Κάθε γεφύρι σημαδεύεται ως γνωστόν από το ανθρώπινο πείσμα να ξεπεραστεί το φυσικό εμπόδιο, να έρθουν κοντά οι χωρισμένοι τόποι να ενωθούν οι απομακρυσμένοι άνθρωποι. Το γεφύρι χτίζεται ανέκαθεν για να υποκαταστήσει με αίσθημα ασφάλειας το αίσθημα του φόβου που δημιουργεί το δύσκολο πέρασμα. Το γεφύρι πάνω στον Δρίνο, στον δρόμο που οδηγεί στο Σαράγεβο, στα σύνορα Βοσνίας και Σερβίας, χτίστηκε τον 16 αιώνα στα χρόνια της κραταιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (τότε που το δυτικό της σύνορο περιλάμβανε την Ουγγαρία με πρωτεύουσα την Πέστη) από ένα (πρώην χριστιανό και Βόσνιο την καταγωγή) βεζίρη, τον Μεχμέτ πασά Σόκολι. Αυτό όμως το μεγάλο πέτρινο γεφύρι με τις έντεκα καμάρες φαίνεται πως ήταν μοιραίο να γεφυρώσει κάτι περισσότερο από ένα απλό φυσικό εμπόδιο· το πέρασμα πάνω από τον Δρίνο γεφυρώνει ­ με όση «ασφάλεια» επιτρέπουν οι εκάστοτε καιροί και τα εκάστοτε ήθη ­ τέσσερις θρησκείες και τρεις εθνότητες. Τις θρησκείες και τις εθνότητες που εδώ και τέσσερις αιώνες ορθώνονται ως (τεχνητά ίσως πλην) ανυπέρβλητα εμπόδια στο να ζήσουν ειρηνικά οι λαοί της Σερβίας και της Βοσνίας…


Το βιβλίο του Ιβο Αντριτς (1892 – 1975, Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας 1961) καταγράφει με δεινή διαύγεια την κανονικότητα της ζωής σε αυτόν τον πολύπαθο τόπο από τα χρόνια του Σουλεϊμάν Α’ (1520 – 1566) ως τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με φόντο μια πολίχνη στις όχθες του Δρίνου δίπλα στο ομώνυμο γεφύρι, ο Αντριτς απλώς επιτρέπει στην Ιστορία να περιληφθεί στην υπ’ αυτόν διήγηση της βαλκάνιας ζωής, αποφεύγοντας επιμελώς να βαρύνει το βιβλίο με ογκώδεις αναφορές σε ιστορικά γεγονότα που εξάλλου δεν αφορούν τη λογοτεχνία.



Η μέθοδός του είναι απλή και αποτελεσματική. Παίρνει ως δεδομένο ότι αυτό που κυριαρχεί σε οποιαδήποτε μακρά περίοδο της Ιστορίας δεν είναι τα συνταρακτικά γεγονότα και οι τυχόν αλλαγές, αλλά οι κανονικότητες. Οι κοινωνικές σταθερές που συμβιώνουν με τις φυσικές κανονικότητες. Η φυσική κανονικότητα της ροής ενός αδιάβατου ποταμού ρυθμίζεται με το γεφύρι που διαμορφώνει πλέον πάνω από το ποτάμι μια κοινωνική κανονικότητα. Γύρω του αναπτύσσεται μια ολόκληρη πόλη, αφού το γεφύρι «είναι το μόνο σταθερό και σίγουρο πέρασμα σε όλο το μέσο και τον άνω ρου του Δρίνου και το απαραίτητο σταυροδρόμι πάνω στο δρόμο που ενώνει τη Βοσνία με τη Σερβία…». Και, έκτοτε, στην πόλη Βίσιεγκραντ, «σε όλες τις ιστορίες που λέγονται για την προσωπική, την οικογενειακή και τη δημόσια ζωή των ανθρώπων σχεδόν πάντα ακούγονται οι λέξεις «πάνω στο γεφύρι»».


Ο Αντριτς σε αυτό το σκηνικό παρακολουθεί βήμα βήμα τις ανεπαίσθητες και αργές αλλαγές που φέρνει στην καθημερινότητα των Βισιεγκραντινών κάθε κοινωνική αλλαγή κατά τον τρόπο που ο δικός μας συγγραφέας ο Δημήτρης Χατζής δοκίμασε στο Τέλος της Μικρής μας Πόλης. Το πρώτο ενδιαφέρον του βιβλίου πηγάζει από την αδρή περιγραφή αυτής της καθημερινότητας. Ανεπιτήδευτα, πότε σε ύφος παλιού χρονικού πότε σε ύφος σύγχρονου ντοκουμέντου, δίχως ούτε μια φορά να σύρεται στη φτηνή ηθογραφία ή στον ψευδορομαντισμό, το βιβλίο απλώνει όλες εκείνες τις μικρές κανονικότητες, δηλαδή τις γεννήσεις, τους γάμους, τα γλέντια και τις συμφορές, που σε κάθε μικροκοινωνία αποτελούν τα στέρεα γεφύρια που ενώνουν αλλότριες δόξες και πίστεις. Οσο για τα συνταρακτικά γεγονότα, εκείνα που δεν ξεκινούν ποτέ από τούτη την πόλη όπου «οι κάτοικοι φημίζονται για την αγάπη τους στην ήρεμη και καλή ζωή», αυτά έρχονται με μια περιοδικότητα αντίστοιχη με τις κατά διαστήματα πλημμύρες του ποταμού. Οι κάτοικοι, όπως αντιμετωπίζουν αυτήν τη φυσική καταστροφή, με ολόιδια σύμπνοια, τέκνα της ίδιας γης, πασχίζουν συνήθως να αντιμετωπίσουν και τη βάρβαρη επέλαση της κάθε κοινωνικής επιδημίας που διαταράσσει την ειρηνική ζωή τους. Οπως τον 17ο αιώνα οι προύχοντες των τριών θρησκευμάτων συναποφασίζουν για την κοινή τύχη του ετερόδοξου ποιμνίου τους ύστερα από την πλημμύρα, κατά τον ίδιο τρόπο τον 19ο αιώνα, ενωμένοι, αντιμετωπίζουν την αυστροουγγρική διοίκηση που τους επιβάλλεται δίχως κανείς να τους ρωτήσει.


Ο Αντριτς όμως δείχνει ξεκάθαρα ότι μέσα στην όποια συμφορά, φυσική ή κοινωνική, σφυρηλατείται στην ενότητά του ένας τόπος, αδιάκριτα από θρησκείες ή άλλες διαφορές· αυτή η ενδιαφέρουσα στάση διαπνέει όλη την αφήγηση: «Ηταν [οι πλημμύρες] ο πιο δυνατός δεσμός ανάμεσα στους ζωντανούς της γενιάς αυτής που σιγά σιγά χανόταν, γιατί τίποτα δεν δένει τους ανθρώπους πιο πολύ απ’ όσο η χαρά της επιβίωσης από μια κοινή συμφορά. Κι όλοι αυτοί ένιωθαν γερά δεμένοι με τις κοινές αναμνήσεις της περασμένης δυστυχίας».


Το γεφύρι του Δρίνου ορθώνεται έτσι με την πάροδο των χρόνων (και το ξετύλιγμα του βιβλίου) ως γεφύρι πανεθνικής μνήμης, κοινό μνημείο της ταραγμένης ιστορίας των κατοίκων της Βοσνίας. Από τη συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699) με την οποία η Τουρκία αποχώρησε από της κτήσεις της στην Ουγγαρία (κεφ. 5) και το κίνημα ανεξαρτησίας του Καραγεώργη (1804 – 1813, 6ο κεφ.) ως την αυστροουγγρική διοίκηση (1878, 10ο κεφ.), που ετοίμασε την προσάρτηση της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης στην Αυστρία (1908, 17ο κεφ.), ως και τους Βαλκανικούς (1912 – ’13, κεφ. 18) και τη δολοφονία του διαδόχου του αυστριακού θρόνου (Ιούνιος 1914, κεφ. 22) το γεφύρι του Δρίνου γίνεται μάρτυρας παντοίων βασάνων, διωγμών, μετοικήσεων, συγκρούσεων και επαναστάσεων που συνόδευαν κάθε αλλαγή της εξουσίας, με την ίδια περιοδικότητα που γίνεται μάρτυρας στα καθημερινά ανά τους αιώνες παιχνίδια των παιδιών και των ερωτευμένων ή στους καβγάδες των γεροντότερων που αναπαύονται στο πεζούλι του.


Σε κάθε πολιτική αλλαγή κάποια μειονότητα, θρήσκευμα ή εθνότητα, αισθάνεται περισσότερο ασφαλής και κάποια λιγότερο· με την παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το μουσουλμανικό στοιχείο βρίσκεται στη χειρότερη μοίρα, αλλά σε αυτόν τον βαλκάνιο τόπο ο Αντριτς υπαινίσσεται πως κανείς δεν καταφέρνει να αισθανθεί για πολύν καιρό ασφαλής. Αν στις σύντομες περιόδους της ειρήνης οι διαφορές των ανθρώπων δεν πολυσκοτίζουν τη ζωή τους, τα πράγματα, ως γνωστόν, στον πόλεμο αλλάζουν· τότε κανείς δεν είναι ήσυχος: «Ο φόβος παντού και πάνω απ’ όλα. Οι Αυστριακοί που μπαίνουν στην πόλη φοβούνται τις ενέδρες. Οι Τούρκοι φοβούνται τους Αυστριακούς, οι Σέρβοι κι οι Αυστριακοί τους Τούρκους. Κι οι Εβραίοι φοβούνται όλους κι όλα, αφού σε καιρούς πολέμου όλοι είναι πιο δυνατοί από αυτούς». Ετσι, ένα πρόσθετο ενδιαφέρον του βιβλίου πηγάζει ακριβώς από αυτήν την ικανότητα του συγγραφέα (που γεννήθηκε στο Ντοτς της Βοσνίας) να ζυγίζει το ιστορούμενο εθνικό ή μειονοτικό πρόβλημα με τα σταθερά σταθμά των ανθρώπινων αξιών και όχι με τα εφήμερα συμφέροντα της πολιτικής. Το Γεφύρι του Ιβο Αντριτς προσκαλεί συνεχώς τον αναγνώστη να επισκεφτεί με σεβασμό την αλλότρια και αλλόδοξη όχθη και να αφουγκραστεί τους καημούς της. Ισως αυτό να αποτελεί και τη μεγαλύτερη γοητεία του βιβλίου ­ ιδιαίτερα για τον αναγνώστη που θέλει να διεισδύσει στο βοσνιακό πρόβλημα. Ιδού ακόμη ένα σχετικό παράδειγμα (όταν γίνεται πρώτη φορά λόγος για τη συνθήκη του Βουκουρεστίου). Γέροντες μουσουλμάνοι του Βίσιεγκραντ κάθονται στο γεφύρι σκυμμένοι πάνω από ένα χάρτη των Βαλκανίων. «Κοιτάνε το χαρτί, αλλά τίποτε δε βλέπουν σ’ αυτές τις σπασμένες γραμμές, τα ξέρουν όμως και τα καταλαβαίνουν όλα, γιατί κουβαλάνε μέσα τους τη δική τους γεωγραφία κι έχουν στο αίμα τους τη δική τους αίσθηση του κόσμου.


­ Σε ποιον πάνε τα Σκόπια; ρωτάει ένας γεροντάκος, τάχα αδιάφορα, το νεαρό που διαβάζει.


­ Στη Σερβία.


­ Ωχ!


­ Η Σαλονίκη τίνος είναι;


­ Ελληνική.


­ Ωχ! Ωχ!


­ Κι η Αδριανούπολη; ρωτάει άλλος σιγανά.


­ Βουλγαρική νομίζω.


­ Ωχ! Ωχ! Ωχ!»


Εχουν περάσει πάνω από πενήντα χρόνια από τότε που ο Αντριτς έγραψε το βιβλίο και μόλις πέντε χρόνια από την πρόσφατη κρίση στη Βοσνία. Ο συγγραφέας χάραξε εγκαίρως και προφητικά ­ όπως συχνά συμβαίνει στη λογοτεχνία ­ ένα σαφή, νηφάλιο και συγχρόνως γλαφυρό δρόμο κατανόησης του βαλκανικού προβλήματος. Το βιβλίο (που μεταφράστηκε πρώτη φορά στην Ελλάδα τη δεκαετία του ’60 από τον Κωστή Μεραναίο, στις Εκδόσεις Δαρεμά) είναι απαραίτητο για όσους διαθέτουν ιστορική μνήμη, αλλά και για όσους ενδιαφέρονται να διαβάσουν ένα μυθιστόρημα όπου η Ιστορία διακρίνει τους πρωταγωνιστές της στην αφανή ζωή τής καθημερινότητας και όχι στη συνταρακτική των μεγάλων εξαιρέσεων…


Η μετάφραση του Χρήστου Γκουβή (από τα σερβοκροατικά) δεν μπορώ να ξέρω ακριβώς γιατί αλλά καταφέρνει να αποδώσει, με μιαν αρκετά πλούσια στις αποχρώσεις της γλώσσα, τη βαλκάνια ατμόσφαιρα. Αυτό ως κυριότερο προτέρημα. Σε σύγκριση με την παλιότερη δοκιμή του Κωστή Μεραναίου (αγνοώ από ποια γλώσσα μεταφράστηκε) η παρούσα απόδοση είναι σαφώς καθαρότερη ­ αν και η σύγκριση ορισμένες φορές έδειξε μια τάση υπερβολικής «λείανσης» ορισμένων ιδιόμορφων εκφράσεων στη νεότερη εκδοχή. Η παρατήρηση τέλος του μεταφραστή στο τέλος του βιβλίου «ότι ο δύσκολος πυκνός και πολλές φορές συμβολικός λόγος του συγγραφέα […] τον υποχρεώνει σε αναδιάρθρωση του λόγου κλπ.» μάλλον υποψιάζει τον αναγνώστη που δεν θα διακρίνει πουθενά στο βιβλίο ιδιαίτερη πυκνότητα ούτε και ερμητικούς συμβολισμούς. Ωστόσο η συνολικά επιτυχής προσπάθεια του μεταφραστή για το «χρώμα» του βιβλίου βαρύνει πολύ περισσότερο από αυτές τις αυστηρές επιφυλάξεις.


Ο κ. Αρης Μαραγκόπουλος είναι συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, «Αγαπημένο Βρωμοδουβλίνο», Εκδόσεις Κέδρος.