Το έργο του Αμπατζόγλου μου θυμίζει τα λόγια του Μποντλέρ όταν είπε ότι ξοδεύει απίστευτες δυνάμεις για να αντιμετωπίσει τη φρίκη και την έκσταση της ζωής. Στον Αμπατζόγλου τα δύο αυτά στοιχεία έρχονται σε διαρκή αναμέτρηση, αν και με κάποια διαφορά. Εδώ είναι το αποκρουστικό στοιχείο της ζωής και το θαύμα της, που δίνονται με έναν ισχυρό και ακραίο τρόπο.


Θα έλεγα ότι πυρήνα όλου του έργου του αποτελεί το μυθιστόρημά του «Σημεία και Τέρατα» (1981). Σε αυτό συμβαίνει ένα θαύμα: ο γάμος που ονειρευόταν πάντα μια γριά γυναίκα γίνεται πραγματικότητα, καθώς ο αφηγητής έχει τη δύναμη να γυρίσει πίσω τον χρόνο και να την κάνει να ζήσει ό,τι είχε ονειρευτεί. Καθώς ο συγγραφέας επιστρέφει διαρκώς και στον παρόντα χρόνο, η λάμψη της νεότητας και η αθλιότητα των γερατειών εναλλάσσονται. Σε αυτού του είδους την εναλλαγή διαφορετικών πραγματικοτήτων βρίσκεται η αξία όλου του έργου του, καθώς σε πολλές παραλλαγές βρίσκουμε τη λάμψη και το αποκρουστικό στοιχείο της ζωής να συγκρούονται, όπως συμβαίνει και στο καινούργιο του βιβλίο, «Στη σιωπή του Ερωτα», που επιφανειακά μόνο αποτελεί μια ερωτική ιστορία.


Δύο νέοι γνωρίζονται τυχαία σε ένα Καφέ. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο συγγραφέας βάζει τον ήρωά του, τον νέο μυθιστοριογράφο Μιχάλη Ζακυνθηνό, να πιάνει κουβέντα στην κοπέλα που καθόταν μόνη της, μιλώντας της για το βιβλίο που διάβαζε και δεν ήταν άλλο από το δικό του βιβλίο «Σημεία και Τέρατα». Λίγο μετά της μιλάει για το βιβλίο που έγραφε με τον τίτλο «Η Αίθουσα Με τους Καθρέφτες». Πρόκειται για ένα μεσαιωνικό παραμύθι δύο ερωτευμένων νέων που αναζητούν την αίθουσα των θησαυρών σε έναν Πύργο όπου, προτού φτάσουν σε αυτή, πρέπει να διασχίσουν άλλες αίθουσες δοκιμασιών κι αινιγμάτων. Προπαντός, πρέπει να περάσουν από την αίθουσα με τους καθρέφτες, στην οποία δεν υπάρχει τίποτα άλλο από τους ίδιους και τους καθρέφτες και την οποία εγκαταλείπουν, διασχίζοντας τα ίδια τα είδωλά τους.



Εδώ έχουμε μια μικρή αλληγορία της σχέσης τους, που θα περάσει από πολλές δοκιμασίες. Η κοπέλα φεύγει χωρίς να του πει το όνομά της και αφήνοντας στην τύχη την επόμενη συνάντησή τους. Από εκεί και πέρα ο καθένας ζει με τον δικό του τρόπο τη σχέση τους, που δεν είναι σχέση, αφού μάταια ο νέος πηγαίνει κάθε απόγευμα στο ίδιο καφενείο για να τη βρει, χωρίς να τη βρίσκει. «Το περίεργο ήταν πως αισθανόταν», γράφει ο Αμπατζόγλου, «πως η σχέση που δεν υπήρχε, ήταν σχέση που υπήρξε και πήγαινε για τέλος». Η Ελισάβετ, γιατί αυτό είναι το όνομά της που δεν του είπε, είχε ανέμελα αποφασίσει να πάει πάλι εκεί μετά από αρκετές μέρες, δοκιμάζοντάς τον έτσι και συγχρόνως αποφεύγοντας κάτι που δεν ήξερε αν ήθελε ή όχι.


Ετσι και οι δύο ζουν μόνοι τους αυτόν τον έρωτα που δεν έχει συμβεί ακόμη. Ο νέος συγγραφέας σε ένταση και συχνά μιλώντας της σαν να ήταν απέναντί του σε θαυμάσιους ερωτικούς μονόλογους, και η Ελισάβετ φέρνοντάς τον σε αντιπαράθεση με την ως τότε ζωή της.


Εδώ ο Αμπατζόγλου θέλει να τονίσει ότι ο έρωτας συμβαίνει μέσα στον νου μας, στη σιωπή και στη φαντασία. Ο Αλλος έτσι δημιουργείται από εμάς τους ίδιους, σε σχέση με τη δική μας ζωή.


Δεν είναι περίεργο ότι το εφιαλτικό στοιχείο υπάρχει περισσότερο στις αναπολήσεις της Ελισάβετ από ό,τι στους μονόλογους του συγγραφέα, ο οποίος, παρουσιάζοντάς μας το γερό πορτρέτο ενός νέου με ταλέντο, είναι φυσικό να εκφράζει μια βαθύτερη ελπίδα για τη ζωή, παρά την αβεβαιότητα στην οποία ζει.


Η Ελισάβετ είναι ένα ωραίο, έξυπνο και πλούσιο κορίτσι που κάνει ό,τι θέλει, καθώς οι γονείς της έχουν σκοτωθεί σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Εχει κουραστεί από τη ζωή προτού σχεδόν τη ζήσει. Στις αναπολήσεις της ξεχωρίζει το δεκατετράχρονο αγόρι της διπλανής βίλας, που είχε ερωτευτεί δώδεκα ετών. «Για την Ελισάβετ», λέει ο συγγραφέας, «ήταν ένας έρωτας που θα καθόριζε όλη τη συναισθηματική της ζωή». Ισως γιατί ήταν ένας έρωτας σιωπής.


Οταν όμως κάποτε της μιλάει, η Ελισάβετ αισθάνεται «μια απειλή στον κήπο», γιατί στα λόγια του υπάρχει η τρέλα. Δεν περιμένεις το ωραίο αγόρι του διπλανού κήπου να βγει τρελό. Ο συγγραφέας σε ξαφνιάζει δίνοντας απλά και δυνατά την εφιαλτική πραγματικότητα της τρέλας.


Οταν, ωστόσο, η Ελισάβετ αποφασίζει να πάει στο Καφέ που είχε γνωρίσει τον Μιχάλη, δεν τον βρίσκει γιατί αυτός είχε πάψει πια να την περιμένει. Οπως διαβάζεις, δεν ξέρεις αν οι δύο νέοι θα συναντηθούν ποτέ. Υπάρχουν αριστουργηματικές σελίδες προς το τέλος, όπου ο Αμπατζόγλου καταφέρνει να βγάλει ποίηση από τη χειρότερη περιοχή της πόλης μας: την Πανεπιστημίου κοντά στην Ομόνοια. Εκεί τυχαία ο ήρωας βλέπει την Ελισάβετ και τρέχει να την προλάβει, διασχίζοντας μια διαδήλωση που περνούσε εκείνη την ώρα. Η Ελισάβετ τον διακρίνει και αυτή κατευθύνεται προς αυτόν, μάταια όμως.


Είναι δύσκολο να κινήσει κανείς ένα μεγάλο πλήθος στις σελίδες ενός βιβλίου. Οι σελίδες του πλήθους, εξαιρετικές όπως είναι, έρχονται σε αντίθεση με όλες τις άλλες πριν, στις οποίες ο ήρωας και η ηρωίδα ζουν στη σιωπή του έρωτα. Το πλήθος που έχει ξεχυθεί στους δρόμους και τους περιβάλλει είναι σαν την ίδια τη ζωή που διαλύει όλους τους δισταγμούς όταν ξεχύνεται και μας παρασύρει μαζί της.


Η κυρία Νανά Ησαΐα είναι συγγραφέας.