο διάλογος αυτός του Πλουτάρχου είναι ελάχιστα γνωστός. Καθώς είναι από τα πρώιμα νεανικά έργα του συγγραφέα και έχει περιορισμένη έκταση, επισκιάζεται, παρά τις ελκυστικές σατιρικές διαθέσεις του, από τα μεγαλύτερα έργα, εκείνα που θεωρούνται χαρακτηριστικότερα του πλουτάρχειου πνεύματος. Η υπόθεσή του είναι σε γενικές γραμμές η εξής: Ο Οδυσσέας, που έχει κατορθώσει να επαναφέρει τους συντρόφους του στη μορφή του ανθρώπου, ζητά από την Κίρκη να ξανακάνει ανθρώπους και τους άλλους Ελληνες που υπήρχαν μεταμορφωμένοι σε ζώα πριν από την άφιξή του στο νησί της. Η Κίρκη δεν έχει αντίρρηση, αρκεί μόνο να το θέλουν και αυτοί. Για τούτο συμβουλεύει τον Οδυσσέα να συζητήσει προηγουμένως μαζί τους, ώστε να διαπιστώσει αν συμφωνούν, και του προτείνει για συνομιλητή ένα γουρούνι, τον Γρύλλο, στο οποίο δίνει την ικανότητα της ανθρώπινης ομιλίας. Ο Γρύλλος πληροφορεί τον Οδυσσέα ότι τόσο αυτός όσο και οι υπόλοιποι μεταμορφωμένοι δεν επιθυμούν να επανέλθουν στην ανθρώπινη κατάσταση, γιατί, έχοντας ζήσει τη ζωή των ζώων, τη θεωρούν ανώτερη και προτιμότερη από τη ζωή των ανθρώπων. Τα επιχειρήματα του Γρύλλου για την υπεροχή των ζώων είναι ακαταμάχητα και οδηγούν τον αντιτιθέμενο συνομιλητή του, τον Οδυσσέα, παρά τη διαλεκτική ικανότητά του, σε διαλογική πανωλεθρία.


Ευφυής διάλογος που περιέχει πλατωνικά και αριστοτελικά στοιχεία, αλλά και στοιχεία από την παράδοση των Πυθαγορείων και των Ορφικών, ο Γρύλλος αποτελεί ένα είδος συγκριτικής ηθολογίας που πραγματεύεται με εντυπωσιακούς όρους το πρόβλημα της διαφοράς του ανθρώπου από το ζώο, ανατρέποντας τις ελληνικές παραδοσιακές ιδέες που θέλουν τον άνθρωπο στην κορυφή της ζωικής κλίμακας. Αλλά κυρίως πρόδηλο είναι ότι το κείμενο συνδιαλέγεται με ορισμένα από τα κυρίαρχα φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής του, καθώς διακρίνονται εύκολα η αντίθεσή του στην κοσμολογική και νοητική προτεραιότητα που αποδίδουν στον Λόγο οι Στωικοί και οι επιφυλάξεις προς την επικούρεια έννοια της ηδονής. Οπως σημειώνει ο μεταφραστής στην κατατοπιστική εισαγωγή του, «η σατιρική ζωηρότητα με την οποία εκφράζονται οι αντιθέσεις αυτές εγγράφεται σε μια παράδοση που συνδέθηκε, στην ιστορία της αρχαιοελληνικής γραμματείας, με τον κυνικό φιλόσοφο Μένιππο (αρχές του 3ου αιώνα π.Χ.), του οποίου η επίδραση διατηρείται και μετά τον Πλούταρχο, με χαρακτηριστικό σταθμό το έργο του Λουκιανού (2ος αιώνας μ.Χ.)».


Για περισσότερο από μία χιλιετία η αρνητική εκτίμηση του μεταμορφωτικού μύθου της Κίρκης παρέμενε αυτονόητη. Επρεπε να εμφανιστεί ο Πλούταρχος για να διατυπωθεί για πρώτη φορά η αμφισβήτηση της καθιερωμένης πρόσληψης του κόσμου της Κίρκης και του ελληνικού ανθρωποκεντρισμού. Για πρώτη φορά στον πλουτάρχειο διάλογο σε έναν από τους μεταμορφωμένους σε ζώα δίνεται ο λόγος και η δυνατότητα επιλογής ανάμεσα στην παραμονή στην κατάσταση του ζώου και στην επιστροφή στη μορφή του ανθρώπου, καθώς επίσης δίνεται και η δυνατότητα να αιτιολογηθεί αυτή η επιλογή. Η Κίρκη εδώ δεν είναι η φοβερή μάγισσα που μεταμορφώνει χάριν παιδιάς ή από σαδική μανία, δηλαδή χωρίς κανένα κριτήριο επιλογής, τους ανθρώπους σε ζώα. Είναι η θεά που αποκαλύπτει στον άνθρωπο τον εαυτό του, που επιτρέπει σε όσους υφίστανται τη μαγική ακτινοβολία της να γίνουν, έστω και για μια στιγμή, εκείνο που πραγματικά είναι. Για εκείνους που δέχονται τη μαγική της δύναμη γνωρίζοντας ποια είναι, η απόφαση της μεταμόρφωσης αποτελεί ένα είδος υπαρξιακής επιλογής. Πολύ περισσότερο αξιοθαύμαστη γίνεται αυτή η απόφαση όταν γνωρίζουν ότι η μεταμόρφωσή τους σε ζώο θα είναι σύμφωνη με τον τρόπο ζωής τους ως ανθρώπων, εξ ου και η ποικιλία των ζώων στο δάσος της θεάς, την οποία περιγράφει πολύ ωραία ο Ελιοτ στο ποίημά του «Το παλάτι της Κίρκης» (στον Ομηρο, εκτός από τα γουρούνια, αναφέρονται μόνο λιοντάρια και λύκοι). Αλλά ακόμη πιο μεγαλειώδης είναι η απόφαση του χοίρου Γρύλλου να μην επιστρέψει στην ανθρώπινη μορφή.


Δύο είναι οι σημαντικές ιδιαιτερότητες του Γρύλλου απέναντι σε άλλα κείμενα της αρχαιότητας που πραγματεύονται το θέμα της νόησης των ζώων. Το πρώτο είναι η λεπτή επιχειρηματολογία του Γρύλλου, η οποία μετατρέπει τη γουρουνίσια μορφή του σε χιουμοριστική μεταμφίεση ενός σοφιστή (ο Ομηρος είχε αφαιρέσει από τους μεταμορφωμένους συντρόφους του Οδυσσέα ακόμη και την ανθρώπινη φωνή, αφήνοντάς τους ως ανθρώπινο κατάλοιπο μόνο τον νου. Οσο για τον Οδυσσέα, μπορούμε να πούμε ότι ουσιαστικά το έπος δεν συζητά τη δυνατότητα μιας έστω προσωρινής απώλειας της ανθρώπινης μορφής του. Ευμετάβολος ανάλογα με τις περιστάσεις, με απίστευτη ικανότητα προσαρμογής, ο Οδυσσέας βρίσκεται πέρα από το πρόβλημα της μεταμόρφωσης, γιατί δεν διαθέτει σταθερή μορφή στην οποία να μπορεί να γίνει αισθητή μια αλλαγή). Η δεύτερη ιδιαιτερότητα του Γρύλλου, την οποία επισημαίνει ο μεταφραστής, είναι το εύρημα της τοποθέτησης του διαλόγου μέσα στο πλαίσιο της Οδύσσειας. Εύρημα που προσφέρει και το βασικό κριτήριο με το οποίο μπορεί να ερμηνευθεί το κείμενο, καθώς λειτουργεί σαν ένα φυσικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο ανατρέπεται το εξιδανικευμένο είδωλο του Οδυσσέα ­ ανατροπή που υπονομεύει τις πατροπαράδοτες ιδιότητες που ορίζουν ένα από τα βασικά πρότυπα της ελληνικής παιδείας.


Είναι πολύ επιτυχημένη η επιλογή της μετάφρασης αυτού του διαλόγου του Πλουτάρχου, με τον οποίο πλουτίζεται η θαυμάσια σειρά «Βιβλιοθήκη Αρχαίων Συγγραφέων», που επιμελείται στις εκδόσεις Στιγμή ο Γεώργιος Α. Χριστοδούλου (θαυμάσια όχι μόνο για τις επιλογές των έργων αλλά και για τις υπεύθυνες μεταφράσεις τους). Ο Μενέλαος Χριστόπουλος, που ανέλαβε να μεταφράσει και να σχολιάσει το κείμενο, όχι μόνο γνωρίζει καλά την εκδοτική και φιλοσοφική παράδοση στην οποία αυτό ανήκει αλλά και ξέρει πώς να μεταφέρει σε ζωντανή νεοελληνική γλώσσα ένα αρχαιοελληνικό έργο χωρίς να αυτοσχεδιάζει με άκαιρες πρωτοβουλίες. Πρέπει ιδιαίτερα να υπογραμμίσουμε την ποιότητα των σχολίων του μεταφραστή, που δεν αναπαράγουν απλώς σχόλια προηγούμενων εκδοτών του κειμένου αλλά περιέχουν και σημαντικές ερμηνευτικές παρεμβάσεις.


Και για έναν άλλο λόγο η έκδοση αυτής της μετάφρασης είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Γιατί ο διάλογος αυτός είναι σήμερα περισσότερο επίκαιρος από κάθε άλλη ώρα της νεότερης εποχής. Η επιβίωση της ζωής στον πλανήτη φαίνεται περισσότερο από ποτέ να εξαρτάται από την άρνηση του ξίφους του Οδυσσέα, που με την υποταγή της Κίρκης διασπά την αρχέγονη ενότητα του ζωντανού κόσμου και οδηγεί στην ανάπτυξη ενός «λόγου» που απανθρωποποιεί τον άνθρωπο εξαιτίας ακριβώς της υπέρμετρης «ανθρωποποίησής» του. Ισως η πιο ζωτική εκδοχή της συνέχειας του ομηρικού έπους, μιας «δεύτερης Οδύσσειας», δεν θα ήταν η εκδοχή του Ντάντε, του Τένυσον, του Καβάφη ή του Καζαντζάκη, μα εκείνη που θα έβαζε τον Οδυσσέα, έπειτα από την επιστροφή στην Ιθάκη, να αναχωρεί και πάλι για να ανοιχτεί στο ταξίδι μιας δεύτερης επιστροφής, στο νησί της Ιθάκης αυτή τη φορά. Σ’ ένα ταξίδι που μπορούμε να το φανταστούμε πλέον ως σύμβολο όχι της πτώσης από την ανθρώπινη ιδιότητα αλλά της επανάκτησης από τον άνθρωπο της ισορροπίας με τον φυσικό κόσμο, δηλαδή ως σύμβολο μιας οικολογικής συνειδητοποίησης.


Ο κ. Ανδρέας Ανανιάδης είναι διδάκτωρ κλασικής φιλολογίας.